ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΣΚΟΥΖΕΣ
Ο ευπατρίδης Αθηναίος
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο έβδομος Πρόεδρος του «Συλλόγου των Αθηναίων», ο Δημήτριος Σκουζές (1890-1972), υπηρέτησε με συνέπεια την Αθηναϊκή ιδέα και τίμησε τις τάξεις του Συλλόγου επί μία ολόκληρη πεντηκονταετία. Ευγενής, οραματιστής, φιλάνθρωπος και φιλότεχνος, ενθουσιώδης, θερμός πατριώτης, ακέραιη προσωπικότητα και γλαφυρός Αθηναιογράφος υπήρξε το πρόσωπο που φρόντισε να καταθέσει οράματα και τεκμήρια που έδωσαν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εμβέλεια στον Σύλλογο των γηγενών.
Ήταν εγγονός του Δημήτρη Σκουζέ, απόγονου με την σειρά του, του αγωνιστή της μεγάλης Εθνεγερσίας Παναγή Σκουζέ («Χρονικό της Αθήνας») και υιός του Γεωργίου και της Ελίζας (Λίζας) Σκουζέ. Γεννήθηκε στην Αθήνα και τις εγκύκλιες σπουδές του παρακολούθησε στο 3ο Γυμνάσιο Αθηνών της Πλάκας και τις αποπεράτωσε ως αριστούχος τον Ιούνιο του 1906. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ενεγράφη στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε τον Ιούνιο 1911.
Φοιτητής ακόμη, προσλήφθηκε μετά από διαγωνισμό, στο Κεντρικό Κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης (Ιανουάριος 1907). Το 1924 νυμφεύθηκε την Αθηνά Πολυγένη και απέκτησαν μία θυγατέρα, την Ελίζα (Λίζα) Σκουζέ. Διετέλεσε Πρόεδρος του «Συλλόγου των Αθηναίων», Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων και Δήμαρχος Αθηναίων για κάποιο χρονικό διάστημα (1949). Άγνωστο όμως στους περισσότερους είναι το γεγονός, ότι συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές δραστηριότητες από το 1912-13 έως και το 1940!
Σαραντάπορο – Ελασσώνα
Τον Οκτώβριο 1911 κατατάχθηκε ως κληρωτός διαθέσιμος στο 10ο Σύνταγμα Πεζικού των Αθηνών με την προοπτική να υπηρετήσει μόνον ένα εξάμηνο, ως μόνος γιος της οικογενείας του. Η θητεία του όμως, μετά την λήξη της, μετατράπηκε σε 20μηνη και έτσι τον βρήκε να υπηρετεί η επιστράτευση του 1912. «Να σου φιλήσω τ’ άγιο χώμα, ώμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα» έγραφε ο Λορέντζος Μαβίλης και ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, οι Έλληνες που έσπευδαν στα προσκλητήριά της, όταν οι εποχές το απαιτούσαν. Ακόμη κι εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα πλούτη, τα αξιώματα και την κοινωνική τους θέση, όπως ο Δημήτριος Σκουζές.
Οπότε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο έλαβε μέρος στις μάχες του Σαρανταπόρου, της Ελασσόνας και των Γιαννιτσών και επί του πεδίου της μάχης έλαβε τον βαθμό του δεκανέα. Μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη στάλθηκε με το Τάγμα του προς απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης ακόμη Χίου, όπου αποβιβάστηκε από τους πρώτους. Στην συνέχεια το Τάγμα του στάλθηκε στην Ήπειρο προς ενίσχυση των μαχόμενων ελληνικών στρατευμάτων στην πολιορκία του Μπιζανίου.
Λίγες ημέρες πριν από την πτώση των Ιωαννίνων, τραυματίσθηκε στα υψώματα της Μανωλιάσας από θραύσμα οβίδας και διακομίσθηκε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγο, μέχρι να επουλωθούν τα τραύματά του. Τον Απρίλιο 1913 προβιβάζεται επ’ ανδραγαθεία σε λοχία και ζητά να επιστρέψει στον λόχο του που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη. Μόλις κηρύχθηκε ο ελληνο-βουλγαρικός πόλεμος, τον Ιούνιο 1913, ηγούμενος διμοιρίας του λόχου του, στην μάχη του Κιλκίς, κατέλαβε βουλγαρικό πολυβόλο και αναφέρθηκε στην Ημερήσια Διαταγή του 1ου Συντάγματος. Όταν έληξε ο ελληνο-βουλγαρικός πόλεμος (Αύγουστος 1913), προήχθη, κατ’ απόλυτη εκλογή επ’ ανδραγαθία, στον βαθμό του ανθυπασπιστή.
Στη Βόρειο Ήπειρο
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και την λήξη των Βαλκανικών πολέμων, όταν απολύθηκαν οι οπλίτες των κλάσεων που είχαν επιστρατευθεί, παρέμεινε στον Στρατό ως αξιωματικός και προτάθηκε για μονιμοποίηση αλλά, όπως ήταν φυσικό, δεν αποδέχθηκε την πρόταση. Ωστόσο, τον Μάϊο 1914 συμμετείχε ως εθελοντής και έσπευσε να καταταγεί από τους πρώτους στο Κίνημα υπέρ της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, Υπηρέτησε ως Διαγγελεύς του αρχηγού του ανατολικού μετώπου, τότε ταγματάρχη Γ. Τσόντου ή Καπετάν Βάρδα. Έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της περιοχής και του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός της Βορείου Ηπείρου.
Όταν έληξε ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας επέστρεψε στις τάξεις του ελληνικού στρατού και αφού προβιβάσθηκε σε ανθυπολοχαγό, τοποθετήθηκε στο 10ο Σύνταγμα Πεζικού Κερκύρας. Τον Ιούνιο 1915 ακολούθησε τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Καρασεβδά, όταν σχημάτισε τάγμα από Έλληνες εθελοντές που έσπευσαν να ενισχύσουν τους Αγγλογάλλους συμμάχους, οι οποίοι μάχονταν εναντίον των Τούρκων στον Ελλήσποντο. Εκεί παρέμεινε μέχρι την λήξη της εκστρατείας των Δαρδανελλίων. Ύστερα από την ατυχή έκβαση των επιχειρήσεων επέστρεψε στην Αθήνα. Επιστρατεύτηκε όμως εκ νέου τον Οκτώβριο 1915 και τοποθετήθηκε στο νεοσχηματισθέν 34ο Σύνταγμα Πεζικού.
Εξορία
Υπηρέτησε στο Σύνταγμα μέχρι τον Δεκέμβριο 1916, οπότε και έληξε η επιστράτευση. Τον ανέμεναν όμως άλλες περιπέτειες, πολιτικές αυτή τη φορά, μετά την επικράτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1917. Τότε στάλθηκε με δυσμένεια στο 26ο Σύνταγμα Ιωαννίνων, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα λόγω των φιλοβασιλικών φρονημάτων του. Για τον ίδιο λόγο θεωρήθηκε ανεπιθύμητος από τον τότε Σωματάρχη Άμυνας Στρατηγό Κωνσταντίνο Μηλιώτη Κομνηνό. Μετά το Κίνημα των Σερβίων, μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς, στάλθηκαν με συνοδεία στην Αθήνα και κλείστηκαν για ένα εικοσαήμερο στις Φυλακές Αβέρωφ.
Τον Αύγουστο 1918 εξορίστηκε στα Χανιά Κρήτης, όπου παρέμεινε για ένα δεκάμηνο. Η συνέχεια δόθηκε όταν καταλήφθηκε η Σμύρνη. Τότε ζήτησε και κατατάχθηκε στο Εκστρατευτικό Σώμα και λόγω της γλωσσομάθειάς του, προσλήφθηκε ως διαγγελέας από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Νίδερ. Υπηρέτησε στο Στρατηγείο του Α΄ Σώματος Στρατού. Συμμετείχε σε όλες τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας και του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός.
Χρυσούν Αριστείο
Τον Νοέμβριο 1920 διεξήχθησαν οι εκλογές στις οποίες ηττήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ακολούθησε η επιστροφή από την εξορία του βασιλέως Κωνσταντίνου. Τότε προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού και έναν μήνα αργότερα στον βαθμό του λοχαγού, τον οποίο έφεραν όλοι οι αξιωματικοί της Άμυνας της ίδιας σειράς. Διορίστηκε διαγγελέας στο επιτελείο του Α΄ Σώματος Στρατού από τον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Κοντούλη. Ήταν εκ των πρώτων που εισήλθαν στην πόλη της Κιουτάχειας και συμμετείχε στην παρέλαση που πραγματοποιήθηκε (Ιούλιος 1921) στο πεδίο της μάχης του Εσκί Σεχίρ παρουσία του βασιλέως Κωνσταντίνου.
Παρασημοφορήθηκε με όλους όσοι είχαν διακριθεί στις μάχες, αξιωματικούς και οπλίτες ενώ το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας του απένειμε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Στην προέλαση της στρατιάς της Μικράς Ασίας που ακολούθησε προς την Άγκυρα, ο Δ. Σκουζές συνέχισε με το 1ο Σώμα Στρατού μέχρι την λήξη της άτυχης εκστρατείας του Σαγγάριου. Επανήλθε τον Οκτώβριο 1921 στην Σμύρνη, όπου τελικά αποστρατεύθηκε και επανήλθε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης, στο υποκατάστημα που ιδρύθηκε στην Σμύρνη με διευθυντή τον Αλέξανδρο Κορυζή. Όταν συνέβησαν τα δραματικά γεγονότα, τον Αύγουστο 1922, ήταν στην Σμύρνη.
28 Οκτωβρίου 1940
Ξέφυγε από θαύμα την αιχμαλωσία με την βοήθεια του συγγενούς του Ιταλού πλοιάρχου Αλβέρτου Βισκάρδι, του οποίου η σύζυγος ήταν γόνος της οικογενείας Γέροντα και ήταν κυβερνήτης του αγκυροβολημένου καταδρομικού «Βενέτσια». Επέστρεψε στην Αθήνα, ανέλαβε υπηρεσία στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης και το 1924 νυμφεύτηκε την Αθηνά Πολυγένη, θυγατέρα του καθηγητή Πανεπιστημίου Κωνσταντίνου Πολυγένους.
Κουμπάρος τους ο Αλέξανδρος Κορυζής, ο οποίος είχε πλέον καταλάβει την θέση του γενικού επιθεωρητού της Εθνικής Τραπέζης. Παραλείποντας τα της ιδιωτικής, επαγγελματικής και κοινωνικής πορείας του, αφού εν προκειμένω καταγράφουμε την στρατιωτική και πολεμική του σταδιοδρομία, πραγματοποιούμε ένα χρονικό άλμα για να βρεθούμε στην 28η Οκτωβρίου 1940. Αυθημερόν ο 50ετής Δ. Σκουζές εζήτησε από τον διοικητή πλέον της Εθνικής Τραπέζης και κουμπάρο του Αλέξανδρο Κορυζή να του χορηγήσει αόριστη άδεια για να καταταγεί εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό.
«Διά λόγους φιλοπατρίας…»
Παραμένει άγνωστο το παρασκήνιο όσων συνέβησαν σε εκείνη την συνάντηση κατά την οποία διαρρήχθηκαν οι σχέσεις των δύο ανδρών και αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Ο Αλ. Κορυζής αρνήθηκε να του παραχωρήσει την άδεια και ο Δ. Σκουζές υπέβαλε παραίτηση «διά λόγους υγείας και φιλοπατρίας» και κατατάχθηκε εθελοντής με τον βαθμό του έφεδρου λοχαγού.
Τοποθετήθηκε στο Επιτελείο του Α΄ Σώματος Στρατού του οποίου διοικητής ήταν ο αντιστράτηγος Παναγιώτης Δεμέστιχας. Όταν ο τελευταίος ανέλαβε την διοίκηση του Δ΄ Σώματος Στρατού, προσέλαβε τον Δ. Σκουζέ ως υπασπιστή του. Οπότε παρακολούθησε την αλβανική εκστρατεία έως τέλους και κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων προήχθη κατ’ απόλυτη εκλογή και επ’ ανδραγαθία στον βαθμό του εφέδρου εξ εφέδρων ταγματάρχη του Πεζικού.
Αντίσταση
Την επομένη της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, τον Απρίλιο 1941, περιλήφθηκε στον κατάλογο των 12 γνωστών και ευυπόληπτων Αθηναίων που πρότεινε ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς ως ομήρους για την ημέρα της παρέλασης των κατακτητών.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε πολυσχιδή δραστηριότητα, με σημαντικότερη ίσως την συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση «Όμηρος», όπου εργάστηκε για τη φυγάδευση συμμάχων. Εξασφάλιζε προσωρινά κρησφύγετα, κυρίως δε στον παραθαλάσσιο Κάλαμο Αττικής, όπου είχε κουμπαριές με έμπιστους και αφοσιωμένους χωρικούς.
Αυτή ήταν η πολεμική δραστηριότητα ενός ευγενούς των Αθηνών, ο οποίος ευτύχησε να κοσμήσει το στήθος του με πλήθος παρασήμων, αριστείων και μεταλλίων, τα οποία εκτίθενται πλέον στο «Αθηναϊκό Μουσείο», το οποίο περιλαμβάνει τεκμήρια τα οποία αποκαλύπτουν την πορεία της αθηναϊκής οικογένειας από την εποχή του Χατζή Αλή Χασεκή μέχρι τις ημέρες μας.
Πολιτική δράση
Παρά το γεγονός ότι ο Δημήτριος Σκουζές απέφυγε επιμελώς να συμμετάσχει ενεργά σε κομματικούς σχηματισμούς, εκ της οικογενειακής και κοινωνικής του θέσεως βρέθηκε να μεγαλώνει σε μεγαλοαστικό περιβάλλον. Συναγελαζόταν με τα παιδιά των οικογενειών που αποτελούσαν το συντηρητικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της εποχής, ενώ με τους συγγενείς του από την οικογένεια Σερπιέρη κ.ά. ήταν σε στενή επαφή με τους πρίγκηπες και τις πριγκίπισσες της βασιλικής οικογένειας. Οπότε την εποχή του διχασμού βρέθηκε στην πλευρά αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, χωρίς όμως φανατισμούς και ακρότητες.
Όταν απελευθερώθηκε η Αθήνα από τους Γερμανούς και όντας ήδη Πρόεδρος του «Συλλόγου των Αθηναίων» κλήθηκε να συμμετάσχει στο δημοτικό συμβούλιο. Η κοινωνική και οικονομική θέση του, ο κοινώς αποδεκτός φιλελεύθερος χαρακτήρας του οδήγησαν τους δημάρχους Αριστείδη Σκληρό και Ιωάννη Πιτσίκα και τους συναδέλφους του δημοτικούς συμβούλους να τον εκλέγουν Πρόεδρο του Σώματος επί μία πενταετία (1946 – 1951). Για σύντομο χρονικό διάστημα, το 1949, διετέλεσε και δήμαρχος Αθηναίων. Διετέλεσε σύμβουλος σε σημαντικούς φορείς (Ερυθρός Σταυρός, Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία, Εθνική Κτηματική Τράπεζα, Αρσάκειο Ίδρυμα κ.ά.).
Σύλλογος των Αθηναίων
Πριν ακόμη συμπληρώσει δύο δεκαετίες ζωής ο Δ. Σκουζές θα συμμετάσχει στις δραστηριότητες που ανέπτυσσαν οι γηγενείς Αθηναίοι, κυρίως η ανήσυχοι γόνοι τους που διεκδικούσαν τη θέση τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θα βρεθεί λοιπόν, την δεκαετία 1920 τόσο στους κόλπους του «Αθηναϊκού Συλλόγου» (:προηγούμενη ονομασία του «Συλλόγου των Αθηναίων» όσο και στους κόλπους της νεολαίας του που εκφράσθηκε με την ίδρυση του Συλλόγου «Ενωσις Αθηναίων του Τόπου». Ο Δ. Σκουζές αναδείχθηκε σε ηγετική και υπερδραστήρια φυσιογνωμία αναλαμβάνοντας την Γενική Γραμματεία του «Συλλόγου των Αθηναίων», στον οποίο προεδρεύει ο έμπειρος, νουνεχής και εμβληματικός πρώην δήμαρχος Αθηναίων Λάμπρος Καλλιφρονάς.
Στην πραγματικότητα τα ηνία κινεί ο Δ. Σκουζές, ο οποίος κυριολεκτικά αφιερώνεται μέχρι το τέλος της ζωής του στην Αθηναϊκή ιδέα και επί μία 35ετία θα φροντίσει να είναι ο στυλοβάτης του «Συλλόγου των Αθηναίων». Κράτησε τη Γενική Γραμματεία και διαδέχθηκε στην Προεδρία τον Λάμπρο Καλλιφρονά, όταν ο τελευταίος λόγω ηλικίας δεν συνέχισε να βρίσκεται στο τιμόνι. Πρόεδρος επί μία ολόκληρη 30ετία (1942-1972), μετέτρεψε το Εντευκτήριο του Συλλόγου σε τόπο αναψυχής για τους δοκιμαζόμενους Αθηναίους -ες, διατηρώντας υψηλό το φρόνημα με ομιλίες, συγκεντρώσεις και πράξεις αλληλεγγύης για τον χειμαζομενο πληθυσμό της πρωτεύουσας. Έθεσε τα θεμέλια για τη μελλοντική ακμή του Αθηναϊκού φορέα, λειτουργώντας ως καθοδηγητής της ωραίας ιδέας και διαθέτοντας το κύρος του για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Ο Δ. Σκουζές υπήρξε ο οραματιστής που πήρε τη σκυτάλη από τον επίσης οραματιστή Ευάγγελο Μουστάκα που είχε πρωταγωνιστήσει στην ίδρυση του Συλλόγου. Έθεσε στόχους, καλλιέργησε την εξωστρέφεια παραμένοντας πιστός στις αρχές και τις αξίες που εκπροσωπεί η πόλη των Αθηνών, φρόντισε για την εξασφάλιση των υποδομών αλλά και τη μύηση προσώπων τα οποία θα μπορούσαν να συνεχίζουν το έργο. Αποχαιρετώντας τον στην τελευταία του κατοικία ο διάδοχός του μεταβατικός Πρόεδρος και μακροσυγγενής του, Ιωάννης Μακρυγιάννης Μαλτέζος, είπε πως το «παιδί» του «ο Σύλλογος των Αθηναίων, έχοντας ως γνώμονα τις δικές του επιθυμίες, θα συνεχίσει το δρόμο όχι μόνον των παραδόσεων, των δικών του παραδόσεων, αλλά και τον δρόμο προς τα εμπρός με τη βεβαιότητα πως κάποτε θα φθάσωμεν στους σκοπούς που είχε ονειρευθεί».
Αθηναιογράφος
Φρόντισε όμως και ο ίδιος, με τον ρομαντισμό, την ευγένεια, την φιλοπατρία και την αθηναιολατρεία που τον διέκριναν να παραδώσει στις μελλοντικές γενιές αφενός την πολεμική του δραστηριότητα και αφετέρου την Αθήνα που έζησε και γνώρισε τις μεγαλύτερες αλλαγές της. Ξεκίνησε να γράφει το 1935, όταν πραγματοποίησε διαλέξεις και εξέδωσε, εν είδει φυλλαδίου το έργο με τίτλο «Η πρώτη συμβολή των Αθηναίων εις τον Αγώνα του 1821». Μία δεκαετία αργότερα, το 1945, εξέδωσε το βιβλίο «Περασμένα – Από τα ένδοξα πολεμικά χρόνια», με τις πολεμικές περιπέτειες που έζησε την περίοδο 1912-1922.
Τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε στην συγγραφή τριών βιβλίων για την Αθήνα και τα οποία γνώρισαν επιτυχία και επανεκδόσεις. Το 1957 ξεκινά με το βιβλίο του «Νοσταλγίες – Παληές ιστορίες σαν παραμύθια αληθινά» και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1961, επανέρχεται με το βιβλίο «Η Αθήνα που έφυγε… Ομορφιές που χάθηκαν». Κωδικοποιώντας τις αναμνήσεις του και επιθυμώντας να παρουσιάσει ολοκληρωμένη εργασία επανέρχεται το 1962 με το έργο του «Η Αθήνα που έφυγε…, Βιβλίο Δεύτερο, Αθήνα 1962».
Έκλεισε αυτόν τον κύκλο το 1964 με το έργο «Η Αθήνα που έφυγε, Βιβλίον Τρίτον». Ενδιαμέσως (1963) και σε συνεργασία με τον τότε Γενικό Γραμματέα του Συλλόγου Δημήτριο Γέροντα εξέδωσαν το θεμελιώδες έργο «Το χρονικό της υδρεύσεως των Αθηνών». Τέλος, το 1967, εξέδωσε το βιβλίο «Ενθουσιασμοί και Δόξες», στο οποίο δημοσίευσε το περιεχόμενο της έκδοσης του 1945 («Περασμένα – Από τα ένδοξα πολεμικά χρόνια») συμπληρωμένο με τις ενδιαφέρουσες πολεμικές περιπέτειές του κατά τον πόλεμο του 1940.
Η παρακαταθήκη
Η οικογένεια Σκουζέ εξέλιπε από αρρενογονία και θηλυγονία μετά τον θάνατο του τελευταίου απογόνου, του Μιλτιάδη Πετρίδη Σκουζέ (1956-2020). Ήταν γιος της θυγατέρας του Δημητρίου, της Λίζας Σκουζέ και του Κωνσταντίνου Πετρίδη. Με ιδιαίτερη ληξιαρχική πράξη είχε διατηρήσει προς διάσωση και το επώνυμο Σκουζές.
Μετά τον θάνατο του Μιλτιάδη Πετρίδη Σκουζέ και με πρωτοβουλία του πατέρα του Κωνσταντίνου Πετρίδη, το σύνολο σχεδόν των κινητών της οικογένειας Σκουζέ, των αρχείων, βιβλιοθηκών και πάσης φύσεως ιστορικών τεκμηρίων και αντικειμένων περιήλθαν στον «Σύλλογο των Αθηναίων». Αποτέλεσαν δε την βάση για τη δημιουργία του «Αθηναϊκού Μουσείου» το οποίο ο Δημήτριος Σκουζές είχε οραματιστεί από την δεκαετία 1930.