Η ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ο πληθυσμός. Μετά το θάνατο του Χασεκή οι περισσότεροι Αθηναίοι, που είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους για αν αποφύγουν την τυραννία του, ξαναγύρισαν πίσω.

Αλλά ο πληθυσμός της Αθήνας είχε ελαττωθεί σημαντικά, τόσο από τις διώξεις του τυράννου, όσο και από τις επιδημίες. Είκοσι χρόνια μετά το Χασεκή και μολονότι είχε επικρατήσει στο μεταξύ σχετική ησυχία, ο πληθυσμός μόλις έφθανε τις 10.000 κατοίκους. Ο Fr. Pouqueville στο βιβλίο του «Voyage en Grece» μας πληροφορεί ότι στην Αθήνα το 1815 κατοικούσαν: τρεις χιλιάδες Έλληνες, ισάριθμοι Οθωμανοί και τέσσερεις χιλιάδες Αλβανοί. Οι τελευταίοι είναι, προφανώς, οι αλβανόφωνοι της Αττικής, που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, στην περιοχή μεταξύ Πλάκας και Μακρυγιάννη. Το σημαντικότερο από την πληροφορία του Pouqueville είναι που οι ελληνόφωνοι της Αθήνας, δηλαδή οι παλιοί Αθηναίοι, είχαν κατεβεί στις 3.000, από πολύ περισσότεροι που ήταν πριν από το Χασεκή. Τον ίδιο πληθυσμό δίνει και ο Παναγής Σκουζές στα Απομνημονεύματά του. Γράφει ότι, κατοικούσαν 1.500 οικογένειες Χριστιανών, 375 Οθωμανών, 25 Τουρκόγυφτων και 30 Αιθιόπων, δηλαδή 1.930 οικογένειες, που αντιστοιχούν σε 10.000, περίπου, κατοίκους. Ούτε ο Pouqueville, ούτε ο Σκουζές αναφέρουν, αν περιλαμβάνουν και τους Τούρκους που μέναν στην Ακρόπολη. Πάντως, αυτόν τον πληθυσμό, γύρω στις 10 χιλιάδες, είχε η Αθήνα λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση.

Το τείχος.

Η πόλη βρισκόταν μέσα στο τείχος του Χασεκή, που ήταν και το τελευταίο της Αθήνας. Σχεδιαγράμματα περιηγητών δίνουν την περίμετρό του. Άρχιζε από το Θέατρο του Ηρώδη Αττικού, προχωρούσε στην Πύλη του Αδριανού, ακολουθούσε τη σημερινή λεωφόρο Αμαλίας και από την πλατεία του Συντάγματος, κατέβαινε δίπλα στη ρεματιά (όπου σήμερα η οδός Σταδίου και η οδός Γεωργίου Σταύρου) και από εκεί τραβούσε στη συνοικία του Ψυρή. Έπειτα έστρεφε προς το Θησείο που ήταν μέσα στο τείχος, για να καταλήξει στο Θέατρο του Ηρώδη. Εκεί ήταν και η κυρία είσοδός για την Ακρόπολη. Ο φοβερός για τους Αθηναίους της Τουρκοκρατίας Σερπεντζές. Η λαϊκή μούσα τον έχει αποθανατίσει:

 

Θα πάω κατά το Σερπεντζέ κι’ εκεί θ’ ανηφορίσω.

Να κλάψω αυτούς που μπαίνουνε και δε γυρίζουν πίσω …

 

Οι πόρτες του τείχους.

Το τείχος, με τους 22 πύργους του (μπούρτζια), είχε μήκος, μαζί με το Σερπαντζέ και το τείχος της Υπαπαντής, περί τα 4.500 μ. και 7 εισόδους (πόρτες). Η επίσημη ήταν του Καράμπαμπα, η πόρτα του Κάστρου. Για να την περάσει κανείς, έπρεπε να έχει ειδική άδεια από το φρούραρχο που έμενε στην Ακρόπολη. Μία άλλη πόρτα ήταν της Βασιλοπούλας. Είχαν μετατρέψει σε πόρτα του τείχους την Πύλη του Αδριανού. Επειδή όμως η Πύλη του Αδριανού ήταν μεγάλη, την είχαν κλείσει με δύο τοίχους και είχαν αφήσει μόνο μια μικρή πόρτα για πέρασμα. Την πόρτα αυτή σπάνια την χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι και δεν ήταν για το πολύ κοινό. Και καθώς παρατηρεί Αθηναίος ιστοριογράφος: «Και ο θησαυρός μεν δεν ανευρέθει, έπεσεν όμως η Βασίλισσα Αμαλία αν όχι κεραυνόπληκτος, αλλά δη λαόπληκτος από τον θρόνον, συμπαρασύρασα και τον σύζυγον αυτής». Στο τείχος υπήρχαν και άλλες πέντε πόρτες, στις οποίες καταλήγανε οι διάφοροι δρόμοι της Αττικής. Αρχίζοντας από τη συνοικία της Πλάκας, θα βρούμε κοντά στου Μακρυγιάννη την Αρβανίτικη πόρτα. Είχε πάρει το όνομά της από τους Αλβανούς της Αθήνας που κατοικούσαν κοντά σ’ αυτή. Προχωρώντας έπειτα προς την πλατεία του Συντάγματος, θα συναντούσαμε μπροστά από το σημερινό Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη την πόρτα της Μπουμπουνίστρας. Το όνομά της το χρωστούσε σε μια βρύση που ήταν στο εσωτερικό της πόρτας. Κάτω από τη βρύση περνούσε το υδραγωγείο που έκανε μεγάλο θόρυβο. Και γι’ αυτό την είχαν βγάλει «μπουμπουνίστρα». Μια ωραία χρωματιστή χαλκογραφία στο βιβλίο του Άγγλου περιηγητή και ζωγράφου Dodwell (1805) παρουσιάζει ένα κομμάτι από το τείχος του Χασεκή με την πόρτα και τη μαρμάρινη βρύση της Μπουμπουνίστρας. Η τρίτη πόρτα βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η Δημαρχία. Λεγόταν Μενιδιάτικη, γιατί από εκεί άρχιζε ο δρόμος για το Μενίδι. Τέταρτη πόρτα ήταν η Γύφτικη, στη σημερινή πλατεία της Ελευθερίας (οδού  Πειραιώς). Κοντά στην πόρτα ήταν τα σιδηρουργεία και χαλκουργεία των Γύφτων της Αθήνας, που της είχαν δώσει και το όνομά τους. Στην ίδια θέση ήταν και στην Αρχαία Ελλάδα τα σιδηρουργεία και χαλκουργεία. Εκεί κοντά βρίσκονται και σήμερα, στην οδόν Ηφαίστου. Πέμπτη και τελευταία πόρτα, πιο πέρα από το Θησείο, ήταν του Μαντραβίλη, από το όνομα της αθηναϊκής οικογένειας Μαντραβίλη, που είχε κοντά το σπίτι της. Έδωκα τα επικρατέστερα από τα ονόματα που είχαν οι πόρτες. Οι Αθηναίοι τις έλεγαν και με διάφορα άλλα ονόματα.

Οι δρόμοι.

Το τείχος του Χασεκή διατηρήθηκε ως την Επανάσταση του 1821. Μέσα σ’ αυτό, στις σημερινές συνοικίες της Πλάκας, του Καλαμιώτη, των Αέρηδων, του Μοναστηρακιού, του Ψυρή και του Θησείου, βρισκόταν η πόλη. Η έκτασή της, μέσα στο τείχος, υπολογίζεται σε 1.100 στρέμματα. Από αυτά, τα 300 στρέμματα ήταν ακάλυπτοι χώροι. Δρόμοι στενοί και ακανόνιστοι αυλάκωναν την Αθήνα. Το δάπεδο των δρόμων ήταν σε φυσικό έδαφος ή από καλντερίμι και οι αυλότοιχοι των σπιτιών ψηλοί, για να προφυλλάσσουν το εσωτερικό τους από το μάτι του Κατακτητή. Οι ψηλοί τοίχοι των αθηναϊκών σπιτιών, προφύλαγαν το καλοκαίρι από τον ήλιο και το χειμώνα από τους ανέμους, που δέρναν το αττικό πεδίο. Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι έλεγαν τότε πως «το κρύο και η ζέστη είναι ζήτημα ενός τοίχου». Τα δρομάκια της Αθήνας, που μερικά σώζονται και σήμερα στις ανηφοριές της Πλάκας και του Ριζόκαστρου, καταλήγανε, συνήθως, σε μια μικρή πλατεία, όπου υπήρχε ένα πηγάδι ή μια βρύση, πυκνόφυλλα πλατάνια και κληματαριές. Το πλάτος των δρόμων ήταν τόσο, ώστε δύσκολα διασταυρώνονταν δύο φορτωμένα ζώα. Ούτε αμάξια, ούτε κάρα, υπήρχαν στα χρόνια της σκλαβιάς και οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορικά μέσα, μουλάρια, άλογα, γκαμήλες και τα γνωστά υπομονετικά τετράποδα. Αν κανένας αραμπάς ξέπεφτε στην Αθήνα και ήθελε να τη διασχίσει, έπρεπε να περιμένει στις μικρές πλατείες για να διασταυρωθεί με τα υποζύγια που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση.

Τους δρόμους τους διαιρούσαν σε, ρούγες, σοκάκια, στενοσόκακα και τυφλοσόκακα. Σπάνιοι ήταν οι φαρδείς δρόμοι, οι πλατειές ρούγες, όπως τις έλεγαν. Η γνωστότερη από αυτές και η επισημότερη, όπου οι Αθηναίοι έκαναν τον περίπατό τους τις Κυριακές και τις γιορτές το απόγευμα, ήταν η σημερινή οδός Κηδαθηναίων στην Πλάκα. Την ονόμαζαν: Πλατέα ρούγα του Αλίκοκκου. Το όνομα της Πλάκας το χρησιμοποιούσαν μόνο για την περιοχή από το Μνημείο του Λυσικράτους ως του Μακρυγιάννη. Η υπόλοιπη σημερινή συνοικία της Πλάκας λεγόταν τότε του Αλίκοκκου. Οι Τούρκοι δε σκέφθηκαν ποτέ να κάνουν πολεοδομία ή να δώσουν ονόματα στους αθηναϊκούς δρόμους. Με το πέρασμα του χρόνου, οι ρούγες και τα σοκάκια πήραν μόνα τους κάποιο τοπωνυμικό, από την εκκλησία που παράστεκε στο δρόμο, από το σπίτι παλιάς αθηναϊκής οικογένειας ή από τη μαρμοσκαλισμένη βρύση που έδινε νερό στη συνοικία. Κι’ έλεγαν τότε: η ρούγα της Αγίας Τριάδας, τα σοκάκια, της Παναγίας του Αγγέλου, της Μεγάλης Βρύσης, της Χαμοστέρνας, του Κοττάκη, του Καλαμιώτη, κ.ο.κ.

Μερικοί από τους αθηναϊκούς δρόμους της Τουρκοκρατίας κράτησαν ως σήμερα τα ονόματά τους ή τα μεταβίβασαν σε άλλους της νεώτερης Αθήνας, που πολλές φορές είναι άσχετοι με τους αρχικούς. Θέλησαν ακόμη, μετά την απαλευθέρωση της Ελλάδος, να αποθανατίσουν μερικές παλιές αθηναϊκές συνοικίες (μαχαλάδες) και ενορίες, διατηρώντας τα ονόματά τους στην καινούργια πόλη σε κάποιο κοντινό δρόμο. Και βλέπουμε σήμερα το ονόματα των παλιών μαχαλάδων: του Βοριά, του Τάκη (Τάτσι), της Παναγίας του Ρόμπη (Ρόμβης), του Καλαμιώτη, κ.λ., σε αθηναϊκούς δρόμους. Και, μάλιστα, κάποτε παραλλαγμένα στο «αρχαιοπρεπέστερο» ή και … αγνώριστα. Τους δρόμους που ένωναν την Αθήνα με τα γύρω χωριά τους έλεγαν: στράτες. Οι μεγαλύτερες ήταν των Μεσογείων, των Πατησίων, του Μενιδιού, των Σεπολίων, του Μωριά (Ιερά Οδός), του Δράκου (οδός Πειραιώς).

Οι συνοικίες.

Στα τελευταία χρόνια της σκλαβιάς η Αθήνα ήταν χωρισμένη σε συνοικίες (μαχαλάδες) και είχε 35 ενορίες. Τα ονόματα των ενοριών τα αναφέρει ο Παναγής Σκουζές. Η παλιαιότερη διαίρεση σε μεγάλα περιτειχισμένα τετράγωνα (πλατώματα) δεν υπήρχε πια. Οι σημαντικότερες συνοικίες της Αθήνας, εκτός από την Πλάκα και το Αλίκοκκο, που μνημονεύσαμε, ήταν οι εξής:  το Ροδακιό που απλωνόταν γύρω από διασταύρωση των σημερινών οδών Βουλής και Ερμού και ήταν φημισμένο για τα ωραία κορίτσια του. Η λαϊκή μούσα έχει εξυμνήσει, σε δίστιχα και τραγούδια, τις πεντάμορφες Ροδακιώτισες. Η Γερλάδα ήταν η συνοικία στους πρόποδες της Ακροπόλεως, όπου σήμερα τα Αναφιώτικα και το Ριζόκαστρο. Το Τσαρσί – όπου ήταν και το περίφημο Παζάρι – έπιανε την περιοχή γύρω από το Μοναστηράκι και την οδό Πανδρόσου. Εκεί ήταν μαζεμένα τα περισσότερα από τα 150 μαγαζιά που είχε η Αθήνα. Με το Τσαρσί γειτόνευε το Βρυσάκι, που κάλυπτε ένα μέρος από την περιοχή των σημερινών Αέρηδων. Ήταν η πιο επίσημη συνοικία της Αθήνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στα πρώτα μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και γνωστή για το σατιρικό πνεύμα των κατοίκων της. Στην περιοχή της ήταν τα Προξενεία και κοντά σ’  αυτή τα κτίρια της Διοικήσεως: Το Κονάκι (διοικητήριο), το Κατηλίκι (τουρικό δικαστήριο), το Κουσέγιο (δημογεροντείο), η Ντουάνα (τελωνείο). Από το Βρυσάκι διατηρήθηκε για ανάμνηση η σημερινή οδός Βρυσακιού, που οι λογιότατοι την είχαν ονομάσει αρχικά: «οδός Ευρυσακείου»! Από τις παλαιότατες συνοικίες είναι και του Ψυρή. Το όνομά της το χρωστάει στο νησί των Ψαρών, που λεγόταν παλαιότερα Ψύρα και Ψυρί. Οι πρώτοι κάτοικοι της συνοικίας θα ήταν Ψαριανοί. Από τις παλιές συνοικίες ήταν και η γραφική Βλασαρού, που κατεδαφίστηκε τα τελευταα χρόνια για να γίνουν οι ανασκαφές της αρχαίας Αγοράς των Αθηνών.

Πιο πέρα από τη Βλασαρού ήταν η συνοικία του Αγίου Γεωργίου του Ακαμάτη (του Θησείου). Ο αρχαίος αυτός ναός είχε μετατραπεί, από τα χρόνια του Βυζαντίου, σε Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι δεν τον έκαναν τζαμί, γιατί βρισκόταν έξω από τα τείχη της Αθήνας. Τον αφήκαν στους χριστιανούς. Τους επιτρέπαν όμως μόνο μια φορά το χρόνο να εκκλησιάζωνται, την εορτή του Αγίου Γεωργίου. Για να δώσει την άδεια ο φρούραρχος του Κάστρου, ο δισδάρης, οι Αθηναίοι έπρεπε να του προσφέρουν ένα μεγάλο ασημένιο κλειδί. Το μέγεθος του κλειδιού ήταν ανάλογο με τις αρπαχτικές διαθέσεις του διασδάρη. Ο Δ. Καμπούρογλους αναφέρει ότι η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Θησείο) λεγόταν του «Ακαμάτη», δηλαδή του τεμπέλη, γιατί λειτουργούσε μόνο μια φορά το χρόνο. Το πιθανότερο είναι πως ονομάστηκε έτσι από την αρχαία φυλή του Ακάμαντος που κατοικούσε στην περιοχή εκείνη. Ο λαός ονόμαζε επίσης τη συνοικία. «Στις τριάντα δυό κολώνες», μολονότι οι κολώνες του Θησείου είναι 34 και όχι 32, όπως τις θέλει η αθηναϊκή μούσα:

 

Έλα να πάμε μάτια μου στις τριανταδυό κολώνες

Κι’ αν τύχει και δε σ’ αγαπώ, να με πλακώσουν όλες

 

Τζαμιά, τεκέδες και μετρεσέδες.

Η Αθήνα είχε σημαντικό αριθμό από τζαμιά και τεκέδες (προσευχητήρια χωρίς μιναρέ). Από τα τζαμιά τα μεγαλύτερα και επισημότερα ήταν τα δύο που σώζονται και σήμερα και τα έχουμε μνημονεύσει, το Φατιχιέ στους Αέρηδες και του Τζιστεράκη στο Μοναστηράκι. Είχαν και υπαίθρια τζαμιά. Ένα από αυτά ήταν στο χώρο του Ναού του Ολυμπίου Διός. Εκεί μαζεύονταν στο μπαϊράμι και όταν είχε ανομβρία για να παρακαλέσουν τον Αλλάχ να βρέξει. Στον ίδιο χώρο πήγαιναν και οι Αραπάδες της Αθήνας για να κάνουν το προκύνημά τους, συνήθως με ουρλιαχτά. Από τους τεκέδες ο γνωστότερος ήταν του Μπραΐμη, στο αρχαίο Ωρολόγιον του Κυρρήστου. Το χρησιμοποιούσαν οι δερβίσηδες του τάγματος των Μελβεμπίδων, που στριφογύριζαν, όταν προσεύχονταν, σα διαμονισμένοι. Ο Άγγλος ζωγράφος Dodwell παρουσιάζει σε δύο πίνακες το Ωρολόγιον του Κυρρήστου με τους δερβίσηδες. Οι Τούρκοι της Αθήνας είχαν και ένα ιεροσπουδαστήριο, το Μεντρεσέ, που η πόρτα του σώζεται ακόμη στους Αέρηδες και τρία σχολεία για κατώτερη εκπαίδευση.

Οι εκκλησίες.

Το Θησείο ήταν η μόνη μεγάλη εκκλησία που είχε η Αθήνα στα χρόνια της σκλαβιάς. Αν έλειπαν όμως οι μεγάλες εκκλησίες, είχε πάρα πολλές μικρές. Οι ξένοι περιηγητές με θαυμασμό αναφέρουν το μεγάλο αριθμό των αθηναϊκών εκκλησιών. Μόνο μέσα στην πόλη υπήρχαν, λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση, 150 εκκλησίες ενοριακές και ιδιωτικές. Και είχαν μείνει τόσες, μολονότι λίγα χρόνια πρωτύτερα ο Χασεκής είχε χαλάσει πολλές εκκλησίες, για να χρησιμοποιήσει το υλικό τους για το γελοίο τείχος που έφτιαξε γύρω από την Αθήνα. Οι περισσότερες από τις εκκλησίες ήταν ιδιωτικές. Οι πιο εύποροι από τους Αθηναίους χτίζαν την εκκλησία μέσα στον περίβολο του σπιτιού τους. Κι’ αυτό για να μπορούν οι οικογένειές τους να εκκλησιάζωνται χωρίς να τις βλέπουν οι Τούρκοι. Στα χρόνια της σκλαβιάς ο Τούρκος μπορούσε να αρπάξει μια χριστιανή και να συζήσει μαζί της, όσο καιρό ήθελε, με ένα προσωρινό γάμο που έκανε στον Κατή. Γι’ αυτό και όσοι δεν είχαν εκκλησίες στα σπίτια τους πήγαιναν, πριν ξημερώσει και πριν ξυπνήσουν οι Τούρκοι, στην εκκλησία οικογενειακώς. Οι Αθηναίες αποφεύγανε να βγαίνουν έξω για το φόβο των Τούρκων. Για τις εκκλησίες της παλαιότερης Αθήνας αναφέραμε αλλού με τη σχετική βιβλιογραφία. Στις εκκλησίες έθαβαν τους νεκρούς. Ιδιαίτερα νεκροταφεία δεν υπήρχαν στην Αθήνα, ούτε για τους Έλληνες, ούτε για τους Τούρκους. Ένα μόνο τουρκικό νεκροταφείο διατηρούσαν, μπροστά από την Ακρόπολη, για όσους πέθαιναν στο Κάστρο. Τους ξένους τους έθαβαν στο Θησείο ή στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων.

Τα σπίτια.

Τα αθηναϊκά σπίτια ήταν λιθόκτιστα, με ξύλινη στέγη σκεπασμένα με κεραμίδια. Συνήθως ήταν χτισμένα σε μικρά και ακανόνιστα οικόπεδα 100 – 200 τ.μ. Τα πλουσιότερα σπίτια είχαν μεγαλύτερο οικόπεδο και τα αρχοντικά από 500 – 900 τ.μ. Όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια είχαν αυλή με άνθη, οπωροφόρα δέντρα και το απαραίτητο πηγάδι. Τα πλουσιότερα είχαν στην αυλή μαρμαρένια βρύση με νερό του υδραγωγείου και μερικά σιντριβάνι. Τα σπίταια ήταν, συνήθως, διώροφα με ανώγι και κατώγι. Στο ανώγι ήταν τα δωμάτια του ύπνου, ο ξενώνας (μουσαφίροντας) και το χειμωνιάτικο (σαλοτραπεζαρία). Γραφικότατο ήταν το χαγιάτι. Ένας φαρδύς διάδρομος μπροστά από τα δωμάτια με τζαμαρία, που έβλεπε στον κήπο. Περιγραφές και εικόνες περιηγητών έχουν περισώσει το εσωτερικό και εξωτερικό αθηναϊκών σπιτιών, που στα πλουσιότερα συμβάδιζε με τη γραφικότητα και την πολυτέλεια. Τα τελευταία χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση, τα αθηναϊκά σπίτια παρουσιάζαν μεγάλη διαφορά, στο καλύτερο, συγκρινόμενα με την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας ή τη βυζαντινή εποχή.

Οι κάτοικοι.

Ένας Ιταλός περιηγητής και ιστορικός, ο Ξαβέριος Scrofani (1756 – 1835), γράφει για τις Αθηναίες του τέλους του 18ου αιώνα: «Οι Ελληνίδες ενταύθα δεν έχουν εκφυλιστεί. Όλα το μαρτυρούν: η ομορφιά τους, τα ήθη, οι φορεσιές τους, η γλώσσα, που είναι η γλυκύτερη από τις λαλούμενες στην Ελλάδα». Ο Scrofani ασχολείται και με τους Αθηναίους, αναφέροντας και τη γνώμη των περιηγητών Chandler και Stuart. Και γράφει: «Τα προτερήματά τους σκιάζονται από μερικά πατροπαράδοτα ελαττώματα: είναι ματαιόδοξοι και εριστικοί. Αγαπούν πολύ την επίδειξη και μερικοί από τους άρχοντές τους καυχιώνται ότι κατάγονται από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Και αυτοί των εργατικών τάξεων, που μόλις τους φθάνουν όσα παίρνουν από την πολύμοχθη εργασία τους για να ζήσουν , δεν παραλείπουν στις γιορτές ν’ αγοράζουν καινούργια ρούχα. Και τσακώνονται διαρκώς για πρωτεία, λαϊκοί και κληρικοί. Αν και φοβισμένοι, λέγει ο Chandler, από την τυραννία, είναι όμως πάντα ταραχοπιοί και δεν είναι σπάνιοι οι μεταξύ τους καβγάδες, οι σκευωρίες και οι κομματικοί διαπληκτισμοί, εξ αιτίας των οποίων προβαίνουν σε ενέργειες που καταντούν πολλές φορές εις βάρος τους. Και ο Stuart προσθέτει ότι, στο καφενείο συζητούνται οι υποθέσεις της πολιτείας από αυτοσχέδιους πολιτικούς και ρήτορες. Κατά σύμπτωση το καφενείο βρίσκεται τώρα στην ίδια θέση όπου και η Αγορά των αρχαίων Αθηναίων. Συνήθως ο Μητροπολίτης, σαν ανώτατη αρχή, γίνεται ο στόχος των δυσαρεστημένων. Πολλές φορές οι Αθηναίοι χωρίζονται σε δύο εχθρικά και αντιμαχόμενα λυσσωδώς στρατόπεδα, των υπέρ και των εναντίον του Μητροπολίτη. Και δεν διστάζουν να ξοδέψουν χρήματα, που υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, για να δωροδοκήσουν τους ισχυρούς Τούρκους, ώστε να πετύχει το κόμμα τους. Και είναι, ανέκαθεν, ριζωμένη σ’ αυτούς η κομματική προσκόλληση, με αποτέλεσμα την εθνική ζημία και βλάβη».

Αυτά έγραφαν για τους Αθηναίους του 18ου αιώνα οι περιηγητές Scrofani, Chandler και Stuart. Και, από όσα αναφέρουν και άλλοι ξένοι, που γνώρισαν τους Αθηναίους στα χρόνια της σκλαβιάς και έγραψαν γι’ αυτούς, η σκιαγραφία των τριών περιηγητών δεν είναι μακρυά από την πραγματικότητα. Από την εποχή του Αποστόλου Παύλου, που οι Αθηναίοι αγαπούσαν «λέγειν τι και ακούειν καινότερον», δεν έπαυσε το ενδιαφέρον τους για την πολιτική, ούτε σ’ αυτά τα πιο μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Είναι μια ακόμη απόδειξη για τη συνέχεια της φυλής από την Αρχαία Ελλάδα.

Πνευματική κίνηση.

Οι Αθηναίοι στα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση παρουσίαζαν, εκτός από την πολιτικολογία, και μια άλλη ομοιότητα με τους αρχαίους συμπολίτες τους: την επίδοση στα γράμματα. Και ήταν πολύπλευρη η πνευματική τους δραστηριότητα. Στο εξωτερικό θα συναντήσουμε δύο Αθηναίους να διαπρέπουν: τον Παναγιώτη Κορδικά, που πέθανε στο Παρίσι το 1827 και το Δημήτριο Γαλανό (1760 – 1833), που έμεινε στις Ινδίες σαράντα χρόνια και μελέτησε την ινδική φιλοσοφία, φιλολογία και θεολογία. Ο Γαλανός έχει μεταφράσει στα ελληνικά τα σοφώτερα σανσκριτικά συγγράματα. Πολλά από τα βιβλία του δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια με τη φροντίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα με τους λογίους του εξωτερικού διαπρέπουν και στην προεπαναστατική Αθήνα άνθρωποι των γραμμάτων: ο Ιωάννης Μπενιζέλος, ο Μάξιμος Αγγελιανός, ο Λουκάς Μπούκρας, ο Νικόλαςο Μπούγιος, ο Ιωάννης Σολδάκιος, ο Πέτρος Αστρακάρης, ο Ιωάννης Μαρμαροτύρης, ο Πέτρος Ρεβελάκης, ο Αλέξανδρος Χωματιανός.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία.

Οι τρεις τελευταίοι από τους λογίους Αθηναίους που μνημονεύσαμε, ο Μαρμαροτύρης, ο Ρεβελάκης και ο Χωματιανός, ίδρυσαν το 1812 την «Φιλόμουσο Εταιρεία». Ένα φιλολογικό σωματείο, που είχε σκοπό τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, την περισυλλογή των αρχαιοτήτων, την έκδοση αρχαίων κειμένων και την αποστολή στο εξωτερικό για σπουδές «ενδεών μαθητών όσοι αφαιρούνται εις τας επιστήμας». Κάτω από το κάλυμμα των σκοπών αυτών, υπήρχε και ο γενικότερος για την απελευθέρωση του Γένους. Με αυτούς τους πολλαπλούς πνευματικούς και εθνικούς σκοπούς άρχισε η Φιλόμουσος Εταιρεία το έργο της και το συνέχισε και στο διάστημα του Αγώνα της Ελευθερίας. Άνοιξε σχολεία στην Αθήνα και στο Πήλιο, όπου ο Χείρων είχε διδάξει τον Αχιλλέα, και φρόντισε για την εξύψωση του εθνικού φρονήματος με την παιδεία. Την προσπάθειά της την ενίσχυσε και ο Ιωάννης Καποδίστριας, όταν ο Άνθιμος Γαζής τον πληροφόρησε στη Βιέννη (1814 – 15) για τους σκοπούς της Ετιαρείας. Πρώτη η Φιλόμουσος Εταιρεία έβαλε φραγμό στη λεηλασία των ελληνικών αρχαιοτήτων από τους ξένους, με την περισυλλογή τους και την τοποθέτησή τους «εις τας Αθήνας ή εις το Πήλιον όρος εις τα επί τούτω κτίρια, μουσεία καλούμενα», όπως αναφέρει το καταστατικό της.

Τα σχολεία.

Η Φιλόμουσος Εταιρεία είχε αναλάβει υπό την προστασία της και το «Σχολείο του Ραζή». Ήταν μέσα στους σκοπούς της Εταιρείας «… η καλλιέργεια και ο φωτισμός του ελληνικού πνεύματος των νέων διά της σπουδής των επιστημών και της εκδόσεως χρησίμων βιβλίων». Το Σχολείο αυτό είχε αρχίσει τη λειτουργία του το 1806 με τις φροντίδες του «φιλογενεστάτου ιατροφιλοσόφου Δημητρίου Ραζή», που ήταν εγκαταστημένος στη Βιέννη. Από μια έκθεση του Ιωάννου Παλαμά, που δίδασκε σ’ αυτό, μαθαίνουμε ότι, ύστερ’ από έξι χρόνια είχε κάνει μεγάλες προόδους. Οι μαθητές μάθαιναν όχι μόνο την «απλοελληνικήν», αλλά και την αρχαία ελληνική και τον Όμηρο. Επίσης ότι, κοντά στα άλλα μαθήματα σπούδαζαν και μουσική. Στα αθηναϊκά πνεύματικά ιδρύματα της προεπαναστατικής περιόδου, που λειτουργούσαν από παλαιότερα και αναφέραμε σχετικώς σε άλλο κεφάλαιο, θα πρέπει να προσθέσουμε και τη «Φιλαθηναϊκή Ακαδημία». Ιδρύθηκε το 1812 με σκοπό να σχηματίσει βιβλιοθήκη, για να διευκολύνει τη σπουδή των νέων και τις μελέτες των ξένων που έρχονταν στην Αθήνα. Την ίδια εποχή, μαθαίνουμε από μία έκθεση, ότι: «Τα εν Αθήναις μοναστήρια εσύστησαν έτι και Φιλοσοφικόν Σχολείον και κατέβαλον, οικεία προαιρέσει, τον ετήσιον μισθόν του φιλοσόφου διδασκάλου». Έτσι προετοιμάζονταν πνευματικά οι Αθηναίοι για το Μεγάλο Αγώνα. Και τόση ήταν η αγάπη τους στα γράμματα, ώστε μπόρεσαν να διατηρήσουν ένα και δύο σχολεία σε λειτουργία όλο το διάστημα της Επαναστάσεως, παρ’ όλο τον εφτάχρονο πόλεμο που έγινε γύρω από την Ακρόπολη.

Για την κοινοτική και κοινωνική ζωή της Αθήνας στην τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας έχουν ασχοληθεί αρκετοί. Σημειώνω: Παναγή Σκουζέ: «Απομνημονεύματα», Δ. Καμπούρογλου «Ιστορία των Αθηναίων», «Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών», «Αι Παλαιαί Αθήναι», Θ. Φιλαδελφέως: «Η ιστορία των Αθηνών», Γ. Κωνσταντινίδη: «Η ιστορία των Αθηνών. Βλέπε επίσης σχετικές πραγματείες σε παλαιότερα περιοδικά και εκ των τελευταίων στο περιοδικό του Συλλόγου των Αθηναίων (1955 και εφεξής). Πληροφορίες δίνουν και οι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Αθήνα της Τουρκοκρατίας. Οι κυριότεροι είναι Charlemont, Stuart – Revett, Pars, Chandler, Leroys, Choiseul Goufier, Gell – Gandy – Redbord, Turner, Leake, Dodwell, Douglas, Cockerrell, Chateaubriand, Hobhouse, κ.λ.π.