ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σα γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Αθηναίων οι νεώτεροι, όταν είδαν ότι ο κίνδυνος από τον εχθρό είχε περάσει, άρχισαν τον πόλεμο μεταξύ τους. Και μάλιστα πρωτοστάτησαν στη διχόνοια οι ίδιοι εκείνοι, που λίγο πριν είχαν δείξει τόση προθυμία να υπερασπίσουν την Ακρόπολη.

Ο φρούραρχός της Σ. Κτενάς, αντί να επιβάλλεται και να περιορίζει τις παρεκτροπές των στρατιωτών του, έδινε ο ίδιος τον τόνο της αταξίας και αυθαιρεσίας. Συλλαμβάνει και μεταφέρει από τη Σαλαμίνα μερικούς νοικοκύρηδες Αθηναίους, γιατί δεν του έδωκαν τα χρήματα που ζητούσε για τους στρατιώτες του. Τους φυλακίζει στην Ακρόπολη και τους απειλεί με θάνατο. «Η ανοησία αυτού» γράφει ο Σουρμελής «επιφέρει τον θάνατον του Γεωργίου Σκουζέ, επιστάτου των Προσόδων, διαπραχθέντα από τινας κακούργους στρατιώτας του». Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο οπλαρχηγός Νικόλαος Σαρρής κατορθώνει, κάνοντας το φίλο του Κτενά, να μπει μέσα στην Ακρόπολη με 15 μόνο στρατιώτες του. Και με τη μικρή αυτή δύναμη εξουδετερώνει τους 70 φρουρούς που είχε βάλει ο Κτενάς και υποχρεώνει τον ίδιο και τους υποτακτικούς του να εγκαταλείψουν το Κάστρο. Και το πέτυχε χωρίς αιματοχυσία, μέσα σε λίγες ώρες, πυροβολώντας μόνο στον αέρα για εκφοβισμό. Ο Σαρρής παίρνει για συμβοηθό του στην Ακρόπολη το Δημήτριο Λέκκα με τους άντρες του, απολύει όσους είχε φυλακίσει ο Κτενάς και κηρύσσει στην Αθήνα την ειρήνη και την ομόνοια.

Ο Οδυσ. Ανδρούτσος φρούραρχος στην Ακρόπολη.

Εναντίον του Σαρρή ενώθηκαν ο Ιωάννης Βλάχος, ο Νικόλαος Ζαχαρίτσας και ο Συμεών Ζαχαρίτσας. Σχημάτισαν ένα σώμα από πεντακόσιους και πήγαν στο Μέγαρα. Εκεί ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης με το Νικηταρά περιμένοντας να χτυπήσουν το Δράμαλη, όταν θα γύριζε από την Κόρινθο στη Στερεά Ελλάδα. Αλλά η στρατιά του Δράμαλη διαλύθηκε μετά τη μάχη των Δερβενακίων και ο ίδιος πέθανε στην Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, που είχαν πάει στα Μέγαρα, έπεισαν τον Υψηλάντη και το Νικηταρά να έλθουν στην Αθήνα και να αναγκάσουν το Σαρρή να τους παραδώσει την Ακρόπολη. Οι δύο αρχηγοί δέχτηκαν την πρόσκληση και όταν έφθασαν στην Αθήνα κάλεσαν το Σαρρή να παρουσιαστεί σ’ αυτούς. Ο Σαρρής όμως, αντί να παρουσιαστεί στον Υψηλάντη, προτίμησε να προσκαλέσει στην Ακρόπολη, με γράμμα του, το φίλο του Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο πονηρότατος Ανδρούτσος, που είχε σπουδάσει στη σχολή του Αλή πασά, έσπευσε να επωφεληθεί από την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε και τον βοηθούσε στα σχέδιά του. Κατέχοντας το Κάστρο της Αθήνας θα μπορούσε εύκολα να εξουσιάζει τη γύρω περιφέρεια και τη Στερεά Ελλάδα. Παραλαμβάνει το πρωτοπαλλήκαρό του Ιωάννη Γκούρα και 150 στρατιώτες και έρχεται στην Αθήνα την 21 Αυγούστου 1822. Ο Σαρρής και τα παλληκάρια του τον υποδέχονται με τιμητικές κανονιές και του παραδίδουν τα κλειδιά του Κάστρου. Η ανικανότητα του φρουράρχου Κτενά και οι διχόνοιες των Αθηναίων έφεραν ξένους οπλαρχηγούς στην Ακρόπολη.

Ο Ανδρούτσος, αφού εγκαταστάθηκε στην Ακρόπολη, φρόντισε να διώξει όλους τους Αθηναίους από αυτή και να εξουσιάζει ολόκληρη την Αττική σαν απόλυτος κύριος. Επιβάλλει φορολογίες στους Αθηναίους και τους υποχρεώνει να του πληρώνουν τους μισθούς 500 στρατιωτών. Καταργεί τους Εφόρους που είχε ορίσει ο Άρειος Πάγος και δημιουργεί μία Δημογεροντία με ελεύθερη εκλογή του λαού. Η εκλογή έγινε την 1 Σεπτεμβρίου 1822 και πέτυχαν, ο Θ. Χωματιανός, Π. Ζαχαρίτσας, Ι. Βλάχος, Π. Σκουζές και Ι. Πάλλης. Οι νέοι Δημογέροντες κράτησαν ωστόσο τον τίτλο του Εφόρου. Ο Ανδρούτσος, για να τρομοκρατήσει όσους του έκαναν αντίδραση, εφαρμόζει τις μεθόδους του Αλή πασά. Συλλαμβάνει τη νύχτα δύο νέους, που τους θεωρούσε αντιθέτους του, και χωρίς διαδικασία τους απαγχονίζει στην Ακρόπολη. Πιάνει έναν παπά και τον χτίζει ζωντανό, ώσπου ξεψύχισε. Έπειτα παραλαμβάνει 500 Αθηναίους με τους οπλαρχηγούς τους, Γιάννη Ντάβαρη, Μελέτη Βασιλείου, Μήτρο Λέκκα και Νικόλα Σαρρή, που του είχε παραδώσει την Ακρόπολη, και εκστρατεύει στη Βοιωτία. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να εμποδίσουν το Μεχμέτ πασά να κατέβει στην Αττική. Φρούραρχο στην Ακρόπολη αφήκε το πρωτοπαλλήκαρό του Ιωάννη Γκούρα.

Εκτέλεση του Νικόλα Σαρρή.

Η εκστρατεία του Ανδρούτσου στη Βοιωτία ήταν άτυχη. Στην εκστρατεία αυτή πιάστηκε αιχμάλωτος και ο Σαρρής. Μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στη Λάρισα, από όπου κατόρθωσε να δραπετεύσει και ύστερ’ από περιπέτειες και περιπλανήσεις ξαναγύρισε στην Αθήνα. Ήλθε όμως σε αντίθεση με το Γκούρα. Και ο τελευταίος ζητούσε ευκαιρία να απαλλαγεί από το Σαρρή. Θεωρούσε, αυτόν και τον Ανδρούτσο, τους πιο επικίνδυνους καπετάνιους να του πάρουν τη φρουραρχία στην Ακρόπολη. Ο Γκούρας σκηνοθετεί μια δήθεν συνωμοσία του Σαρρή. Τον συλλαμβάνει, τον φυλακίζει στην Ακρόπολη και με τη συγκατάθεση του Ανδρούτσου τον εκτελεί (23 Ιουνίου 1823). Η ίδια τύχη επιφυλάχτηκε μετά δύο χρόνια και στον Πολέμαρχο του Αγώνα του 21 Οδυσσέα Ανδρούτσο.

Φρικιαστική εκτέλεση του Ανδρούτσου.

Ύστερα από σταδιοδρομία γεμάτη περιπέτεια, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο ήρωας της Γραβιάς, συλλαμβάνεται (7 Απριλίου 1825) στο χωριό Λιβανάτες της Λοκρίδος από το πρωτοπαλλήκαρό του Γκούρα. Μεταφέρεται στην Ακρόπολη και φυλακίζεται, αλυσσοδεμένος, στον τετράγωνο Πύργο, τον πολυθρύλητο Κουλά ή Γουλά, με την αθηναϊκή προφορά. Ο Πύργος αυτός, που τον είχαν χτίσει οι Βυζαντινοί και τον επισκεύασαν οι Φράγκοι, χρησίμευε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για ειρκτή και αλαταποθήκη. Τα φρικωδέστερα εγκλήματα είχε δει ο αρματωλός αυτός Γουλάς, που τον γκρεμίσανε στα 1874. Εκεί βασανίστηκε και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με διαταγή του Γκούρα. Την 5 Ιουνίου 1825 ο Ιωάννης Μαμούρης, ο παπά – Κώστας και ο παλιός εχθρός του Οδυσσέα Μήτρος της Τριανταφυλλίνας υποβάλαν σε φρικτά βασανιστήρια τον ήρωα της Γραβιάς και στο τέλος τον έριξαν από το παράθυρο του ψηλού Πύργου, για να πουν πως τάχα ήθελε να δραπετεύσει και κόπηκε το σκοινί που κατέβαινε. Αφήκαν μάλιστα κρεμασμένο από το παράθυρο και ένα κομμένο σκοινί. Εκεί είχαν οδηγήσει τα μίση του εμφυλίου πολέμου. Στο «Μητρώον των Αξιωματικών του Αγώνος» (αριθμός 9) αναφέρεται ότι, ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος «εφονεύθει εις την Ακρόπολιν υπό αγνώστων». Αργότερα, ο ποιητής Σούτσος αποκάλυψε τους «αγνώστους». Ο Χρ. Βυζάντιος γράφει ότι: «την 5 Ιουνίου 1825 κατά διαταγήν αυτού του Γκούρα απαγχονίζεται ο Οδυσσεύς εν τω μέσω της νυκτός, και είτα ρίπτεται εκ του Πύργο ως δήθεν θέλων να δραπετεύσει … ο δε φονεύς αυτού ην ιερεύς στρατιωτικός …». Ο Σουρμελής, μολονότι γράφει με πνεύμα πολύ εχθρικό για τον Ανδρούτσο και φιλικό για το Γκούρα, παραδέχεται τη δολοφονία του Ανδρούτσου και τα βασανιστήρια.

Ο Γκούρας φρούραρχος στην Ακρόπολη.

Προτού να γίνουν οι αθλιότητες αυτές, είχαν φροντίσει, τόσο ο Ανδρούτσος όσο και ο Γκούρας, να ενισχύσουν τους προμαχώνες στην Ακρόπολη, να την εφοδιάσουν με πυρομαχικά και με τρόφιμα και να επισκευάσουν τις δεξαμενές της. Όλα αυτά έγιναν με χρήματα και προσωπική εργασία των Αθηναίων. Τότε βρήκαν τυχαίως και την πηγή που ανεφοδίαζε σε νερό την Ακρόπολη στην αρχαιότητα. Η πηγή ήταν επί αιώνες σκεπασμένη με χώματα και μπάζα. Γύρω από την πηγή, που το νερό της ήταν γλυφό, έκαναν ένα μεγάλο προμαχώνα για να την προστατεύει. Μια μαρμάρινη πλάκα πληροφορούσε ότι: «Προμαχεώνα τόνδε πηγαίου ύδατος, ανήγειρεν εκ βάθρων Οδυσσεύς Ανδρήτζου Ἐλληνων στρατηγός».

Μετά τη δολοφονία του Ανδρούτσου, ο Γκούρας έμεινε οριστικά φρούραρχος στην Ακρόπολη. Είχε γεννηθεί το 1791 και καταγόταν από ένα μικρό χωριό στην Παρνασίδα, την Γκουρίτσα. Από την πατρίδα του είχε πάρει και το όνομά του. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και στην αρχή έβοσκε πρόβατα. Έπειτα έγινε ακόλουθος του Πανουργιά με τον οποίο συγγένευε. Αναδείχτηκε, κυρίως, από τον Οδυσσεά Ανδρούτσου, που τον έκανε πρωτοπαλίκαρό του και τον αφήκε φρούραρχο στην Ακρόπολη. Και έμεινε φρούραρχος ως τα 1826 που σκοτώθηκε. Είχε αναμφισβήτητες ικανότητες και ήταν γενναίος πολεμιστής. Αλλά όπως γράφει και ο συναγωνιστής του Χρ. Βυζάντιος στην «Ιστορία του Τακτικού Στρατού», ήταν «άστατος και άπιστος προς τους ευεργέτας και φίλους του μέχρις εγκλημάτων· αφ’ ετέρου εις άκρον φιλόπατρις και φιλογενής, νοήμων μέχρι πανουργίας και φιλάργυρος μέχρι πλεονεξίας».

Ο Γκούρας στην αρχή ακολούθησε τις ίδιες μεθόδους του Ανδρούτσου στην καταπίεση των Αθηναίων. Θέλοντας να τα έχει καλά με τους στρατιώτες του, τους συγχωρούσε όλες τις παρεκτροπές του. «Ο Γκούρας» γράφει ο Σουρμελής «προχωρούντος του χρόνου, καθίστατο Διοικητής της Επαρχίας, ή διά να είπω αληθέστερον Δυνάστης, μετερχόμενος την δυναστείαν καθ’ όλη την Έπαρχίαν. Και διά να κρατεί δυνατήν την εξουσίαν του, εσυγχώρει τα κακουργήματα και τα πταίσματα των στρατιωτών του, τους οποίους εκάλει συντρόφους. Και τη αληθεία δεν ήτον άλλο μεταξύ τούτου και των στρατιωτών του, ει μη συντροφία τις ληστών αποβλεπόντων εις ίδιον τέλος· και εις την πόλιν διορίζει τον Μακρυγιάννη Πολιτάρχην, ομοίως κατά το τουκρικόν έθιμον· εις τα χωρία δε περίπολον (Δερβέναγα) τον εξάδελφόν του Μαμούρην. Και επειδή οι κάτοικοι του χωρίου Χαστιάς (Χασιάς) αντέτειναν εις τας τυραννικάς θελήσεις του Γκούρα, και δεν ήθελον να δουλωθούν, αφού άπαξ απετίναξαν τον ζυγόν του Σουλτάνου, ο Δυνάστης Γκούρας πέμπει τον ρηθέντα Μαμούρην, και στον Στάθην Κατζικογιάννην με αρκετόν σώμα οπλοφόρων, οίτινες επιπίπτουσιν εις το χωρίων και διαρπάζωσι τας οικίας εξ ολοκλήρου, απογυμνώσαντες άνδρας τε και γυναίκας πάσης ηλικίας». Ο ίδιος ο Σουρμελής μας πληροφορεί ότι χάρη  στην επίδραση του αθηναϊκού περιβάλλοντος «… αυξάνονται αι σχέσεις του Γκούρα μετά των Αθηναίων· βελτιούται ο άνθρωπος, και ημέραν παρ’ ημέραν μετασχηματίζεται εις το κρείττον· αποβάλλει το άγριον ήθος και φιλοτιμείται να εξομιούται με τους πολιτισμένους και φιλοκάλους …». Στο τέλος του ζήτησαν οι ίδιοι οι Αθηναίοι να μείνει φρούραρχός τους, όπως φαίνεται από μία απόφαση της Κοινότητος με ημερομηνία 17 Μαΐου 1824. Εκτός αν δεχτούμε ότι ο Γκούρας τους ανάγκασε, με την απειλή βίας, να πάρουν την απόφαση. Άλλωστε, δεν είχε γίνει ακόμη η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Στο ενεργητικό του Γκούρα ήταν που κατόρθωσε να υπερασπίσει αποτελεσματικά την Αττική από τις εισβολές των Τούρκων στα 1823 και 1824. Σοβαρότερη απειλή ήταν την άνοιξη του 1824 από τον Ομέρ πασά. Είχε εισβάλει στην Αττική με 12 χιλιάδες στρατό – από τους οποίους 4.000 ήταν Γενίτσαροι – και με σημαντικό ιππικό. Στην εισβολή αυτή οι Αθηναίοι αδειάσαν την πόλη τους και έστειλαν τα γυναικόπαιδα στα κοντινά νησιά. Ο Γκούρας με μικρές δυνάμεις σημείωσε λαμπρές νίκες στο Μαραθώνα και γύρω από την Αθήνα και ανάγκασε τελικά τον Ομέρ πασά να εγκαταλείψει την Αττική. Στις επιχειρήσεις έλαβαν μέρος και πολλοί Αθηναίοι και κάτοικοι των χωριών της Αττικής με τους τοπικούς αρχηγούς τους. Ιδιαίτερα μνημονεύονται στις επιχειρήσεις εκείνες, οι αδελφοί Λέκκα Δημήτριος και Γεωργάκης, ο Νερούτζος Μπενιζέλος, ο Ιωάννης Νικολάου και ο Σ. Ζαχαρίτσας. Ο τελευταίος έσωσε και τη ζωή του Γκούρα, σε μια στιγμή που είχε περικυκλωθεί από το τουρκικό ιππικό.