Λάμπρος Καλλιφρονάς: Ο δήμαρχος των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων (1896)
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
O γηγενής, ευγενής, μειλίχιος και προσηνής αλλά έντονα κομματικοποιημένος δικηγόρος Λάμπρος Καλλιφρονάς (1853-1950) ήταν γιος του «Αττικάρχη» και πρώην Δημάρχου Αθηναίων Δημήτριου Καλλιφρονά (1805-1897). Έφερε τη σημαντική οικογενειακή παράδοση την οποία και συνέχισε. Ο Λ. Καλλιφρονάς εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων για την περίοδο 1895-1899, κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Σε ηλικία 42 ετών, συμμετέχοντας για πρώτη φορά στα κοινά, εκλέχθηκε υποστηριζόμενος από την κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη, της οποίας μέλος ήταν ο πατέρας του.
Διαχειρίστηκε συνετά την υπόθεση των Α΄ Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, με εντυπωσιακές ωφέλειες για την πόλη των Αθηνών σε έργα και υποδομές. Προηγουμένως, για την επιτυχημένη οργάνωσή τους είχε καταβάλει πολλές και σημαντικότατες προσπάθειες. Η πόλη υποδέχθηκε τους ξένους πεντακάθαρη «ως πρωτεύουσα τις πολύ προκεχωρημένου εν τη του πολιτισμού σταδιοδρομία ευρωπαϊκού κράτους» όπως έγραφαν οι εφημερίδες.
Παρά τη συμφορά που είχε πέσει στο σπίτι των Καλλιφρονάδων, από τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του και βουλευτού Νικόλαου, ο 43χρονος τότε Λ. Καλλιφρονάς ακούραστος και ακατάβλητος κατόρθωσε εκείνο που φαινόταν ακατόρθωτο για την ελληνική πρωτεύουσα. Δρόμοι στρώθηκαν και καθαρίσθηκαν, φωτίστηκαν οι κεντρικότεροι δρόμοι, καλλωπίσθηκαν οι πλατείες κ.ά.
Θεμελίωσε τη Λαχαναγορά στην οδό Πειραιώς, διεύρυνε και οργάνωσε το Α’ Νεκροταφείο, ενώ ετοίμασε την πόλη για να υποδεχτεί τα θύματα και τους τραυματίες του πολέμου του 1897. Πριν ολοκληρώσει τη θητεία του, έσπευσε να τηρήσει μια προεκλογική υπόσχεσή του, που ήταν η δωρεά στον Δήμο Αθηναίων σημαντικότατου ποσού από απαιτήσεις του, ιδιαίτερα μεγάλου ύψους, που σχετίζονταν με την πατρική του κληρονομιά.
Μετά τη θητεία του ως Δημάρχου διετέλεσε επανειλημμένα βουλευτής Αττικής και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Δημ. Ράλλη. Θεωρείτο συνεχιστής του πατέρα του και ακολούθησε τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη και στη συνέχεια τον Δ. Ράλλη. Επίσης υπήρξε φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ένα τυχαίο ατύχημα -σπάσιμο του ποδιού του το 1923 που του άφησε και ελαφρά χωλότητα- τον υποχρέωσε να αποτραβηχτεί από κάθε ενεργό πολιτική εκδήλωση και να ιδιωτεύσει.
Ο Κρητικός πολιτικός επανειλημμένα τον προέτρεψε να επιστρέψει στην πολιτική. Αποξεχασμένος ζούσε με τις ωραίες αναμνήσεις της γεμάτης επεισόδια, πολέμους επαναστάσεις περασμένης ζωής. Η μεγάλη κτηματική του περιουσία του επέτρεπε να περνά μία άνετη ζωή και να ικανοποιεί την αδυναμία του ως συλλέκτου αντικειμένων της παλαιάς εποχής.
Εξάλλου ανέλαβε τα ηνία του «Συλλόγου των Αθηναίων» στον οποίο εκλέχθηκε Πρόεδρος από τη δεκαετία 1930 μέχρι και την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Πρωτοστατούσε σε όλες τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες έχοντας στο πλάι του τον Δημήτριο Σκουζέ, τον Γενικό Γραμματέα και αργότερα Πρόεδρο του Συλλόγου. Το 1935, ο Σύλλογος γιόρτασε την 80ετηρίδα του, με γεύμα στην Κηφισιά. Θεωρείτο γεγονός για την εποχή και ο Παύλος Παλαιολόγος κάλυψε την εκδήλωση με τετράστηλη συνέντευξη στην οποία ο Λ. Καλλιφρονάς αποκάλυψε τον έρωτά του για την πόλη.
Στο σπίτι του, στην οδό Βουλής, είχε τις προτομές των προγόνων του, τα πορτραίτα των αδελφών του, του ναυάρχου Ι. Δ. Καλλιφρονά και της αδελφής του Ελένης, η οποία πρωτοστατούσε σε φιλανθρωπικές δράσεις. Το σπίτι του φάνταζε ως μικρό μουσείο. Εκεί υπήρχαν τουφέκια, μπαρουτοθήκες, γιαταγάνι, το πιστόλι με το οποίο είχαν πολεμήσει οι Καλλιφρονάδες στην Ακρόπολη κ.ά.
Με τις αναμνήσεις του αυτές και στον αγαπημένο του «Σύλλογο των Αθηναίων» πέρασε τα χρόνια της Κατοχής, όταν πλέον αναγκάστηκε να πωλήσει μέρος της περιουσίας του για να επιβιώσει. Με το θάνατό του, το 1950, σε ηλικία 97 ετών, έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος, αφού ήταν ο τελευταίος άρρην απόγονος της οικογένειας του Δημητρίου Καλλιφρονά. Η οικογένεια συνεχίστηκε από θηλυγονία μέσω της αδελφής του, της σπουδαίας Άννας Καλλιφρονά Κρεστενίτου (1856-1956).