Οι Αθηναίοι βρήκαν τήν πόλη τους σε αθλία κατάσταση. Χρονικογράφος της εποχής μας δίνει την εικόνα της Αθήνας του 1690: «Από τους κατοίκους της Αττικής ολίγοι είχον μείνει εις την Ακρόπολιν και άλλοι τινές εις μερικούς Πύργους της πόλεως.
Κάθε στιγμήν ήρχοντο κλέπται, τους οποίους οι κάτοικοι εκάλουν «φούστας» και εκτυπούντο με τους ολίγους εγκατοίκους, ήρπαζον όσα και ηδύναντο και έφυγον εις τα όρη. Αι οικίαι αι περισσότεραι έπεσον, οι δρόμοι εγέμισαν, και η πόλις κατήντησεν όλη εν δάσος ελεεινόν. Οι λησταί έβαζον φωτιάν εις τα δένδρα, και αυτά καιόμενα κατέκαιον και τας αρχαιότητας. Τότε έλαβε την μαύρην μορφήν το Γυμνάσιον, του οποίου μέρος και εκρήμνισαν· τότε εμαύρισεν από τους καπνούς ο Ναός του Πενλληνίου Διός και τόσα άλλα. Οι Αθηναίοι μην υποφέροντες την υστέρησιν της πατρίδος των απεφάσισαν και έστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν, ζητούντες ασφάλειαν να επανακάμψουν εις την πατρίδα τους … και επιτυχόντες τούτο επανήλθον, και συναχθέντες ήρχισαν να καθαρίζωσει την πόλιν, και να οικοδομούν τους οίκους των …». Αυτά αναφέρονται στα λεγόμενα «Αναργύρια αποσπάσματα». Και όχι μόνο μέσα στην πόλη, αλλά και στην ύπαιθρο της Αττικής, είχαν καταστραφεί και είχαν καεί τα σπίτια και οι ελαιώνες. Τα λεγόμενα «Αναργύρια αποσπάσματα» είναι η ανέκδοτη ιστορία της Αθήνας, από των αρχαίων χρόνων ως το 1754, του Ιωάννου Μπενιζέλου (1730 – 1807). Τα χειρόγραφα της ιστορίας του Ιω. Μπενιζέλου (σε 5 δεμένους τόμους) βρίσκονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. (Βλέπε σχετικώς Ι. Γενναδίου «Ο Λόρδος Έλγιν». Αθήναι 1930).
Τη ρημαγμένη πολιτεία τους οι Αθηναίοι άρχισαν να την ξαναχτίζουν. Μαζί με το στεγαστικό τους πρόβλημα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και πολλά άλλα. Τις επιδρομές των Βενετών, των πειρατών και των ληστών που πολλές φορές έφθαναν στα πρόθυρα της Αθήνας. Τις καταπιέσεις από τους βοεβόδες που έστελνε ο αρχιευνούχος, τις επιδημίες και τις σιτοδείες. Και κοντά σ’ αυτά είχαν και τα εσωτερικά τους: αντιζηλίες, καβγάδες, φτώχεια, και αρπαχτικές διαθέσεις μερικών Δημογερόντων. Και αυτοί οι Ηγούμενοι των μοναστηριών και ο Μητροπολίτης δημιουργούσαν πολλές φορές ζητήματα, που αυξάναν τις αντιθέσεις μεταξύ των κατοίκων και το γενικό εκνευρισμό. Για τους λόγους αυτούς η αποκατάσταση των Αθηναίων, μετά την επιστροφή, σημείωσε βραδύτατο ρυθμό. Ο Γάλλος περιηγητής Paul Lucas, που είδε την Αθήνα το 1705, γράφει ότι την βρήκε «σχεδόν έρημη». Πολλά σπίτια ήταν ακατοίκητα, ώστε ο καθένας μπορούσε να μείνει όπου του άρεσε. Αναφέρει επίσης ότι οι Τούρκοι ήταν πολύ λίγοι, μόλις το δέκατο των κατοίκων, ενώ πριν από το Μοροζίνη έφθαναν το τέταρτο. Μετά την επιστροφή των Αθηναίων και την εγκατάσταση της τουρκικής φρουράς στην Ακρόπολη, χτίστηκε ένα μικρό τζαμί μέσα στον κατεστραμμένο Παρθενώνα. Παλιές χαλκογραφίες παρουσιάζουν τον Παρθενώνα με το τζαμί. Ο περιηγητής Chandler μας πληροφορεί ακόμη ότι «τα κομμάτια του Παρθενώνος, που πέσαν με τη βόμβα των Βενετών, χρησίμευσαν για το χτίσιμο του τζαμιού και την επισκευή των σπιτιών και των τειχών του Κάστρου.
Ένας Έλληνας Βοεβόδας.
Στα πρώτα εκείνα χρόνια μετά την επιστροφή, διορίστηκε (γύρω στα 1710) Βοεβόδας ένας χριστιανός Αθηναίος, ο Δημήτριος Παλαιολόγος. Είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη με μια πρεσβεία Αθηναίων για να διαμαρτυρηθούν για τις υπερβασίες του Βοεβόδα και να ζητήσουν την αντικατάστασή του. Η πρεσβεία παρουσιάστηκε στον αρχιευνούχο, που τόσο γοητεύθηκε από τον Παλαιολόγο, που όχι μόνο έπαυσε το Βοεβόδα, αλλά τον διόρισε και στη θέση του. Ο Παλαιολόγος, παρά τους δισταγμούς του, δέχτηκε τη θέση, ύστερ’ από την επιμονή του αρχιευνούχου. Ξαναγύρισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο κονάκι του Βοεβόδα. Οι Τούρκοι όμως ξεσηκώθηκαν εναντίον του. Δεν ανέχονταν να είναι ένας Ραγιά εισπράκτορας των φόρων και ουσιαστικά διοικητής τους. Την εξέγερση των Τούρκων φαίνεται πως την υποκινούσαν και μερικοί Έλληνες προύχοντες από αντιζηλία στον Παλαιολόγο. Στις ταραχές που έγιναν, Τούρκοι οπλισμένοι με μαχαίρια, παραμόνευσαν τον Παλαιολόγο, ενώ πήγεινε από το κονάκι σ’ ένα συγγενικό του σπίτι, και τον δολοφόνησαν. Ήταν ο μόνος Έλληνας που έγινε Βοεβόδας στην Αθήνα τον καιρό της Τουρκοκρατίας.
Η ζωή των Αθηναίων.
Ο Ιωάννης Μπενιζέλος δίνει πληροφορίες για τη ζωή των Αθηναίων στα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή τους. Και γράφει: «Αι Αθήναι, αν και υπό οθωμανικόν ζυγόν, υπήρχον όμως εις καλή κατάστασιν και ηδύναντο να τεθώσιν ως παράδειγμα προς τας λοιπάς πόλεις της Ελλάδος, διότι ήσαν τη αληθεία ζηλευταί και περίβλεπτοι. Η μεγαλυτέρα δε αυτής ευτυχία συνιστάτο εις τους καλούς και αγαθούς πολίτας της, οίτινες διώκουν τα πράγματα εν είδει αριστοκρατίας φρονίμως υπό τον παλαιόν τίτλον άρχοντες … Ο δε λαός επρόσφερεν άκρον σέβας και τιμήν εις τους Άρχοντας, εις τρόπον ώστε εσυστέλλοντο να διαβώσι το μέρος, ένθα αυτοί εκάθηντο, και ου μόνο οι Έλληνες, αλλά και αυτοί οι Τούρκοι ηυλαβούντο προς τους Άρχοντας· διότι οι πλειότεροι εξ αυτών ήσαν πολιοί τας τρίχας, πολιοί και την φρόνησιν. Ομοίως και ούτοι ανταπεκρίνοντο εις τον λαόν με αγάπην πατρικήν και εφείδοντο τα δημόσια χρήματα ως και τα εδικά των· διότι δεν διεχειρίζοντο τα κοινά διά πορισμόν και κέρδος, αλλ’ επ’ αδόλω πατριωτισμώ. Το εμπόριον και αι πραγματείαι όλαι υπήρχον εις χείρας των Αθηναίων, διότι οι Τούρκοι ούτε ηδύναντο ούτε ήξευρον να μετέρχωνται εμπόριον. Εκ των υποστατικών του τόπου μόλις υπήρχεν εις τους Τούρκους το πολλοστημόριον και εκ της πενίας των και εκ της ολιγότητός των ήσαν ταπεινωμένοι ενώπιον των εντοπίων Ελλήνων. Οι Αθηναίοι άλλον τινά φόρον προς τον Σουλτάνον δεν επλήρωνον ειμή το λεγόμενον χαράτζιον. Εις τοιαύτην κατάστασιν υπήρχεν η πόλις των Αθηνών μέχρι του 1754».
Κάπως εξωραϊσμένα τα λέγει ο Μπενιζέλος για τις σχέσεις των αρχόντων και του λαού. Ίσως γιατί ο ίδιος ανήκε σε αρχοντική και παλιά αθηναϊκή οικογένεια. Όσον αφορά τη φορολογία, μπορεί θεωρητικά οι Αθηναίοι να πλήρωναν μόνο το χαράτσι. Διαρκώς όμως τους απομυζούσαν, πότε ο πασάς του Ευρίπου με τις επιδρομές του, πότε ο Βεοβόδας με έκτακτες εισφορές και αγγαρείες και περισσότερο ακόμη οι αξιωματικοί των Γενιτσάρων, που φθάναν για το παιδομάζωμα. Τους πλήρωναν μεγάλα ποσά για να μη τους παίρνουν τα παιδιά τους. Κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή ήταν η ζωή των Αθηναίων ραγιάδων, τουλάχιστο των μεσαίων και φτωχότερων τάξεων. Οπωσδήποτε, τα πρώτα πενήντα χρόνια του 18ου αιώνα και οι Αθηναίοι τα πέρασαν με σχετική ησυχία, τουλάχιστον από πολεμικά γεγονότα. Και πολλοί από τους εγκαταστημένους στην Πελοπόννησο ξαναγύρισαν στον τόπο τους.