Οι ιστορικές παραδόσεις των αρχαίων, ανακατωμένες με αρκετή μυθολογία, παρουσιάζουν για παλαιότατους κατοίκους της Αττικής τους Πελασγούς, που είχαν κατέβει από τη Θεσσαλία. Για τους Πελασγούς έχουν διατυπωθεί από τους νεώτερους αρχαιολόγους πολλές θεωρίες. Υποστηρίχτηκε και η γνώμη ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Βέβαιο είναι ότι από το 3500 π.Χ. κατοικούσαν στην Αττική και στην Αθήνα (Ακρόπολη) άνθρωποι με κάποιο πολιτισμό, είτε λέγονταν Πελασγοί, είτε είχαν άλλο όνομα. Οι κάτοικοι αυτοί μετά το 3000 π.Χ., όταν ο χαλκός άρχισε να χρησιμοποιείται στην Αττική, εκπολιτίζονται περισσότερο. Φτιάχνουν μετάλλινα εργαλεία και διορθώνουν τις καλύβες τους σε ανετότερα σπίτια. Ακολουθεί έπειτα η ανάμιξη των πανάρχαιων κατοίκων με διάφορους ξένους που έρχονται στην Αττική, είτε σα φίλοι, είτε σαν επιδρομείς και κατακτητές.
Οι αρχαίοι Αθηναίοι υποστήριζαν ότι ήταν Ίωνες. Η ιωνική φυλή είχε κατέβει στην Αττική από τη βορειοδυτική Θεσσαλία γύρω στα 1900 π.Χ. την ίδια εποχή παρατηρούνται και άλλες μεταναστεύσεις ομάδων στον ελλαδικό χώρο, που ανήκαν, όπως και οι Ίωνες, στην ίδια προνομιούχο φυλή των κατοπινών Ελλήνων. Δεν αποκλείεται στην ίδια φυλή να ανήκαν και οι παλαιότεροι κάτοικοι της Αττικής, Πελασγοί ή άλλοι. Την τελευταία άποψη την ενισχύουν τα αρχαία κείμενα που ομιλούν περί «αυτοχθόνων» και η κοινή προέλευση των Ιώνων και των Πελασγών από τη Θεσσαλία.
Οι αθηναϊκές παραδόσεις ήθελαν για αρχηγό των Ιώνων και των Αθηναίων τον Ίωνα, εγγονό του Έλληνος και δισέγγονο του Δευκαλίωνος. Τα τρία παιδιά του Έλληνος, ο Ξούθος, ο Αίολος και ο Δώρος, τσακώθηκαν και χώρισαν. Ο Ξούθος είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέως Κρέουσα και είχε δύο γιους: τον ΄Ιωνα και τον Αχαιό. Από τον Αίολο, το Δώρο και τον Ίωνα, ονομάστηκαν οι τρεις μεγάλοι κλάδοι των αρχαίων Ελλήνων.
Οι ειδικοί δέχονται ότι η προνομιούχος αυτή φυλή των Ελλήνων, που κυριάρχησε στη νότιο Βαλκανική και στη Μεσόγειο και παρουσίασε εκπληκτικές αναλαμπές διαδοχικών πολιτισμών (μινωικού, μυκηναϊκού, κλασικής εποχής), ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Αλλά οι Ινδοευρωπαίοι είχαν κατακλύσει και μεγάλες εκτάσεις στην Ευρώπη και την Ασία κι’ έμειναν για χιλιετηρίδες έπειτα απολίτιστοι. Θα πρέπει επομένως να δεχτούμε ή ότι οι Έλληνες ανήκαν σε μια ιδιαίτερη και εξαιρετική φυλή, διαφορετική από τους Ινδοευρωπαίους ή ότι οι γεωγραφικές συνθήκες συντελέσαν στην αποφασιστική εξέλιξή τους.
Οι Ίωνες, όταν κατέβηκαν στην Αττική, βρήκαν τους παλαιούς κατοίκους με δικό τους πολιτισμό και πήραν από αυτούς πολλά στοιχεία, τόσο στη γλώσσα όσο και στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής. Από την ανάμιξη αυτή των νεώτερων με τους παλαιότερους κατοίκους της Αττικής βγήκαν οι κατοπινές γενεές των Αθηναίων. Το ευμετάβολο κλίμα της Αττικής, η καθαρότητα του ουρανού της, η φυσική της διαμόρφωση, επιδράσαν στους διαφόρους εισβολείς και σε όσους ήλθαν πρόσφυγες και δημιούργησαν τον ίδιο ανθρώπινο τύπο, με τα ίδια ελαττώματα και προτερήματα, στις διάφορες επάλληλες εποχές από την αρχαιότητα ως σήμερα. Δεν έχουμε παρά να διαβάσουμε τα κλασικά κείμενα για να ιδούμε τον αιώνιο «Έλληνα» με τις ανατάσεις και τις καταπτώσεις του.
Από τη β΄ π.Χ. χιλιετηρίδα δημιουργήθηκαν σπουδαία κέντρα πολιτισμού στο Βοιωτικό Ορχομενό, στη Θήβα, στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στην Πύλο. Οι νεώτερες μετακινήσεις φυλών που σημειώθηκαν από το 13ο π.Χ. αιώνα και ιδίως η εισβολή των Δωριέων (γύρω στα 1100 π.Χ.), που αναστάτωσαν την υπόλοιπη Ελλάδα και καταστρέψαν το μυκηναϊκό πολιτισμό, δεν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή της Αττικής. Το πιθανότερο είναι ότι οι Δωριείς δεν έφθασαν ως την Αττική. Ίσως, χάρη στην αποφασιστική άμυνα που πρόβαλαν οι Αθηναίοι με το βασιλιά τους Κόδρο (περί το 1065 π.Χ.). Ο Κόδρος καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια των Νηλειδών της Πύλου. Ο Θουκυδίδης γράφει ότι οι Δωριείς δεν επιχείρησαν να πάρουν την Αττική γιατί το έδαφός της ήταν φτωχό. Ο Ηρόδοτος όμως αναφέρει επίθεση των Δωριέων την εποχή του Κόδρου.
Η ελληνική γλώσσα. Οι Ίωνες και οι άλλες μεταναστευτικές ομάδες που κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο από τις αρχές της β΄ π.Χ. χιλιετηρίδας χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα. Η αποκρυπτογράφηση της «γραμμικής γραφής Β» από τους Άγγλους M. Ventris και J. Chadwick, καθώς και οι νεώτερες έρευνες της γλωσσολογίας, επιβεβαιώνουν ότι οι δημιουργοί του μινωικού, μυκηναϊκού και του αττικού πολιτισμού μιλούσαν την ίδια ελληνική γλώσσα. Στους ιστορικούς χρόνους η ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε σε 4 κυρίως διαλέκτους: ιωνική – αττική, αιολική, δωρική και αρκαδοκυπριακή. Από τον 9ο π.Χ. αιώνα, ίσως και πρωτύτερα, χρησιμοποιούν το φοινικικό αλφάβητο στην ελληνική γλώσσα. Αυτό βεβαιώνει και ο Ηρόδοτος γράφοντας για τα «φοινικίεια γράμματα» και το επιβεβαιώνουν οι νεώτερες έρευνες. Οι Έλληνες φρόντισαν να βελτιώσουν και να συμπληρώσουν το φοινικικό αλφάβητο που είχε μόνο σύμφωνα. Και από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε από τους Αθηναίους η «νέα ιωνική γραφή» με τα 24 γράμματα. Και η ελληνική γλώσσα στο πέρασμα των αιώνων που ακολούθησαν από την πανάρχαια εποχή, «μιλημένη αδιάκοπα από χείλη Ελλήνων», διαμορφώθηκε τελικά στη σημερινή γλώσσα του λαού, τη λεγομένη «Δημοτική». Ορθότερο θα ήταν να ονομάζεται «Εθνική».
Πόλεις – κράτη. Στην περίοδο που άρχισε να δημιουργείται ο ελληνικός βίος στην Αττική, οι πληροφορίες για την Αθήνα εξακολουθούν να καλύπτονται από τον πέπλο του μύθου και του θρύλου. Αναφέρουν τον Πελασγό Ακταίο για πρώτο βασιλιά και οικιστή της Αθήνας. Από αυτόν πήρε το όνομα και η Αττική. Από Ακτή και Ακταία, που λεγόταν, έγινε με τον καιρό Ακτική και Αττική. Κατά μία άλλη εκδοχή, η Αττική ονομάστηκε από την Ατθίδα, την κόρη του βασιλιά Κραναού που ήταν μεταγενέστερος του Ακταίου. Για πρώτο οικιστή της Αθήνας αναφέρουν και τον Κέκροπα, διάδοχο του Ακταίου και γαμπρό του. Μία επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο τοποθετεί τη βασιλεία του Κέκροπος στα μέσα του 16ου π.Χ. αιώνα. Ο Κέκροψ ονόμασε την Αθήνα Κεκροπία. Σ’ αυτόν αποδίδουν την καλλιέργεια της ελιάς στην Αττική, την εισαγωγή της λατρείας της Αθηνάς, διάφορα εκπολιτιστικά έργα και την οργάνωση της περιοχής σε «τετραπόλεις», κατά το ιωνικό σύστημα.
Κάθε «τετράπολις», που την αποτελούσαν 4 συνοικισμοί, ήταν ένα κρατίδιο με δικό του άρχοντα. Φαίνεται όμως πως η διαίρεση της Αττικής σε «τετραπόλεις» ήταν και πριν από τον Κέκροπα. Αυτό δείχνουν τα λείψανα των προϊστορικών οικισμών της Αττικής που αποκάλυψαν οι ανασκαφές. Ένα τέτοιο κρατίδιο ήταν και η Ακρόπολις με την περιοχή της. Η διαίρεση του ελληνικού χώρου σε μικρά κράτη – πόλεις είχε για αποτέλεσμα ν’ αναπτυχθεί, από τα αρχαιότατα χρόνια, το τοπικιστικό και ατομικιστικό πνεύμα του Έλληνος. Ιδιότητες που, σε τελευταία ανάλυση, θα βλάψουν τον Ελληνισμό στο σύνολό του. Σπάνια στην Αρχαία Ελλάδα θα συναντήσουμε κράτη με τη σημερινή μορφή. Σαν άθροισμα πολλών πόλεων με ενιαία διοίκηση. Ιδιαίτερα η Αθήνα διατήρησε τη μορφή: πόλη – κράτος και στην περίοδο της μεγάλης ακμής της. Τον 5ο π.Χ. αιώνα το μεγαλύτερο μέρος των Αθηναίων κατοικούσε έξω από τα τείχη, σε διαφόρους δήμους της Αττικής. Εντούτοις όλοι αυτοί οι δήμοι αποτελούσαν την πόλη, το «Άστυ», όπως το έλεγαν. Το όνομα «πόλις» το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την Ακρόπολη. Είχε μείνει από παλαιότερα, όταν η «πόλις» ήταν στην Ακρόπολη.
Οι διάδοχοι του Κέκροπος, πρόσωπα περισσότερο μυθολογικά από ιστορικά, συνδέονται με θρύλους και παραδόσεις. Αναφέρεται ο Εριχθόνιος, που ήταν ξένος και με επανάσταση (1500 π.Χ.) πήρε την εξουσία και δημιούργησε καινούργια δυναστεία. Διάδοχοί του ήταν διάφοροι ήρωες της Αθήνας ο Πανδίων, ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς και ο Θησέας. Με τα ονόματα του Εριχθονίου και του εγγονού του Ερεχθέως έχει συνδεθεί και ο μύθος της Αθηνάς που αναφέραμε. Μερικοί αποδίδουν στον Ερεχθέα την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς και τη μετονομασία της Κεκροπίας με το όνομα της θεάς. Οι αρχαίοι Αθηναίοι θεωρούσαν μάλιστα τον Ερεχθέα για γενάρχη τους. Και του άρεσε να λέγονται «Ερεχθείδαι».
Στο τέλος της χάλκινης εποχής (1600 – 1450 π.Χ.) ένα μεγάλο νησιωτικό κράτος είχε σχηματιστεί με κέντρο την Κρήτη. Οι ισχυρότατοι στόλοι του θρυλικού βασιλιά της Μίνωος κυριαρχούσαν στις ελληνικές θάλασσες και είχαν υποτάξει τα νησιά του Αιγαίου. Στις κατακτήσεις του Μίνωος θα περιλαμβανόταν και η Αττική, αν κρίνουμε από το μύθο του Θησέως με το Μινώταυρο και το Λαβύρινθο. Οι ανασκαφές που έγιναν στην Κρήτη μας αποκάλυψαν το Λαβύρινθο. Αυτό το «πολυδαίδαλον» ανάκτορο της Κνωσού, που ξανάφερε στο φως, από τις αρχές του αιώνα μας, ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans. Την εποχή της θαλασσoκράτειρας Κρήτης οι Αθηναίοι θα πλήρωναν φόρο στο Μίνωα και θα του στέλναν για ομήρους ή δούλους τους «εφτά νέους» και τις «εφτά νέες» του μύθου. Ο Θησεύς ελευθέρωσε την πατρίδα του από το φόρο του αίματος που έδινε στην Κρήτη. Και το περιστατικό αυτό έπλασε το μύθο του Μινώταυρου.
Ο ΘΗΣΕΥΣ ΣΥΝΟΙΚΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Το 470 π.Χ. ο στρατηγός Κίμων, γυρίζοντας στην Αθήνα από μία νικηφόρο εκστρατεία, έφερε από τη νήσο Σκύρο τα οστά του Θησέως. Οι Αθηναίοι τα δέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές. Έχτισαν ένα μεγάλο μαρμάρινο ναό, κοντά στον Κεραμεικό, για να τα τοποθετήσουν. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως «θησέως ιερόν» οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής, ο Πολύγνωτος και ο Μίκων ζωγράφισαν το εσωτερικό του ναού με εικόνες παρμένες από τη ζωή και τους άθλους του Αθηναίου ήρωα. Ο ναός του Θησέως είχε κηρυχτεί «άσυλος» για τους δούλους και τους αδύνατους που θα πήγαιναν εκεί και θα ζητούσαν προστασία από την πολιτεία. Ο ναός του Θησέως δε σώζεται. Το παρουσιαζόμενο σήμερα για Θησείο, ανήκε αρχικά σε άλλο ήρωα ή θεό και πιθανότατα στον Ήφαιστο. Σε μεταγενέστερα χρόνια, όταν είχε εξαφανιστεί το ιερό του Θησέως, οι Αθηναίοι έδωκαν, στον καλά διατηρούμενο και σήμερα ναό, το όνομα του Θησείου.
Περισσότερα