Με έγγραφο τριμελούς επιτροπής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), αποτελούμενης από την δικαστή του San Marino, τον δικαστή της Μεγάλης Βρετανίας και τον δικαστή της Ισλανδίας, δεν παραπέμπεται προς εκδίκαση και απορρίπτεται για τυπικό λόγο, χωρίς να εισέλθει στην ουσία της διαφοράς, η προσφυγή που κατέθεσε ο «Σύλλογος των Αθηναίων» για τα Γλυπτά του Παρθενώνος. Ωστόσο, επισημάνθηκαν τα σημεία της προσφυγής του Συλλόγου των Αθηναίων τα οποία εντοπίζουν το νομικό ανάχωμα που παρακωλύουν το Δικαστήριο να δικάσει την υπόθεση “όπως υποβλήθηκαν από το προσφεύγον (Σωματείο)” στην ουσία της, δίνοντας έτσι σημαντική τεχνογνωσία για μια μελλοντική διακρατική προσφυγή της Ελλάδας εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου στο ίδιο δικαστήριο.
Με την διάταξη της 23.6.2016, η τριμελής επιτροπή έθεσε πρώτον το ζήτημα της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από τα περιστατικά της αφαίρεσης των Γλυπτών από τον Λόρδο Έλγιν. Χαρακτηριστικά, η διάταξη αναφέρει ότι λόγω της παρέλευσης 150 ετών πριν από την θέσπιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα πραγματικά περιστατικά “θα εμφανίζονταν” να μην εμπίπτουν στο πεδίο της χρονικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Ωστόσο, το ίδιο κείμενο προσπερνά ξεκάθαρα αυτό το πιθανό νομικό εμπόδιο, αναφέροντας συγκεκριμένα, ότι η “συνεχιζόμενη διακράτηση των Μαρμάρων συνιστά μια διαρκή πράξη” και, εναλλακτικά, “η άρνηση συμμετοχής [του Ηνωμένου Βασιλείου] στην διαμεσολάβηση [της UNESCO] θα μπορούσε από μόνη της να ειδωθεί ως μια πράξη που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων της Σύμβασης, τέτοια ώστε να εντάσσεται η προσφυγή στο πλαίσιο της χρονικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου”. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ επισημαίνει, εμμέσως, τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα θα μπορέσει στην διακρατική προσφυγή της εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου να ξεπεράσει το πρόβλημα της παρέλευσης σημαντικού χρονικού διαστήματος από τα περιστατικά που οδήγησαν τα Γλυπτά στην Μεγάλη Βρετανία, εμπλουτίζοντας μια σχετική προσφυγή και με πρόσθετη (και πλουσιότατη) νομολογία που ξεπερνά το θέμα της χρονικής αρμοδιότητας. Τελικώς, η διάταξη δεν απέρριψε λοιπόν ως απαράδεκτη την προσφυγή του Συλλόγου των Αθηναίων λόγω χρονικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου.
Πολύ πιο σημαντικός όμως, από πλευράς νομικής τεχνογνωσίας είναι ο τελικός τυπικός λόγος για τον οποίο η προσφυγή του Συλλόγου δεν εξετάστηκε στην ουσία της, αλλά κηρύχθηκε απαράδεκτη. Η διάταξη αναφέρει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει αναγνωρίσει μέχρι στιγμής ότι ένας σύλλογος σωματειακής μορφής μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση δικών του ανθρώπινων δικαιωμάτων ώστε να αξιώσει την επιστροφή πολιτισμικής κληρονομιάς ή την εμπλοκή ενός κράτους σε διεθνή διαμεσολάβηση. Σε αυτό το σημείο, είναι ολοφάνερο ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή όχι επειδή δεν θα μπορούσε να εμβαθύνει την ανάλυση των δικαιωμάτων της Σύμβασης προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης ενός απορρέοντος δικαιώματος προστασίας πολιτισμικής κληρονομιάς, αλλά ότι δεν προτίθεται να αναγνωρίσει (στην παρούσα φάση) ένα τέτοιο δικαίωμα σε ένα ιδιωτικό σωματείο. Με αυτή την διατύπωση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα για την επανεξέταση μιας αντίστοιχης προσφυγής, εφόσον αυτή υποβληθεί από την Ελλάδα εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας. Διότι αν ένας σύλλογος δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση δικαιωμάτων του για να εμπλέξει ένα άλλο κράτος σε διεθνή διαμεσολάβηση ή να αξιώσει υπέρ του δικού του κράτους αρχαιότητες, είναι δεδομένο ότι εφόσον η προσφυγή υποβληθεί από την Ελλάδα, θα εξεταστεί με εντελώς διαφορετικά κριτήρια, τουλάχιστον ως προς το παραδεκτό της.
Επί της ουσίας επίσης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δηλώνει ότι είναι “έτοιμο έτοιμο να αναγνωρίσει σε ένα βαθμό την εθνική ταυτότητα ως μία πτυχή των δικαιωμάτων του Άρθρου 8”, παρόλο που, σιωπηρά, δεν έκρινε επαρκή την νομολογία που επικαλέστηκε συγκεκριμένα ο Σύλλογος, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να διευρύνει στο μέλλον τον “βαθμό” αναγνώρισης ενός δικαιώματος σεβασμού της πολιτισμικής κληρονομιάς, όχι μόνο βέβαια στην βάση του Άρθρου 8, αλλά πιθανόν και από τον συνδυασμό των βάσεων των άρθρων 9, 10, 13 της ΕΣΔΑ και 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, εάν αυτά τεθούν στο πλαίσιο μιας διακρατικής προσφυγής (Ελλάδα εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου).
Τέλος, στην διάταξη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν υπάρχει η παραμικρή ένσταση ή νύξη για την μη τήρηση μιας άλλης βασικής προϋπόθεσης του παραδεκτού που είναι η προηγούμενη εξάντληση των αποτελεσματικών ένδικων μέσων που υπάρχουν στο καταγγελόμενο κράτος. Η σιωπή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως προς αυτό το θέμα, το οποίο προσπερνά χαρακτηριστικά, δείχνει ότι πιθανώς δεν θα αποτελέσει ιδιαίτερο πρόβλημα σε μια μελλοντική προσφυγή της Ελλάδας κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, ακριβώς και λόγω της έλλειψης σχετικής νομολογίας στα βρετανικά δικαστήρια, τα οποία δεν έχουν εξετάσει μέχρι στιγμής αντίστοιχο αίτημα με νομική βάση την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων.
«Το πρώτο βήμα έγινε», δήλωσε ο νομικός εκπρόσωπος του «Συλλόγου των Αθηναίων» κ. Βασίλειος Σωτηρόπουλος τονίζοντας πως «συνολικά, αυτή η πρώτη τοποθέτηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η ιστορικά πρώτη δικαστική κρίση, για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, επισημαίνει τα σημεία στα οποία η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει με ιδιαίτερη προσοχή στην προσφυγή της εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, αποκαλύπτοντας ήδη την κρίση του ως προς τις νομικές παραμέτρους που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Επομένως, η διάταξη αυτή αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της κήρυξης παραδεκτής μιας προσφυγής που θα υποβάλλει η Ελλάδα, προσφέροντας έτσι έμμεσα και πολύτιμη τεχνογνωσία για τον χειρισμό της υπόθεσης από εδώ και πέρα και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς να δημιουργεί αρνητικό προηγούμενο ή δεδικασμένο επί της ουσίας της υπόθεσης, η οποία εξακολουθεί να παραμένει αδίκαστη και ανοιχτή σε διακρατική δικαστική διεκδίκηση».
Δείτε εδώ αναρτημένη ολόκληρη την Απόφαση του ΕΔΔΑ σε επίσημη μετάφραση.