Η Ωραία Ελλάς. Από τα πρώτα βήματά της η νεώτερη Αθήνα σημείωσε εξαιρετική επίδοση στο άνοιγμα καφενείων και στην έκδοση εφημερίδων. Το επισημότερο καφενείο ήταν η Ωραία Ελλάς, στη γωνία Ερμού και Αιόλου.
Το άνοιξε, ευθύς μετά την απελευθέρωση του κράτους, ο Ιταλός Σάντο. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκτόνησε σε λίγο καιρό, το καφενείο του όμως έζησε επί δύο γενεές. Πολυάριθμη ήταν η πελατεία του από δικούς μας και ξένους. Πολιτευόμενοι, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, σύχναζαν εκεί και συζητούσαν τα «φλέγοντα ζητήματα» της ημέρας, αποτελώντας τρόπον τινά τον Άρειο Πάγο της κοινής γνώμης. Στο καφενείο αυτό έφθαναν πρώτα οι ειδήσεις, έβγαιναν τα πολιτικά συνθήματα και παρασκευάζονταν οι συνωμοσίες, τα κινήματα και οι επαναστάσεις, που αφθονούσαν στην πολυτάραχη οθωνική εποχή. Εκεί εύρισκε κανείς ελληνικές και ξένες εφημερίδες και το πρώτο μπιλλιάρδο που ήλθε στην Αθήνα. Ένα ωραίο σχεδίασμα του Βαυαρού ζωγράφου Koellenbger αποθανάτισε το εσωτερικό του καφενίου στα 1835. Σε χωριστό τραπέζι κάθονται οι Βαυαροί στρατιωτικοί, σε άλλο τα παλληκάρια και σε άλλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Επί μισόν αιώνα η Ωραία Ελλάς εξακολουθούσε να συγκεντρώνει την πολυποίκιλη πελατεία της και να είναι πάντοτε γεμάτη από καπνούς και θόρυβο. Στις δυσμές του βίου της χρησίμευσε και για χρηματιστήριο, όπου παίχτηκαν με μανία οι πρώτες ελληνικές μετοχές. Ήταν η εποχή που η Εταιρεία του Λαυρίου έβγαλε τις μετοχές της (1873) και όλοι νόμισαν πως στο Λαύριο είχαν βρει πακτωλό, που θα τους έκανε από τη μια μέρα στην άλλη πλούσιους. Και άρχισε τότε ένα τρελό παιχνίδι. Όλοι θέλαν να αγοράσουν «Λαύρια». Σπίτια και κτήματα πουλήθηκαν και έγιναν μετοχές που σε λίγες ημέρες από 200 φράγκα η μία έφθασαν τα 400! Την εποχή εκείνη το καφενείο είχε μεταβληθεί σε «μετοχοπρατήριον», κατά την έκφραση των εφημερίδων της εποχής. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ελληνικό Χρηματιστήριο δεν είχε λειτουργήσει ακόμη. Το πρώτο επίσημο «Χρηματιστήριο αξιών» ιδρύθηκε στον Πειραιά με το Β.Δ. του 1875 και από εκεί μεταφέρθηκε στην Αθήνα τον άλλο χρόνο.
Στο ανεπίσημο χρηματιστήριο, της Ωραίας Ελλάδος, όπως μας πληροφορεί ένας χρονικογράφος, «εκατοντάδες ανθρώπων συνωθούντο από πρωία μέχρι βαθείας νυκτός. Το σφαιριστήριον είχεν αντικαταστήσει τον σιδηρούν κύκλον του χρηματιστηρίου. Πέριξ δε του παναρχαίου εκείνου σφαιριστηρίου άνθρωποι φέροντες φαιούς υψηλούς πίλους, άλλοι φεσάκια, άλλοι λευκάς φουστανέλλας, άνθρωποι ους ηδύνασο να εκλάβης και ως γαλακτοπώλας, νήστεις από της αυγής, εξηγριωμένοι ως γαλαί επί τη θέα κυνός, σείοντες τας χείρας αυτών ως Έλληνες ηθοποιοί, επώλουν και ηγόραζον «Λαύρια», ουχί γαίας αλλά χαρτιά, εν απεριφράστω οχλοβοή, ως συμβαίνει συνήθως εις το χρηματιστήριον». Αυτές ήταν οι τελευταίες ημέρες δόξας που είδε η Ωραία Ελλάς. Όσοι έπαιξαν «Λαύρια» έχασαν τα χρήματά τους και το καφενείο έπαυσε να χρησιμεύει για χρηματιστήριο της Αθήνας. Σε λίγο έκλεισε για πάντα και τις πόρτες του.
Καφενείο Αγωνιστών.
Το δεύτερο από τα ονομαστά καφενεία των οθωνικών χρόνων ήταν των Αγωνιστών, στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος (τέρμα οδού Αιόλου), κάτω από το σπίτι του Τζαβέλλα. Η ατμόσφαιρα σ’ αυτό ήταν διαφορετική από την Ωραία Ελλάδα. Η πελατεία του είχε καθαρά ελληνικό χρώμα. Η φουστανέλλα και η νησιώτικη βράκα κυριαρχούσαν. Οι επισημότεροι από τους αρχηγούς της Επαναστάσεως πήγαιναν στο καφενείο συνοδευόμενοι από τους παραγιούς τους, που τους κουβαλούσαν τους ναργιλέδες και τα τσιμπούκια και φρόντιζαν να μη σβύνει η φωτιά από αυτά. Ένα παιχνίδι γνωστό με το όνομα «πρέφα των Αγωνιστών» ήταν το περισσότερο παιζόμενο. Το σκάκι και το ντόμινο ακολουθούσαν. Στο καφενείο των Αγωνιστών οι συζητήσεις δεν ήταν τόσο πολυθόρυβες, όσο στην Ωραία Ελλάδα και στα άλλα αθηναϊκά καφενεία. Κυρίως στρέφονταν γύρω από τις αναμνήσεις και τα κατορθώματα στην Επανάσταση του 21 και τις προφητείες του Αγαθαγγέλου. Στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας οι προφητείες του Αγαθαγγέλου αποτελούσαν το προσφιλέστερο ανάγνωσμα και τον οδηγό – αλάνθαστο όπως τον νόμιζαν – για τη μελλοντική εξέλιξη του νεαρού κράτους. Με τις προφητείες του Αγαθαγγέλου ζητούσαν να εξηγήσουν όσα συμβαίναν την εποχή εκείνη στην παγκόσμια διπλωματία και πολιτική και όσα θα γίνονταν στο μέλλον για την Ελλάδα! Το καφενείο των Αγωνιστών ήταν το μεγαλύτερο θερμοκήπιο της «Μεγάλης Ιδέας». Την θέρμαιναν με τον πατριωτισμό τους οι ίδιοι οι Αγωνιστές, που είχαν δώσει την ελευθερία στο νεώτερο Ελληνικό κράτος. Το θεωρούσαν με τα περιορισμένα σύνορά του σα σταθμό προσωρινό, για την εξόρμηση προς την απελευθέρωση ολοκλήρου του Ελληνισμού. Και ήταν απολύτως βέβαιο γι’ αυτό. Το έγραφε, άλλωστε, και ο Αγαθάγγελος ανάμεσα στις προφητικές γραμμές του …
Του Χάφτα και άλλα καφενεία.
Αν στη μια άκρη της οδού Αιόλου εδέσποζε η Ωραία Ελλάς και το καφενείο των Αγωνιστών, στην άλλη άκρη βρισκόταν το καφενείο του Χάφτα, που αφήκε το όνομά του στα σημερινά «Χαφτεία» και όχι «Χαυτεία». Η Αθήνα την εποχή του Όθωνος τέλειωνε στη γωνία Σταδίου και Αιόλου. Εκεί βρισκόταν ο στρατώνας του πυροβολικού και κατέβαινε μια ρεματιά, που σκεπάστηκε στα 1859. Στην άλλη μεριά από τη ρεματιά, είχε στήσει τον καφενέ του ένας αγωνιστής του 21, ο Χάφτας, μέσα σε μια ξύλινη παράγκα που περιστοιχιζόταν από πεύκα. Ο καφενές του Χάφτα φημιζόταν για το ωραίο νερό και τη δροσιά του. Εκεί πήγαιναν οι υπαξιωματικοί από τον απέναντι στρατώνα του πυροβολικού και οι φίλοι της μοναξιάς από τους Αθηναίους. Ένας από αυτούς ήταν και ο αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυταντζόγλου, που κατόπιν αγόρασε από το Χάφτα την περιοχή του καφενείου του. Αργότερα, στην ίδια θέση, θα βρούμε εξελιγμένο και βελτιωμένο το καφενείο των ευ Φρονούντων ή των Γερόντων, όπως το έλεγαν συνήθως. Διατηρήθηκε για χρόνια και ήταν σπουδαίο κέντρο πολιτικολογίας. Το αναφέρει και ο Σουρής στα πρώτα φύλλα του «Ρωμηού»: «Καφενείον ευ φρονούντων, νύχτα μέρα συζητούντων».
Εκτός από τα καφενεία που μνημονεύσαμε, λειτουργούσαν στα οθωνικά χρόνια και πολλά άλλα, σε συνοικίες και στο κέντρο της Αθήνας. Πολυσύχναστο ήταν το καφενείο της Αγοράς, στο τέρμα της οδού Αιόλου, μέσα στην Παλιά Αγορά, απέναντι από τον Πύργο του Ελγίνου με το ρολόγι. Μια ωραία υδατογραφία του Koellenberger τα απεικονίζει. Το καφενείο, ο Πύργος του Ελγίνου και η πρώτη Αγορά της Αθήνας κάηκαν στην πυρκαϊά του 1884.
Επί της δευτέρας δυναστείας η δημιουργία νέων καφενείων πήρε γοργότερο ρυθμό. Ολόκληρο τον περασμένο αιώνα τα καφενεία ήταν τα εθνικά κέντρα των Νεοελλήνων, όπου μαζί με τον καφέ τους διάβαζαν «τζάμπα» και τις εφημερίδες. Εκτός από τα μικρότερα συνοικιακά καφενεία ο «Οδηγός της Ελλάδος» του Μπούκα (1875) αναφέρει σαράντα καφενεία «πρώτης τάξεως» σε κεντρικούς δρόμους. Η Ωραία Ελλάς και το καφενείο των Αγωνιστών επιζούσαν ακόμη το 1875. Τα Χαφτεία, η πλατεία Ομονοίας, η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος (Σιντριβανίου) και η πλατεία Συντάγματος αποτελούσαν τα σπουδαιότερα κέντρα «καφενοβίων». Τα καλύτερα καφενεία της πλατείας του Συντάγματος ήταν της Ανατολής και ο Λυκαβηττός. Αργότερα θα τα διαδεχθούν του Αντωνιάδη και του Ζαχαράτου. Το τελευταίο, από τις αρχές του 20ου αιώνα και επί δύο γενεές, θα στεγάσει την «πολιτικολογούσα» Αθήνα.
Τα πρώτα ζαχαροπλαστεία.
Το 1835 έκανε την εμφάνισή του στην Πρωτεύουσα το πρώτο «ευρωπαϊκό» ζαχαροπλαστείο του Λερίου. Το θεωρούσαν το «άκρον άωτον» της ζαχαροπλαστικής τέχνης. Έφτιαχνε παγωτά και τύλιγε τα ζαχαρωτά του σε ασημένια και χρυσά χαρτιά, πράγμα που έκανε μεγάλη εντύπωση στους Αθηναίους. Σ’ ένα χορό όμως που έδωκε ο Αντιβασιλεύς Άρμανσπεργ ο Λέριος, για καλύτερη εμφάνιση των παγωτών του, έβαλε χρωματιστά σορόπια, που ήταν και η αιτία της δυστυχίας του. Γιατί τα χρώματα που έβαλε στα σορόπια δηλητηρίασαν τους προσκαλεσμένους και ο χορός του Αντιβασιλέως διαλύθηκε πρόωρα. Από τότε η φήμη του Λερίου άρχισε να ξεπέφτει. Νέα ζαχαροπλαστεία εμφανίστηκαν λίγο αργότερα, από τα οποία γνωστότερα έγιναν της Madame Robin και το Σολωνείο. Από τα παλαιότερα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας είναι και του Παυλίδη, στην οδόν Αιόλου, που επιζεί ακόμη. Στην ίδια θέση, που βρίσκεται το σημερινό ζαχαροπλαστείο, ο Παυλής Αλέξης ο μπαρουξής είχε ένα «μπαρουτόμυλο» στην Επανάσταση και έφτιαχνε μπαρούτι. Όταν ελευθερώθηκε η Αθήνα, ο Παυλής με το γιο του βρήκαν πως έπρεπε να βγάζουν κάτι καλύτερο από μπαρούτι στη νέα ειρηνική περίοδο. Και άρχισαν με τους ίδιους μύλους να φτιάχνουν τη γλυκύτατη σοκολάτα.
Το πρώτο χορευτικό κέντρο.
Την ίδια εποχή που το ζαχαροπλαστείο του Λερίου έκανε την εμφάνισή του, παρουσιάζεται και το πρώτο χορευτικό κέντρο στην Ελληνική πρωτεύουσα. Το άνοιξε ένα ζεύγος Βαυαρών στην αρχή της Ιεράς οδού μέσα σ’ ένα περιβόλι. Το ονόμασε Πράσινο Δενδρί. Στο κέντρο αυτό έδιναν μπύρα που φέρναν από το εξωτερικό, μεζέδες και φαγητά. Τη μπύρα την πάγωναν με το χιόνι που κουβαλούσαν με γαϊδουράκια από την Πάρνηθα. Το χιόνι το μάζευαν το χειμώνα και το στοίβαζαν μέσα σε λάκκους, που τους σκέπαζαν με κλαδιά. Η πελατεία στο Πράσινο Δενδρί ήταν συνήθως Βαυαροί αξιωματικοί, ξένοι διπλωμάτες και μερικοί Έλληνες του εξωτερικού, νεοεγκαταστημένοι στην Αθήνα, που παίρναν και τις οικογένειές τους. Το Πράσινο Δενδρί μπορούμε να το θεωρήσουμε και για πρώτη ελληνική αθλητική λέσχη. Γιατί σ’ αυτό έπαιζαν σπαθί κι’ έκαναν διάφορα αθλητικά παιχνίδια, εκτός από το φαγητό και τη ζυθοποσία. Τις Κυριακές το απόγευμα, με τους ήχους της μουσικής της φρουράς, γινόταν χορός που διαρκούσε ως αργά τη νύχτα. Χόρευαν ευρωπαϊκούς χορούς, που εξαιρετικά σκανδάλιζαν τους συντηρητικούς Αθηναίους, γιατί βρίσκαν ανυπόφορο το ανακάτωμα ανδρών και γυναικών και ιδίως το αγκάλιασμα στο χορό.
Οι μπυραρίες.
Όταν αργότερα τα εξοχικά κέντρα και οι μπυραρίες πλήθυναν, προσφέροντας και μουσική, οι αγαθοί οικογενειάρχες που πήγαιναν σ’ αυτά έμενα με τις οικογένειές τους σε ιδιαίτερα δωμάτια, που από τότε πήραν το χαρακτηριστικό όνομα: «αίθουσαι δι’ οικογενείας». Τα διάφορα μάλιστα εξοχικά κέντρα το έγραφαν και σε ειδικές πινακίδες στην είσοδο του καταστήματος, για να προσελκύουν τους οικογενειάρχες. Οι παλιές αίθουσες δι’ οικογενείας διατηρήθηκαν με τον αρχικό προορισμό τους ως το τέλος του περασμένου αιώνα. Θα τις συναντήσουμε όμως και αργότερα, στις αρχές του αιώνα μας, αλλά με άλλο προορισμό: Είχαν μεταβληθεί περισσότερο σε αίθουσες προς … «απόκτησιν» οικογενείας.