Στις 25 Απριλίου 1821 επαναστατικά σώματα, που είχαν συγκροτηθεί στα χωριά της Αττικής, μπήκαν στην πόλη, ύστερ’ από συνεννόηση με Αθηναίους και κήρυξαν την επανάσταση.
Ο Διονύσιος Σουρμελής, Αθηναίος και αγωνιστής του 21, αναφέρει λεπτομερώς στο βιβλίο του «Η ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ Ελευθερίας Αγώνα» τη δύναμη των σωμάτων που έστειλε κάθε χωριό της Αττικής, τα ονόματα των αρχηγών και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες. (Βλέπε επίσης τα Απομνημονεύματα των Παναγή Σκουζέ και Αγγέλου Σωτηριανού Γέροντα).
Στα χωριά της Αττικής μπορούσαν ευκολότερα να οπλιστούν από την Αθήνα, που την παρακολουθούσαν οι Τούρκοι από κοντά. Είχε κατορθώσει, μάλιστα, ο Μελέτης Χατζηβασιλείου, πλούσιος κτηματίας από τη Χασιά και Φιλικός, ν’ αποσπάσει άδεια από την Πύλη να οπλοφορούν οι συμπατριώτες του. Η δικαιολογία ήταν για να μπορούν οι Χασιώτες να αμύνονται στις επιδρομές των ληστοπειρατών. Χάρη στο Χατζηβασιλείου, πολλοί χωρικοί βρέθηκαν οπλισμένοι τις παραμονές του 21. Αλλά και μέσα στην Αθήνα είχαν φέρει κρυφά όπλα από την Ιταλία, με χρήματα του Παναγή Σκουζέ και άλλων Φιλικών και τα είχαν κρύψει στο σπίτι του Χατζή Ζαχαρίτσα, παλαιού Αθηναίου προύχοντα.
Ο τουρκικές αρχές της Αθήνας, που είχαν υποψιαστεί τα σχεδιαζόμενα από τους Έλληνες, συλλαμβάνουν στις 11 Απριλίου και μεταφέρουν στην Ακρόπολη για ομήρους τους Δημογέροντες: Προκόπιο Μπενιζέλο, Άγγελο Γέροντα και Παλαιολόγο Μπενιζέλο – που ήταν οι Προεστοί για το χρόνο εκείνο – καθώς και άλλους 9 από τους Αθηναίους προύχοντες. Για μια στιγμή, είχαν σκεφθεί οι Τούρκοι, να σφάξουν όλους τους χριστιανούς της Αθήνας. Εναντιώθηκε όμως ο Τούρκος Κατής Χαλήλ εφέντης, ένας καλοκάγαθος ανατολίτης, που τους έπεισε να πάρουν μόνο ομήρους. Χάρη στο Χαλήλ εφέντη σώθηκε από την ομαδική σφαγή – ανάλογη με της Χίου και των Ψαρών – ο χριστιανικός πληθυσμός της Αθήνας. Ο Δημήτριος Καμπούρογλους είχε προτείνει κάποτε να δώσουν σε έναν από τους αθηναϊκούς δρόμους το όνομα του ιστορικού αυτού Κατή.
Οι Αθηναίοι πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακρόπολη.
Όταν εκδηλώθηκε η επανάσταση στην Αθήνα, οι Τούρκοι – φρουρά και πληθυσμός – κλείστηκαν στην Ακρόπολη. Οι Έλληνες τους πολιόρκησαν. Πολεμικός πυρετός είχε καταλάβει τους Αθηναίους και ενθουσιασμός. «Συνεισέφερον έκαστος» γράφει ο Σουρμελής «τα ίδια αυτού εις τας κοινάς χρείας του μεγάλου τούτου εγχειρήματος». Και συνεχίζει ο ίδιος: «Πράγμα μεγάλης θέας άξιον, να βλέπεις τους πολίτας μικρούς και μεγάλους και αυτάς τας γυναίκας, να ενασχολώνται σπουδαίως εις εργασίας πολεμικάς, οι μεν κατασκευάζοντες λόγχας, οι δε πυρίτιδα κόνιν, άλλοι δε διαλύοντες τον μόλυβδον εις βόλια, άλλοι εργαζόμενοι τα περί τους πόδας, και άλλοι τα της κεφαλής, έτεροι δε περί σπάθας και πυροβόλα φιλοπονούντες· ήσαν δε τινες και ροπάλοις ενωπλισμένοι … Πανταχόθεν αντηχούσεν, ο πατριωτισμός, ο ζήλος, η άμιλα του καλού με την γενικήν φωνήν: η ζωή ελευθέρα ή θάνατος ένδοξος». Για να υπάρξει συντονισμός στον αγώνα, οι Αθηναίοι ζήτησαν από το Δημήτριο Υψηλάντη, ως εκπρόσωπο της «Ανώτατης Αρχής των Ελλήνων», να τους στείλει έναν αρχηγό. Και ο Υψηλάντης τους έστειλε το Λιβέριο Λιβερόπουλο «ως αρχηγόν πληρεξούσιον των στρατευμάτων της Αττικής».
Σφαγή των ομήρων από τους Τούρκους.
Η πολιορκία των κλεισμένων στην Ακρόπολη Τούρκων εξακολουθούσε και γινόταν στενώτερη. Στους Τούρκους άρχισαν να λείπουν τα τρόφιμα και ιδίως το νερό. Γι’ αυτό έκαναν συχνές εξόδους, για να παίρνουν σιτηρά που ήταν στα αλώνια. Ακολουθούσαν μάχες, πολλές φορές σώμα με σώμα, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Σε μια τέτοια συμπλοκή σκοτώθηκαν ο αρχηγός των επαναστατικών σωμάτων της Αττικής Δήμος Αντωνίου και ο αρχηγός των Τούρκων, που είχαν κάνει την έξοδο. Και τότε οι Έλληνες είχαν την ελεεινή έμπνευση, να κόψουν το κεφάλι του Τούρκου αρχηγού, να το καρφώσουν σ’ ένα κοντάρι και να το περιφέρουν κάτω από την Ακρόπολη, για να το βλέπουν οι πολιορκημένοι. Για αντίποινα οι Τούρκοι βασάνισαν και θανάτωσαν τους οκτώ από τους ομήρους που είχαν στην Ακρόπολη, τους: Φιλάρετο Τριανταφύλλη, Άνθιμο Αγιοταφίτη, Άγγελο Μπενιζέλο, Γεώργιος Μπάρμπανο, Ιωάννη Πανταζή, Φίλιππο Γουναράκη, Δημήτριο Καρόρη και Βασίλη Σαράντη. Οι Δημογέροντες κατόρθωσαν να δραπετεύσουν αργότερα και να σωθούν, σε αθλία κατάσταση από τα βασανιστήρια που είχαν περάσει.
Εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη.
Στην Αττική φθάνει ο Ομέρ Βρυώνης με μεγάλες δυνάμεις. Καταλαμβάνει την Αθήνα και ελευθερώνει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Τούρκους (Ιούλιος 1821). Οι χριστιανοί Αθηναίοι εγκαταλείπον τότε την πόλη τους και καταφεύγουν στα κοντινά νησιά: τη Σαλαμίνα και την Αίγινα. Όσοι δεν πρόφθασαν να φύγουν, τους έπιασαν οι Τούρκοι και τους σκότωσαν. Ακολούθησε από τους Τουρκαλβανούς του Βρυώνη άγρια λεηλασία των σπιτιών των χριστιανών. Όταν ο στρατός του Βρυώνη έφυγε από την Αττική (Σεπτέμβριος 1821), τον ακολούθησε μια μεγάλη φάλαγγα με φορτωμένα υποζύγια, από τη λεηλασία των αθηναϊκών σπιτιών. Οι Αθηναίοι πολεμιστές και μετά την εγκατάλειψη της πόλης τους, εξακολούθησαν τον κλεφτοπόλεμο στην Αττική. Σε μια συμπλοκή κόντεψε να σκοτωθεί ο Βρυώνης. Τον πιστόλισε από κοντά ο Δήμος Ρομπέσης.
Το Νοέμβριο του 1821 οι Αθηναίοι και τα επαναστατικά σώματα των χωριών της Αττικής ξαναμπαίνουν στην Αθήνα και πολιορκούν για δεύτερη φορά τους Τούρκους στην Ακρόπολη. Γύρω από την Ακρόπολη γίνονται πολλές φονικές συμπλοκές. Και οι Έλληνες, ύστερ’ από γενναίο αγώνα και απώλειες, κατορθώνουν να καταλάβουν το Σερπεντζέ και τις δύο πύλες από την είσοδο του Κάστρου. Οι Τούρκοι, περιορισμένοι μόνο στο εσωτερικό του φρουρίου, στερούνται το νερό. Τα περισσότερα πηγάδια ήταν στο Σερπεντζέ. Και η θέση τους γίνεται, από ημέρα σε ημέρα, πιο απελπιστική, ενώ οι Αθηναίοι ενισχύονται με εθελοντές Έλληνες και ξένους. Έρχονται 30 Αιγινίτες με αρχηγό το Γεώργιο Τζαλεπή, 40 από τη Σαλαμίνα με το Γεώργιο Γκλύτση, 60 από την Κεφαλλονιά με το Γεράσιμο Φωκά, 50 Επτανήσιοι και άλλοι με το Χριστόδουλο Ραπτόπουλο και 30 φιλέλληνες με το Γάλλο υπολογαχό Βουτιέ (Voutier). Ο σπουδαιότερος όμως από τους εθελοντές ήταν ο Κώστας Λαγουμιτζής Αργυροκαστρίτης, που έγινε θρυλικός στην Επανάσταση με τις υπονόμους (λαγούμια) που έφτιαχνε και τίναζε τα εχθρικά οχυρώματα.
Η πρώτη διοίκηση της Ελευθερίας.
Τον Ιανουάριο του 1822 έφθασε στην Αθήνα ο Άρειος Πάγος, η ανώτατη πολιτική αρχή της Στερεάς Ελλάδος, με το Μητροπολίτη Ταλαντίου Νεόφυτο, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Σακελλίωνα, το Δρόσο Μανσόλα, το Γεώργιο Αινιάνα και άλλους. Ο Άρειος Πάγος δίνει νέο οργανισμό στη διοίκηση της Αθήνας. Αντί των Δημογερόντων ορίζει 7 Εφόρους και ένα Γραμματέα, που θα αποτελέσουν τη διοίκηση και θα εκλέγωνται για ένα χρόνο «εκ των εγκιτωτέρων πολιτών». Κάθε Έφορος θα έχει ένα τομέα στη διοίκηση. Άλλοι τέσερεις Έφοροι «του δικανικού τμήματος» θα ασκούσαν τη δικαιοσύνη. Τις τελυταίες ημέρες του Ιανουαρίου 1822 έγινε η εκλογή των Εφόρων και των δικαστών. Ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος, ανεψιός του μεγαλομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, έγινε Έφορος της Θρησκείας. Ο Ηγούμενος Βρανά Γαβριήλ της Οκονομίας, ο Σπ. Πατούσας των Πολιτικών, ο Σπ. Γκικάκης του Ταμείου, ο Ιω. Βλάχος των Πολεμικών, ο Διον. Πετράκης της Αστυνομίας, ο Παναγής Ζαχαρίτσας του Δικαίου και Ιω. Σκουζές Γραμματεύς των Εφόρων. Του Δικανικού Τμήματος έγιναν Έφοροι οι: Θωμάς Χωματιανός, ο Ηγούμενος Πεντέλης Νεόφυτος, ο Γεωργαντής Σκουζές και ο Άγγελος Γέροντας. Αυτή ήταν η πρώτη ελληνική διοίκηση της Αθήνας μετά την έναρξη του Αγώνα της Ελευθερίας. Η εφαρμογή του νέου διοικητικού οργανισμού και η εκλογή των Εφόρων είχε λαμπρά αποτελέσματα στο ηθικό των Αθηναίων. Για πρώτη φορά εκλέγουν ελεύθεροι τους άρχοντές τους, ύστερ’ από τόσους αιώνες. Με ψηφοφορίες εκλέγουν και τον πρώτο βουλευτή τους, το γιατρό Ανάργυρο Περάκη, για να αντιπροσωπεύσει την πόλη στο Βουλευτικό Σώμα.
Απελευθέρωση της Ακροπόλεως.
Ο Άρειος Πάγος, κατά την παραμονή του στην Αθήνα, προσπάθησε να πείσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Τούρκους να παραδοθούν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Και η πολιορκία συνεχίστηκε. Ο Κώστας Λαγουμιτζής φρόντισε να την συντομεύσει. Κατασκεύασε κάτω από την τρίτη πόρτα της ειδόδου στην Ακρόπολη, που ήταν και η ισχυρότερα οχυρωμένη, μια μεγάλη υπόνομο. Με την έκρηξη της υπονόμου οι προμαχώνες της εισόδου έπεσαν σε ερείπια. Ακολούθησε έφοδος των Ελλήνων και τότε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να εγκαταλείψουν την Ακρόπολη (10 Ιουνίου 1822). Ο Τούρκος φρούραρχος παραδίδει σε ασημένιο δίσκο τα κλειδιά του Κάστρου στο Μητροπολίτη κι’ εκείνος στον Έφορο του Πολέμου Ιω. Βλάχο. Επί 366 χρόνια κρατούσαν την Ακρόπολη οι Τούρκοι. Την είχαν πάρει τον Ιούνιο του 1456 και την παραδίδαν τον Ιούνιο του 1822. Οι Αθηναίοι πανηγύρισαν την απελευθέρωση του Κάστρου. Το θεωρούσαν στα χρόνια της σκλαβιάς ένα από τα απόρθητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η λαϊκή μούσα το έχει αποθανατίσει:
Λελούδι της Μονεμβασιάς και Κάστρο της Αθήνας
και Παλαμίδι τ’ Αναπλιού, ανοίξτε νάμπω μέσα …
Στους πανηγυρισμούς σημειώθηκε κι’ ένα ατύχημα. Ο Αθηναίος οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς είχε οριστεί για φρούραρχος του Κάστρου. Στον ενθουσιασμό του θέλησε να ρίξει μερικές χαιρετιστήριες βολές με ένα κανόνι. Από απροσεξία όμως ξαναγεμίζει το κανόνι ενώ ήταν ζεστό από την προηγούμενη βολή. Το μπαρούτι παίρνει φωτιά και τον σκοτώνει. Οι Αθηναίοι έκλαψαν το γενναίο πολεμιστή. Είχε δείξει εξαίρετη διαγωγή στις πολεμικές επιχειρήσεις και ήταν ικανότατος. Ο θάνατός του είχε απρόβλεπτες και απευκταίες συνέπειες. Άρχισε η διχόνοια για το πρόσωπο που θα τον διαδεχόταν. Και η μοιραία κατάληξη ήταν τα θλιβερά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν αργότερα στην Ακρόπολη μεταξύ Γκούρα και Οδυσσέα Ανδρούτσου. Για ν’ αποφύγουν τους ανταγωνισμούς και να τιμήσουν και το σκοτωμένο, οι Αθηναίοι όρισαν φρούραρχο στην Ακρόπολη τον αδελφό του Σπύρο Κτενά, πολύ νέο και ακατάλληλο για τέτοια θέση, όταν μάλιστα σοβαροί κίνδυνοι απειλούσαν την Αθήνα.
Σφαγή Τούρκων.
Η Πύλη ετοίμαζε μεγάλη στρατιά με το Δράμαλη, για να συντρίψει την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Και δημιουργήθηκαν δικαιολογημένοι φόβοι μήπως ο στρατός του Δράμαλη, κατεβαίνοντας στην Πελοπόννησο, προσβάλει και την Αθήνα. Και τότε μερικοί οπλισμένοι Αθηναίοι, χωρίς να συμβουλευθούν κανένα από τις αρχές, προβαίνουν σε μία αποτροπιαστική πράξη. Αρχίζουν (28 Ιουνίου 1822) γενική σφαγή των Τούρκων, που μετά την παράδοσή τους στην Ακρόπολη έμεναν άοπλοι στο τουρκικό διοικητήριο και στη γύρω περιοχή. Η σφαγή δεν περιορίστηκε μόνο στους άντρες, αλλά σκοτώσαν παιδιά και γέρους. Τις γυναίκες οι σφαγείς τις μοιράστηκαν μεταξύ τους. Όταν το πληροφορήθηκαν οι φρονιμότεροι Αθηναίοι και οι Έφοροι, έτρεξαν στον τόπο της σφαγής για να την σταματήσουν. Από τους άντρες μόνο 60 μπόρεσαν να γλυτώσουν, από τα παιδιά 150, και 500 γυναίκες. Τους περισσότερους τους έστειλαν, με τη βοήθεια του Αυστριακού Προξένου Γεωργίου Γροπίου , στη Σμύρνη. Ο ίδιος ο Πρόξενος μάζεψε 200 ακόμη γυναίκες, από αυτές που είχαν πάρει μαζί τους οι σφαγείς, και τις έστειλε και αυτές στη Σμύρνη.
Λαμπρά διαγωγή νεολαίας.
Ύστερ’ από την αθλία αυτή πράξη και περιμένοντας την κάθοδο του Δράμαλη, οι Αθηναίοι άδειασαν την πόλη από τα γυναικόπαιδα και τα έστειλαν στα κοντινά νησιά. Πεντακόσιοι Αθηναίοι, με αρχηγούς τους: Ν. Σαρρή, Σ. Ζαχαρίτσα και Ν. Αργύρη, αναχώρησαν για τις Θερμοπύλες, ύστερ’ από διαταγή του Αρείου Πάγου, για να ενωθούν με τα άλλα ελληνικά σώματα και να εμποδίσουν την κάθοδο του Δράμαλη. Αποφασίστηκε συγχρόνως να κρατήσουν και την Ακρόπολη. Αλλά ο φρούραρχός της Σπύρος Κτενάς δηλώνει ότι, με τα μέσα που έχει, δεν είναι σε θέση να την υπερασπίσει σε επίθεση του Δράμαλη και υποβάλλει παραίτηση. Την ίδια αδυναμία δηλώνει και ο οπλαρχηγός Στάθης Κατσικογιάννης, όταν του αναθέτουν τη φρουραρχία. Αλλά τότε επεμβαίνει η νεολαία της Αθήνας και σώζει την κατάσταση. Τριακόσιοι εβδομήντα νέοι – οι περισσότεροι ανήλικοι – με αρχηγούς τους νέους, Ιωάννη Βλάχο και Νικόλαο Ζαχαρίτσα, αποφασίζουν να σώσουν το φρούριο και την πόλη ή να αποθάνουν εκεί. Και αρχίζουν μια εντατική εργασία, μέρα και νύχτα. Άλλοι κουβαλούν νερό, πέτρες, ξύλα και ό,τι χρειάζεται για να επισκευάσουν τα προχώματα και άλλοι φέρνουν όπλα και μπαρούτι. Από το Κάστρο στέλνουν ένα συγκινητικό γράμμα στις οικογένειές τους, που είναι στη Σαλαμίνα και την Αίγινα: «Αγαπητοί γονείς, φίλοι, συγγενείς και λοιποί Συμπολίται! Η Πατρίς μας βλέπετε κινδυνεύει τα έσχατα· ημείς μη δυνάμενοι να πράξωμεν άλλως πως, απεφασίσαμεν να εμίνωμεν εδώ, διά να την υπερασπισθώμεν όλοι ομού με απόφασιν να χύσωμεν και την υστάτην σταλαγματίαν του αίματός μας. Τίποτε άλλο δεν ζητούμεν από σας, ειμή την ευχήν σας, την αγάπην σας, την υγείαν σας, και να παρακαλείτε τον Θεόν διά την σωτηρίαν της Πατρίδος. Η υπόθεσις της Πατρίδος είναι υπόθεσις του Χριστού, και διά τούτο ελπίζομεν εις την Θείαν βοήθειαν να μη χαθώμεν αδίκως, μήτε ημείς, μήτε η Πατρίς. Είθε να απολαύσωμεν και ημείς εσάς, και σεις ημάς, καθώς επιθυμούμεν. Την 11 Ιουλίου 1822».
Οχύρωση της Ακροπόλεως.
Το παράδειγμα της νεολαίας το ακολουθούν αρκετοί Αθηναίοι. Και αυτός ο παραιτημένος φρούραρχος Σ. Κτενάς μένει στη θέση του. Στο μεταξύ φθάνουν στην Αθήνα οι αρχηγοί διαφόρων σωμάτων με τους άντρες τους: ο Ηγούμενος Βρανά Γαβριήλ Αναστασίου, ο Ν. Σαρρής, ο Σ. Ζαχαρίτσας, ο Λ. Ηλιακόπουλος. Από τη Σαλαμίνα, οι Έφοροι των Αθηναίων (που βρίσκονταν εκεί με το Μητροπολίτη Διονύσιο) κάνουν ψήφισμα, που το επικυρώνει ο Άρειος Πάγος. Εκφράζουν το θαυμασμό τους «εις τους λυτρωτάς της Πατρίδος και ευγενείς Αθηναίους» που αποφάσισαν «να χύσουν το αίμα των έως εις την εσχάτην σταλαγματίαν, υπερμαχούντες να κρατήσωσι και να διαφυλάξωσι την Ακρόπολιν …». Και καταλήγει το ψήφισμα: «Η Σ. Διοίκησις του Αρείου Πάγου και οι πατριώται Αθηναίοι, προσφέρουσιν εις αυτούς αρετής ένεκα δέκα χιλιάδες δένδρα ελαιών εκ των Εθνικών …». Φυσικά, μετά την αποκατάσταση της Ελλάδος, ούτε μία ελιά δεν εδόθηκε σε κανένα από τους γενναίους Αθηναίους, που αναλάβαν τότε να υπερασπίσουν την Ακρόπολη! Ο Δράμαλης, όταν πληροφορήθηκε ότι η Ακρόπολη οχυρώθηκε και ότι θα εύρισκε εκεί αποφασιστική αντίσταση, προτίμησε να συνεχίσει το δρόμο του προς την Πελοπόννησο, χωρίς να περάσει από την Αττική. Με την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 – 28 Ιουλίου 1822), ο κίνδυνος για τους Αθηναίους απομακρυνόταν, τουλάχιστο προς το παρόν.