«ΜΑΚΕΔΟΝΙΖΟΝΤΕΣ» ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ

Οι επιτυχίες του Φιλίππου άρχισαν να συγκινούν τους Αθηναίους, που βλέπουν ένα καινούργιο κίνδυνο από το βορρά. Ο πονηρός Φίλιππος, μόλις ανέβηκε στο θρόνο, έσπευσε να καθησυχάση τους Αθηναίους και να συμμαχήση μαζί τους. Η Αθήνα ήταν τότε η μόνη επίφοβη πολιτεία γι’ αυτόν.

Η Σπάρτη και η Θήβα, εξαντλημένες μετά τον Επαμεινώνδα, δεν ήταν σε θέση να επιχειρήσουν εκστρατείες στη Μακεδονία. Και ο Φίλιππος μπόρεσε να αποκοιμίση τους Αθηναίους στα πρώτα χρόνια της αδυναμίας του, διαθέτοντας και τις «αργυρές λόγχες», πριν βάλη σε ενέργεια εναντίον τους τις σιδερένιες. Στην προσπάθειά του αυτή δε βρήκε πολλές δυσκολίες, με το φιλειρηνικό πνεύμα που επικρατούσε τότε στην Αθήνα και με την παρουσία του πανίσχυρου δημαγωγού Ευβούλου.

Ο δημαγωγός Εύβουλος.

Επί δέκα έξι χρόνια ο Εύβουλος κατόρθωνε να κυριαρχή στην Πνύκα. Είχε γεννηθή στις αρχές του 4ου αιώνα και πέθανε λίγο καιρό μετά τη μάχη της Χαιρώνειας. Το κυριότερο προσόν του ήταν που έλεγε ευχάριστα πράγματα στους Αθηναίους. Έκανε ότι ικανοποιούσε τις μάζες και έβλαπτε την πολιτεία. Την πολιτική του σταδιοδρομία την άρχισε καταγγέλλοντας διάφορες καταχρήσεις και κλοπές δημοσίων χρημάτων. Με τις καταγγελίες του είχε αποκτήσει τη συμπάθεια ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Και όταν η Αθήνα είχε στερηθή από τις πρώτες πολιτικές της δυνάμεις, ο Εύβουλος βρέθηκα στο προσκήνιο. Το πρόγραμμά του ήταν η διατήρηση της ειρήνης με κάθε θυσία. Αρκετά είχε υποφέρει η πόλη, ύστερ’ από την εκστρατεία της Σικελίας. Κανένας λόγος δεν υπήρχε να θυσιάζωνται οι Αθηναίοι, για να κρατούν τη ναυτική ηγεμονία. Μπορούσαν να ζήσουν θαυμάσια, αναπτύσσοντας το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, μέσα στην πολιτεία τους και έχοντας καλές σχέσεις με τους γείτονες. Ένα τέτοιο πρόγραμμα προϋπέθετε, βέβαια, την παραίτηση της Αθήνας από τον ηγετικό της ρόλο.

Ο Εύβουλος σημείωσε την πρώτη του επιτυχία, όταν τον όρισαν ταμία. Γνωρίζοντας καλά τη λογιστική υπηρεσία και τα οικονομικά της Αθηναϊκής Πολιτείας, μπόρεσε σ’ ένα χρόνο να παρουσιάση μεγάλη αύξηση των εσόδων. Αντί όμως τα υπερέσοδα αυτά να τα καταθέση στο ειδικό ταμείο για τις έκτακτες ανάγκες της πολιτείας, στρατιωτικές και άλλες, προτίμησε να τα μοιράση στο Δήμο. Ζήτησε να γιορταστή «το πρώτο έτος της ειρήνης», όπως το ονόμασε, μοιράζοντας τα περισσεύματα στο πλήθος με αυξημένα «θεωρικά», που τα έκανε τακτική δαπάνη του προϋπολογισμού. Πέτυχε μάλιστα να ψηφιστή και νόμος, που τιμωρούσε με θάνατο όποιον θα τολμούσε να προτείνη τη χρησιμοποίηση των «θεωρικών» για στρατιωτικές δαπάνες. Αν ήθελαν οι Αθηναίοι πολεμικές δαπάνες, έπρεπε να τις ψηφίζουν σε έκτακτο προϋπολογισμό, πέραν από τα τακτικά έξοδα. Με το νόμο αυτό κάθε πολεμική δαπάνη γινόταν εκ προοιμίου αντιπαθητική και δύσκολα ψηφιζόταν, αφού έπρεπε να επιβαρυνθούν ιδιαίτερα οι πολίτες.

Η πολιτική του Ευβούλου έκανε ακόμη πιο φιλειρηνικούς τους Αθηναίους. Τις παλιές αρετές της πολιτείας και τα κατορθώματα των προγόνων τα αναφέραν μόνο για να καυχιώνται και όχι για παράδειγμα προς μίμηση. «Ειρήνη»και «καλοπέραση» ήταν τα δύο συνθήματα. Η ζωή της Αθήνας είχε αλλάξει εντελώς. Οι διάσημες εταίρες και τα φερσίματά τους ήταν το θέμα της ημέρας. Και όταν ο φούρνος του Θεαρίωνος έφτιαχνε τα ψωμιά όχι στο συνηθισμένο σχήμα, αλλά σε ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, όλοι συζητούσαν γι’ αυτό και θαύμαζαν. Τα «ανέκδοτα» που λέγαν στις συναναστροφές και τα αστεία μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Είχε γίνει και ένας σύλλογος των «Εξήκοντα», που τα μέλη του δεν είχαν άλλη δουλειά παρά να λένε ανέκδοτα και αστεία. Αναφέρουν μάλιστα πως ο Φίλιππος τους πλήρωσε ένα τάλαντο, για να του στείλουν τα ευφυολογήματά τους. Το «αττικό πνεύμα», έστω και των «Εξήκοντα», χρειαζόταν στο Φίλιππο για να φαιδρύνη τα οργιαστικά του συμπόσια. Ο μεγάλος αυτός βασιλιάς, που είχε παντρετή τέσσερεις νόμιμες, ήταν τρομερά έκδοτος σε οινοποσίες, διασκεδάσεις και έρωτες. Ελαττώματα, που τα κληρονόμησε και ο Αλέξανδρος.

Αισχίνης.

Στην φιλειρηνική πολιτική του ο Εύβουλος περιλάμβανε και τις καλές σχέσεις των Αθηναίων με το Φίλιππο. Ο ίδιος ήταν θαυμαστής και φίλος του βασιλιά της Μακεδονίας και ανήκε στους «Μακεδονίζοντες», που είτε από φόβο, είτε από εξαγορά, είτε από πεποίθηση, ζητούσαν να έχουν καλές σχέσεις με το μακεδονικό κράτος. Αν ο Εύβουλος ήταν ο θορυβωδέστερος από τους φίλους της Μακεδονίας, ο επιφανέστερος ήταν ο Αισχίνης. Ο Αθηναίος αυτός ρήτορας, ένας από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, είχε γεννηθή το 389. Ανήκε σε μια φτωχή αλλά έντιμη αθηναϊκή οικογένεια. Στην αρχή ακολούθησε το επάγγελμα του ηθοποιού κι’ έπειτα του υπογραμματέα στα δικαστήρια. Και τα δύο επαγγέλματα τον βοήθησαν στην πολιτική σταδιοδρομία του. Σαν ηθοποιός είχε μάθει ν’ απαγγέλη και είχε μελετήσει τα αριστουργήματα της αττικής σκηνής. Σαν υπογραμματέας στα δικαστήρια γνώριζε τους νόμους και τα ψηφίσματα. Και του ήταν χρήσιμα για τις συζητήσεις στα δικαστήρια και στην Πνύκα. Η αττική νομοθεσία ήταν πραγματικός κυκεώνας την εποχή εκείνη. Τα τελευταία χρόνια η Εκκλησία του Δήμου είχε ψηφίσει σωρεία από νόμους, ώστε η κωδικοποίηση που είχε κάνει ο Θρασύβουλος να είναι πια ξεπερασμένη. Και ο «λαμπρόφωνος» αυτός ηθοποιός και γνώστης των νόμων, μπόρεσε, μολονότι δεν είχε γενικότερη φιλοσοφική μόρφωση, ν’ αντιμετωπίση στην Πνύκα τους μεγαλύτερους ρήτορες, και αυτόν το Δημοσθένη. Δύο αδελφοί του Αισχίνη, ο Αφόβητος και ο Φιλοχάρης, είχαν πάρει ανώτερα αξαιώματα. Ο πρώτος είχε σταλή πρέσβυς στην Περσία και ο δεύτερος είχε εκλεγή στρατηγός. Ο ίδιος ο Αισχίνης είχε επιδείξει λαμπρή διαγωγή στον πόλεμο. Τον είχε στεφανώσει στο πεδίο της μάχης ο στρατηγός Φωκίων. Δύο χρόνια μετά την ανδραγαθία του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο βήμα (348) και γρήγορα πήρε μία από τις πρώτες θέσεις στην πολιτική ζωή της Αθηναϊκής Πολιτείας. Στην αρχή ο Αισχίνης ήταν εναντίον του Φιλίππου. Και συμβούλευε τους Αθηναίους να καλέσουν τις άλλες ελληνικές πόλεις και να του κηρύξουν τον πόλεμο. Κατόπιν όμως άλλαξε πολιτική, όταν κατάλαβε τη δύναμη του Φιλίππου. Αποφασιστική, για τον πολιτικό του προσανατολισμό, ήταν η επίσκεψη που έκανε στο Μακεδόνα βασιλιά, μαζί με τους άλλους Αθηναίους πρέσβεις (346), για να συζητήσουν και υπογράψουν τη «Φιλοκράτειο ειρήνη». Ο Αισχίνης είδε από κοντά τη δύναμη του μακεδονικού στρατού και γενικότερα την οργάνωση του νέου Ελληνικού κράτους του βορρά και επίστηκε ότι οι αγώνες των Αθηναίων εναντίον του θα ήταν μάταιοι. Συμφέρον τους θα ήταν να έχουν καλές σχέσεις με το Φίλιππο και να τον βοηθήσουν να προχωρήση στα μεγαλεπήβολα σχέδια που ετοίμαζε κατά του Περσικού κράτους.

Φιλοκράτης και Ισοκράτης.

Τα ίδια υποστήριζαν και άλλοι Αθηναίοι πολιτικοί, οι «Μακεδονίζοντες». Από τους επιφανέστερους ήταν ο Φιλοκράτης, που έδωκε το όνομά του στην ειρήνη του 346 και ο Ισοκράτης. Ένας φιλοσοφημένος ρήτορας και δάσκαλος πολλών γνωστών Αθηναίων. Ο Ισοκράτης, που έζησε εκατό χρόνια (436 – 338 π.Χ.), είχε ανοίξει σχολείο ρητορικής. Ανάμεσα στους μαθητές του θα συναντήσουμε το στρατηγό Τιμόθεο, τους ιστορικούς Θεόπομπο και Έφορο, τους ρήτορες Ισαίο, Λυκούργο, Αισχίνη και Υπερείδη. Το σχολείο του ήταν το πιο ακριβοπληρωμένο στην εποχή του, με δίδακτρα 1.000 δραχμές. Στην εσωτερική πολιτική ο Ισοκράτης προτιμούσε τη δημοκρατία από την ολιγαρχία. Επαινούσε τον Περικλή και το Σόλωνα και ήταν αντίθετος στο ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης. Ύστερα όμως από τις συφορές του Πελοποννησιακού πολέμου, την ελάττωση του ελληνικού πληθυσμού και τη σκληρότητα των «Τριάνατα τυράννων», περιπέτειες που είχε ζήσει ο ίδιος, πρέσβευε ότι είχε έλθει η ώρα της Μακεδονίας για την ηγεσία της Ελλάδος. Ήθελε το Φίλιππο συμφιλιωτή των Ελλήνων και αρχηγό στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. Και έγραψε στον ίδιο «προστήναι της … των Ελλήνων ομονοίας και της επί βαρβάρους στρατείας». Του ζητούσε να ελευθερωθούν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και να δημιουργηθή ελεύθερος χώρος, από την Κιλικία ως τη Σινώπη, για να εγκατασταθή το πλήθος των «πλανητών δι’ ένδειαν ανά την Ελλάδα». Την αρχηγία του Φιλίππου την εννοούσε μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις. Τον ήθελε αρχιστράτηγο των Ελλήνων, όπως άλλοτε ήταν ο Αγαμέμνων. Κάθε ελληνική πόλη θα διατηρούσε την ανεξαρτησία της και το δημοκρατικό της πολίτευμα. Όταν όμως μετά τη μάχη της Χαιρωνείας (338) είδε πως εντελώς διαφορετικές ήταν οι προθέσεις και οι επιδιώξεις του Φιλίππου, έθεσε τέρμα στη ζωή του. Αφήκε να πεθάνη από ασιτία. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με τιμές και με δημοσία δαπάνη. Και στον τάφο του, σα σύμβολο του ελκυστικού και χαριτωμένου λόγου του, έστησαν μια μαρμάρινη σειρήνα.

Υπερείδης.

Αντιμέτωποι στους «Μακεδονίζοντες» και στους συμβιβαστικούς στάθηκαν τότε ο Υπερείδης (390 – 322) και ο Δημοσθένης (383 – 322). Θεωρούσαν το Φίλιππο σαν εχθρό των Ελλήνων και των Αθηναίων. Ο Υπερείδης κατηγόρησε το Φιλοκράτη για την ειρήνη που είχε υπογράψει και πέτυχε την καταδίκη του. Και από τότε υπήρξε ατρόμητος και αφιλοχρήματος μαχητής εναντίον των «αργυρώνητων», όπως τους ονόμαζε, συμπολιτών του που μακεδόνιζαν. Τον αγώνα του συνέχισε και μετά το θάνατο του Φιλίππου εναντίον του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, με περισσότερους από πενήντα λόγους. Κατά το Λογγίνο, οι λόγοι του θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το «πένταθλο», με τις πέντε αρετές που είχαν: «την χάριν, το μέγεθος, τον αστεϊσμόν, την πανουργίαν και την οικονομίαν». Ο Υπερείδης έμεινε ως το τέλος αμείλικτος εχθρός των Μακεδόνων και έπεσε μαχόμενος για τις ιδέες του. Την ίδια τύχη είχε και ο άλλος μεγάλος συναγωνιστής του Δημοσθένης.

Δημοσθένης.

Το όνομα του Δημοσθένη πέρασε στην ιστορία κυρίως για τη ρητορική του δεινότητα. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες του αρχαίου κόσμου. Οι 61 αγορεύσεις του, που σώθηκαν ως σήμερα, είναι πάντα πηγή εμπνεύσεων και υπόδειγμα στην κλασική παράδοση του δημοσίου λόγου. Και όμως, ο μέγιστος αυτός ρήτορας των αιώνων, δεν είχε από τη φύση κανένα από τα χαρίσματα που καθιερώνουν τους μεγάλους τεχνίτες του προφορικού λόγου. Χρειάστηκε η αδάμαστη επιμονή και θέλησή του, για να υπερνικήση τα φυσικά του ελαττώματα. Ο Δημοσθένης είχε ασθενικό σώμα και κάποια φοβία για το πλήθος. Τον τρόμαζε ο θόρυβος που δημιουργείται πάντα στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Όταν μιλούσε τραύλιζε και το πρόσωπό του έκανε διάφορους μορφασμούς. Η ομιλία του ήταν άτονη και σιγανή. Για να διορθώση τον τραυλισμό της φωνής του, έβαζε χαλίκια μέσα στο στόμα του. Και για ν’ αποκτήση δυνατή φωνή, πήγαινε στην ακροθαλασσιά κι’ έβγαζε λόγους μπροστά στα αφρισμένα κύματα ή ανέβαινε απότομους ανήφορους μιλώντας δυνατά. Επί ώρες καθόταν μπροστά στον καθρέφτη για να διορθώση τις παραμορφώσεις που έκανε το πρόσωπό του σα μιλούσε και να μελετήση τις κινήσεις που έπρεπε να συνοδεύουν το λόγο του. Και κατόρθωσε, υπερνικώντας τα ελαττώματά του, να εμφανιστή νεώτατος στο δικαστήριο και να καταπλήξη με τη ρητορική του τέχνη. Στην πρώτη αυτή εξόρμηση, στον παρθενικό του λόγο, τον βοήθησε ο δάσκαλός του ο ρήτορας Ισαίος. Επρόκειτο για μια προσωπική του υπόθεση. Είχε καταγγείλει στο δικαστήριο τους τρεις κηδεμόνες του, που τον επιτρόπευαν. Τους κατηγορούσε ότι είχαν σφετεριστή την περιουσία που του είχε αφήσει ο πατέρας του, που λεγόταν επίσης Δημοσθένης. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος. Είχε δύο εργοστάσια. Στο ένα έφτιαχνε μαχαίρια και σπαθιά και στο άλλο κρεβάτια. Ζούσε σ’ ένα δήμο της Αττικής, την Παιανία, το σημερινό Λιόπεσι. Εκεί γεννήθηκε (383) και ο Δημοσθένης. Ο πατέρας του τον αφήκε ορφανό εφτά χρονών. Και οι επίτροποι όχι μόνο σφετερίστηκαν την περιουσία του, αλλά τον αφήκαν και αμόρφωτο. Στη δίκη που ακολούθησε, ο Δημοσθένης υπερασπίστηκε την υπόθεσή του με πέντε ρητορικούς λόγους, τους λεγομένους «επιτροπικούς». Το δικαστήριο τον δικαίωσε και καταδίκασε τον ένα από τους επιτρόπους να του πληρώση 10 τάλαντα. Η πρώτη αυτή επιτυχία άνοιξε το δρόμο στο ρήτορα. Έπρεπε όμως να συμπληρώση τη μόρφωσή του. Και τότε κλεινόταν σ’ ένα δωμάτιο και διάβαζε, αφού προηγουμένως ξύριζε το κεφάλι του, ώστε να μη μπορή να βγη έξω πριν ξαναβγούν τα μαλλιά.

Ο Δημοσθένης, πριν αναμιχθή στην πολιτική, άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, δηλαδή του δικηγόρου και του δασκάλου της ρητορικής. Το 354 ο Δημοσθένης, σε ηλικία 29 χρονών, εκφωνεί τον πρώτο μνημειώδη λόγο του στην Εκκλησία του Δήμου «περί συμμοριών». Συμβουλεύει τους Αθηναίους να διορθώσουν τα οικονομικά τους και να ετοιμάσουν ισχυρό στόλο, απέναντι της περσικής απειλής. Ο ίδιος αρματώνει με έξοδά του και προσφέρει μία τριήρη. Μετά δύο χρόνια, στην αγόρευσή του «υπέρ των Ροδίων», ζητεί να βοηθήσουν τη δημοκρατική εξέγερση στη Ρόδο, ώστε ν’ αρχίσουν ν’ ανακτούν οι Αθηναίοι τη χαμένη επιρροή τους στο Αιγαίο. Στα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια του Δημοσθένη, η αυξανόμενη διαρκώς δύναμη της Μακεδονίας ήταν φυσικό να υψώνη εμπόδια. Και όταν ο Φίλιππος έκανε την πρώτη εισβολή του και έφθασε ως τις Θερμοπύλες, ο Δημοσθένης ξεσήκωσε τους Αθηναίους με ένα μαχητικό λόγο, τον πρώτο «φιλιππικό». Ήταν η πρώτη από τις ιστορικές αγορεύσεις του εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά. Ακολούθησαν έπειτα άλλοι τέσσερεις «φιλιππικοί» και ολόκληρη η ζωή του Δημοσθένη ήταν ένας, χωρίς σταμάτημα, αγώνας εναντίον του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η αντίθεσή του οφείλεται κυρίως στο φλογερό πατρωτισμό του και στην πίστη του πως μόνο η Αθήνα ήταν σε θέση να κάνη τον αγώνα κατά του Περσικού κράτους, ύστερ’ από την πτώση της Σπάρτης και της Θήβας, και όχι ο «βάρβαρος», όπως τον αποκαλούσε, και «ολέθριος» Φίλιππος. Ο Δημοσθένης κατηγορούσε ακόμη τους «Μακεδονίζοντες» ότι ήταν εξαγορασμένοι από το Φίλιππο. Αν και ήταν υπερβολικά πολλά από όσα έλεγε, φαίνεται, ωστόσο, πως μερικούς Αθηναίους τους είχαν περιποιηθή τα μυστικά κονδύλια της Πέλλας. Το βεβαίωνε και ο ίδιος ο Φίλιππος λέγοντας: «Ο Δημοσθένης δικαιούται να μιλάη με παρρησία, γιατί μονάχα το όνομά του, από όλους τους δημαγωγούς της Ελλάδος, δεν είναι γραμμένο μέσα στους λογαριασμούς των εξόδων μου». Τριάντα χρόνια κράτησαν οι πολιτικοί αγώνες του Δημοσθένη εναντίον της ηγεμονίας του Μακεδονικού Ελληνισμού. Όταν πέθανε ο Φίλιππος, τους συνέχισε κατά του Αλεξάνδρου. Και ήταν φυσικό οι φλογεροί λόγοι του μεγάλου ρήτορα να εξάπτουν τα πάθη και να μεγαλώνουν το χάσμα που χώριζε τις δύο παρατάξεις: τους «Μακεδονίζοντες» και τους «Φιλελεύθερους».

Φωκίων.

Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, που τις φανάτιζαν οι δημηγορίες του Δημοσθένη και του Αισχίνη, θα συναντήσουμε έναν άλλο Αθηναίο πολιτικό: το στρατηγό Φωκίωνα. Το όνομά του πέρασε στην ιστορία σαν πρότυπο σε ευθύτητα, τιμιότητα και λιτότητα. Ο Αθηναίος αυτός πολιτικός και στρατιωτικός είχε πολλές ευκαιρίες να γίνη πλούσιος. Προτίμησε όμως να ζήση και να πεθάνη φτωχός, σε μια εποχή που ο χρηματισμός και η δωροδοκία είχαν σκιάσει πολλές φορές την πολιτική ζωή. Ο Αντίπατρος της Μακεδονίας έλεγε ότι είχε δύο φίλους στην Αθήνα: το Φωκίωνα και το ρήτορα Δημάδη. Τον πρώτο ποτέ δεν κατόρθωσε να τον πείση να δεχτή χρήματα. Του δεύτερου ποτέ δεν του έφθασαν όσα κι’ αν του έδωσε. Και όταν κάποιος ρώτησε το Φωκίωνα, γιατί δεν έπαιρνε τα χρήματα που του έδινε ο Αντίπατρος, εκείνος του είπε: «Γιατί δεν μπορεί ο Αντίπατρος να με έχη συγχρόνως και φίλο και κόλακα! …».

Ο μεγάλος αυτός Αθηναίος – ίσως, πολύ μεγάλος για την εποχή του – γεννήθηκε γύρω στα 400. Ανήκε σε μια έντιμη αστική οικογένεια, που του έδωκε εξαίρετη ανατροφή και μόρφωση. Πήρε μαθήματα στην Ακαδημία, στην αρχή από τον Πλάτωνα και έπειτα από τον Ξενοκράτη. Είχε ακόμη σπουδάσει τη στρατιωτική τέχνη κοντά στο στρατηγό Χαβρία. Από πολύ νέος αναμίχθηκε στην πολιτική και διακρίθηκε για τη ρητορική του ικανότητα, που την αναγνώριζε και ο Δημοσθένης. Και έλεγε για το Φωκίωνα ότι ήταν «η ψαλίδα των λόγων του». Κυρίως η ηθική επιβολή του Φωκίωνος ήταν εκείνη που έπειθε τους Αθηναίους περισσότερο από τη ρητορική του τέχνη. Είχε πάντοτε το θάρρος της γνώμης και ουδέποτε συμβιβαζόταν με το πλήθος όταν υποστήριζε τις ιδέες του. Κάποτε ο Δημοσθένης του είπε στην Εκκλησία του Δήμου: «Με αυτά που λες Φωκίων θα σε εκτελέσουν οι Αθηναίοι…». Και ο Φωκίων του απάντησε: «Εμένα θα με εκτελέσουν αν παραφρονήσουν, ενώ εσένα αν σωφρονήσουν!». Άλλοτε πάλι ο αθηναϊκός λαός ζητούσε από το Φωκίωνα να γίνη αρχηγός σε κάποια εκστρατεία που δεν ήταν σύμφωνος. Και μερικοί από το πλήθος του φώναξαν πως ήταν δειλός και γι’ αυτό δεν την ήθελε. Και ο Φωκίων αποθέστατα τους λέει: «Ούτε σεις μπορείτε να με κάνετε πιο γενναίο, ούτε εγώ εσάς πιο δειλούς …». Και πρόσθεσε: «Ούτε πρόκειται να σας πω κάτι παρά τη γνώμη μου…». Η παρρησία που έδειχνε ο Φωκίων απέναντι του Δήμου και η ωμή ειλικρίνειά του, δεν εμπόδισαν τους Αθηναίους να τον εκλέγουν επί 45 χρόνια στρατηγό τους. Και σε καμμιά από τις εκλογές δεν είχε παρουσιαστή ο ίδιος για να κολακεύση και να επηρεάση τους ψηφοφόρους του. Οι αντίπαλοί του μάλιστα δυσανασχετούσαν γι’ αυτό κι’ έλεγαν, ότι ήταν ακατανόητο οι Αθηναίοι να εκλέγουν συνεχώς το σκυθρωπό αυτό άνθρωπο, που τους έλεγε πάντοτε δυσάρεστα πράγματα. Αναφέρουν μάλιστα πως κάποτε ξαφνιάστηκε και ο ίδιος, σαν είδε τους Αθηναίους να είναι όλοι σύμφωνοι με όσα έλεγε. Και ρώτησε ένα φίλο του, που ήταν κοντά του: «Μήπως χωρίς να το θέλω προτείνω για την πόλη κακά πράγματα, και γι’ αυτό συμφωνούν όλοι μαζί μου;».

Ο Φωκίων είχε σημειώσει πολεμικές επιτυχίες σαν αρχηγός του αθηναϊκού στρατού. Είχε πολεμήσει νικηφόρα εναντίον του στρατού του Φιλίππου και είχε αγωνιστή για να εμποδίση την επέκταση της μακεδονικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Έσωσε την Εύβοια από τη μακεδονική εισβολή. Υποχρέωσε το Φίλιππο να λύση την πολιορκία του Βυζαντίου και έδιωξε τους μακεδόνες από τη Χερσόνησο της Θράκης. Ύστερα όμως από τη μάχη της Χαιρωνείας, που φάνηκε η στρατιωτική υπεροχή και η οργάνωση του μακεδονικού στρατού, συμβούλευε τους Αθηναίους να γίνουν φίλοι του Φιλίππου.

Γύρω από τις προσωπικότητες που σκιαγραφήσαμε, πλέχτηκε η αθηναϊκή ιστορία την εποχή του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου. Ο καθένας από αυτούς έβλεπε από διαφορετική σκοπιά την προσπάθεια του Μακεδονικού κράτους: Ο Αισχίνης όχι μόνο πίστευε στη μακεδονική υπεροχή και επικράτηση, αλλά και την ευχόταν. Ο Ισοκράτης την έβλεπε σαν πραγματικότητα, που έπρεπε να επωφεληθούν οι Έλληνες. Ο Φωκίων την αντιμετώπιζε σαν αναγκαίο κακό. Και ο Δημοσθένης με τον Υπερείδη, σαν όλεθρο της Ελλάδος. Από την άλλη πλευρά, ο Φίλιππος θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά ισχυρό για να προχωρήση στους σκοπούς του.