Ο περιηγητής Stuart, που ήλθε στην Αθήνα το 1751 – 52, αναφέρει ότι ο πληθυσμός της ήταν 9 – 10 χιλιάδες κάτοικοι. Στην περίοδο αυτή παρατηρείται και κάποια μορφωτική προσπάθεια.
Ένας μοναχός, ο Γρηγόριος Σωτήρης, που έπειτα έγινε Δεσπότης στη Μονεμβασία, έχτισε ένα σχολείο (γύρω στο 1720) και δίδαξε για μερικά χρόνια. Στο σχολείο του Σωτήρη, που ονομάστηκε «Φροντιστήριον ελληνικών και κοινών μαθημάτων», δίδαξαν και άλλοι δάσκαλοι, που ήταν, κατά ένα χρονικογράφο της εποχής, «πεπαιδευμένοι ου μόνον εις τα ελληνικά, αλλά και της φιλοσοφίας ουκ άμοιροι». Το Φροντιστήριο λειτούργησε επί ένα και πλέον αιώνα, κυρίως με τα χρήματα που έστελνων οι Αθηναίοι που έμεναν στο εξωτερικό. Είχε στεγαστεί σε ένα ιδιόκτητο σπίτι στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου, που οι χρονικογράφοι το αναφέρουν ως «λαμπράν οικοδομήν».
Η Σχολή Ντέκα.
Μεγαλύτερη όμως προσπάθεια, για την ίδρυση ελληνικού σχολείου στην Αθήνα, έγινε στα 1750. Ένας πλούσιος έμπορος Αθηναίος, ο Ιωάννης Ντέκας, που ήταν εγκαταστημένος στη Βενετία, έχτισε με έξοδά του ένα ωραίο κτίριο για σχολείο. Το κτίριο της Σχολής Ντέκα βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Μητροπόλεως, εκεί που αρχίζει τώρα η οδός Ντέκα. Στη Σχολή αυτή σπούδαζαν «δώδεκα ευφυείς και πένητες μαθηταί» και τα έξοδα για τη συντήρησή τους και την πληρωμή του δασκάλου – με μισθό 200 δουκάτα το χρόνο – τα έδινε ο Ντέκας όσο ζούσε. Και όταν πέθανε αφήκε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην Κρατική Τράπεζα της Βενετίας, για να συντηρήται η Σχολή, που λειτούργησε κανονικά ως το τέλος του 18ου αιώνα. Με την κατάλυση όμως της Δημοκρατίας της Βενετίας από το Ναπολέοντα, δημεύτηκαν τα χρήματα της Κρατικής Τράπεζας και χάθηκε το κληροδότημα του Ντέκα. Τότε, αναλάβαν τη συντήρηση της Σχολής τα μοναστήρια της Αττικής και ιδίως η Μονή Πετράκη. Και η Σχολή εξακολούθησε να λειτουργεί ως την Ελληνική Επανάσταση.
Η λειτουργία κανονικών σχολείων στα σκοτεινά εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας δείχνει την πνευματική παράδοση που υπήρχε στην Αθήνα και την αγάπη στα γράμματα. Και φαίνεται πως εκτός από τα σχολεία του Σωτήρη και του Ντέκα και τους δασκάλους που δίδασκαν στα σπίτα των πλουσιότερων Αθηναίων, λειτουργούσαν σχολεία και στα μοναστήρια της Καισαριανής, του Αστερίου και της Πεντέλης. Τα μοναστήρια αυτά είχαν και σπουδαίες βιβλιοθήκες – ιδίως η Μονή της Καισαριανής – που χάθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση. Ένας μάλιστα Αθηναίος ιστοριοδίφης, ο Γρηγόριος Μπουρνιάς, μας πληροφορεί ότι η καταστροφή της βιβλιοθήκης του Μοναστηριού της Καισαριανής είχε αρχίσει πριν από την Επανάσταση του 21, γιατί τα βιβλία και τα σπουδαία χειρόγραφα της «διασήμου βιβλιοθήκης» είχαν χρησιμοποιηθεί «ως σκουπιστήριον των μαγείρων των κατά καιρούς Μητροπολιτών».
Αθηναίοι διανοούμενοι.
Στην ιστορουμένη εποχή θα συναντήσουμε και πολλούς Αθηναίους να τιμούν τα ελληνικά γράμματα στο εξωτερικό. Το Λιβέριο Κολέττη, το Δημήτριο Κολλέτη, τον Ιωάννη Πατούσα, το Γεώργιο Πατούσα, τον Εφραίμ κατόπιν Πατριάρχη Ιεροσολύμων, τον Ανδρέα Γουνά, τον Ιωάννη Μαρμαροτύρη και άλλους. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Δημήτριος Κολέττης, σε συνεργασία με τον Ιωάννη Πατούσα, τύπωσαν στη Βενετία (1710) την πρώτη φιλολογική ελληνική εγκυκλοπαίδεια.
Η Εταιρεία των Dilettanti.
Μεγάλη ώθηση στα ελληνικά γράμματα στο εξωτερικό, αλλά και στην αρχαιοκαπηλεία, έδωκε η «Εταιρεία των Ντελεττάντι», που ιδρύθηκε στα 1736 στην Αγγλία (Society of Dilettanti). Το όνομα «dilettanti» ανταποκρίνεται περισσότερο στα ελληνικά με το «ερασιτέχνης». Με χρήματα και πρωτοβουλία της Εταιρείας ήλθαν στην Ελλάδα και την Αθήνα τα μέσα του 18ου αιώνα οι περιηγητές: Charlemont, Stuart και Revett και αργότερα άλλοι, που μας αφήκαν πληροφορίες και εικόνες, κυρίως των αθηναϊκών αρχαιοτήτων. Η επιδρομή των «αρχαιλογούντων» ξένων, που είχε ανακοπεί μετά την επανάσταση στην Αγγλία και τον αποκεφαλισμό του Καρόλου Α΄ (1649), ξανάρχιζε με την Εταιρεία των Dilettanti. Τους Άγγλους συλλέκτες αρχαιοτήτων τους συναγωνίζονται οι Γάλλοι, με αποτέλεσμα η Ελλάς να απογυμνωθεί από ό,τι είχε απομείνει από την κλασική αρχαιότητα. Η Αθήνα το 18ο αιώνα έγινε της μόδας στους κύκλους των «Αρχαιολογούντων» για μεγάλη δυστυχία της.
Επιδρομή του αββά Fourmont.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που την επισκέφθηκαν ήταν και ο αββάς Michel Fourmont (1690 – 1746), ειδικός απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ΄, για να μαζέψει επιγραφές, αρχαιότητες και ιδίως αρχαία χειρόγραφα. Ο Fourmont περιηγήθηκε πολλά μέρη της Ελλάδος για να αντιγράψει αρχαίες επιγραφές. Η πρωτοτυπία του επιδρομέα αυτού ήταν, που κατάστρεφε τις μαρμάρινες πλάκες που είχε αντιγράψει την επιγραφή. Και παρουσίασε κάπου 1.500 επιγραφές και φυσικά θα είχε και ανάλογο αριθμό σε καταστραμμένες πλάκες. Και το έκανε αυτό, είτε για να έχει το μονοπώλιο στη δημοσίευση, είτε ακόμη για να μη μπορούν να ελέγξουν τη γνησιότητα των οσων δημοσίευε. Και τόση ήταν η καταστροφή που έκανε στα αρχαία μνημεία, ώστε οι ίδιοι οι Γάλλοι του διακόψαν το ταξίδι και τον ανακάλεσαν «ένεκα ειδήσεων ληφθεισών εν Παρισίοις περί των φοβερών καταστροφών, αίτινες εσήμαναν την διά της Ελλάδος πορείαν του και δι’ ας αυτός ο ίδιος εφαίνετο σεμνυνόμενος αφ’ ενός, ενώ αφ’ ετέρου ηγανάκτει και κατήγγειλε τους Ενετούς ως οικοδομήσαντας το φρούριον του εν Ναυπλίω Παλαμηδίου με τα ερείπια μνημείων του Άργους και των Μυκηνών».
Ο πρωτότυπος αυτός αββάς και «αρχαιολόγος» έφθασε και στην Αθήνα το 1726, φέροντας σουλτανικό «φιρμάνι» να τον διευκολύνουν στο έργο του. Τον υποδέχτηκε ο Βοεβόδας, που έδωκε και διαταγή στους χτίστες να επιδεικνύουν στον αββά Fourmont όλες τις αρχαίες μαρμάρινες πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο χτίσιμο των σπιτιών! Ο Fourmont εκτός από τις επιγραφές, δίνει και πληροφορίες για την κοινωνική ζωή των Αθηναίων. Αναφέρει ότι, δεν ανοίγαν τις πόρτες των σπιτιών τους στους ξένους και κρύβαν τις γυναίκες τους, τις κόρες τους και αυτές ακόμη τις υπηρέτριες από τα αδιάκριτα βλέμματα. Μερικοί μάλιστα δε δέχονταν ούτε τους συγγενείς τους. Εντούτοις, όπως αναφέρει ο Fourmont, αυτόν τον δέχτηκαν κατ’ εξαίρεση και τον περιποιήθηκαν στα σπίτια τους οι προύχοντες: Μπενιζέλος, Καπετανάκης, Καβαλάρης, Νέρης, Πατούσας, Χαλκοκονδύλης, Λίμπονας και Καντζιλιέρης. Ο μόνος που δεν τον δέχτηκε (και είχε δίκιο) από τους άρχοντες, προφασιζόμενος αρρώστια της γυναίκας του, ήταν ο Αντώνιος Παλαιολόγος ο επιλεγόμενος «Μπόλπατσας». Γενικότερα, οι Αθηναίοι της Τουρκοκρατίας δεν φημίζονταν για τη φιλοξενία τους. Γι’ αυτό τους είχαν βγάλει και «Γκάγκαρους». Από το ιταλικό «γκάγκαρο» που σημαίνει το στροφίδι από την αμπάρα της πόρτας. Κι’ επειδή ήταν διπλαμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους και δεν δέχονταν ξένους, τους έδωκαν την παρωνυμία.