Αν ο Αλκιβιάδης ζούσε μία ή δύο γενεές πριν από την εποχή του, ή θα είχε μείνει άγνωστος στο περιθώριο της ιστορίας ή θα είχε αλλάξει εντελώς τρόπο ζωής και πολιτικής για να φθάση στο βήμα της Πνύκας. Οι παλαιότεροι Αθηναίοι δεν θα ανέχονταν, τους εξωφρενισμούς του, τους πολιτικούς του παραλογισμούς και την ιδιωτική του ζωή.
Αλλά η εποχή του Αλκιβιάδη ήταν πιο συγκαταβατική. Ο πόλεμος που είχε κρατήσει χρόνια και η δημαγωγία έκαναν ελαστικότερες τις συνειδήσεις. Και στη νεολαία είχαν επιδράσει οι «σοφιστικές» θεωρίες μερικών φιλοσόφων, με αποτέλεσμα η νέα γενεά των Αθηναίων όχι μόνο να ανέχεται τα σκάνδαλα και τους εξωφρενισμούς του θρασύτατου αυτού αριστοκράτη, αλλά να της αρέσουν και τα όσα έφτιαχνε και να θέλη να τον μιμήται. Ο Αλκιβιάδης ήταν οπαδός εξτρεμιστικών σοφιστικών δοξασιών και θιασώτης της θεωρίας ότι το «δίκαιον» είναι με τον ισχυρό. Χρησιμοποιώντας το σπινθηροβόλο πνεύμα του, τα φυσικά του χαρίσματα, τη μόρφωσή του και τις περίεργες θεωρίες του, κατόρθωνε να προσελκύη οπαδούς και θαυμαστές. Και έκανε ό,τι μπορούσε για να προκαλή την προσοχή και να γίνεται λόγος γύρω από το όνομά του. Έκοψε την ουρά του σκύλου του «για ν’ ασχολούνται» καθώς έλεγε «με το σκύλο του οι Αθηναίοι και όχι με τον ίδιο». Άλλοτε πάλι γύριζε στους δρόμους μ’ ένα κοντό κόκκινο χιτώνα και κρεμούσε από πίσω του ένα κλαρί από ελιά. Όταν οι Αθηναίοι τον συνήθισαν και έπαυσαν να τον προσέχουν, ο Αλκιβιάδης άλλαξε την ελιά μ’ ένα κλάδο από φοίνικα, για να γίνη και πάλι συζήτηση γι’ αυτόν. Μολονότι είχε επίδοση στη μουσική και ήταν φιλομαθέστατος, αρνήθηκε να παίζη αυλό – τον πρόγονο της σημερινής φλογέρας – γιατί του παραμόρφωνε το πρόσωπο. Και όλοι οι νέοι τον μιμήθηκαν και σταμάτησαν να σπουδάζουν «αυλητική». Κοντά στη νεολαία έπαυσαν και οι Αθηναίοι να χρησιμοποιούν τον αυλό στις διασκεδάσεις τους!
Η θρασύτητα του Αλκιβιάδη ξεπερνούσε κάθε όριο. Περιφρονούσε την κοινωνία, τους νόμους και τους άρχοντες της πολιτείας. Έδειρε ένα γραμματοδιδάσκαλο γιατί δεν είχε στη βιβλιοθήκη του τον Όμηρο. Χαστούκισε δημοσία στο θέατρο το χορηγό Ταυρέα, γιατί τόλμησε να εμφανιστή αντίπαλός του στο δραματικό διαγωνισμό. Έναν αξιοσέβαστο Αθηναίο, τον κατοπινό πεθερό του Ιππόνικο, τον χτύπησε μέσα στο δρόμο, μόνο και μόνο για να γελάση η συντροφιά του… Το ζωγράφο Αγάθαρχο, που ήταν κι’ ο επίσημος ζωγράφος της πολιτείας, τον ανάγκασε με τη βία να ζωγραφίση το σπίτι του, ενώ επευφημούσε ο όχλος που είχε μαζευτή να δη το κατόρθωμά του. Είχε ακόμα το θράσος να πάη μόνος του στο Μητρώο και να σκίση την ανάκριση που γινόταν εναντίον του ποιητή Ηγεμόνα, που τον είχε πάρει στην προστασία του…
Οι ερωτικοί άθλοι του Αλιβιάδη έχουν αφήσει εποχή. Ο Φερεκράτης έλεγε ότι δεν ήταν «απλώς ανήρ, αλλ’ ανήρ όλων των γυναικών». Και ο Ξενοφών αναφέρει ότι και οι σεμνότερες γυναίκες δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στη γοητεία του. Η ομορφιά του έμεινε ιστορική. Οι αρχαίοι τον αναφέρουν «ο ωραίος Αλκιβιάδης». Είχε σώμα αθλητικό, ψηλό ανάστημα και ηγεμονικό παρουσιαστικό. Και διατηρήθηκε ωραίος ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε άλλωστε νέος, σε ηλικία 43 χρονών. Πολλοί καλλιτέχνες τον είχαν απεικονίσει στην αρχαιότητα. Κανένα όμως άγαλμα ή προτομή του Αλκιβιάδη δε σώθηκε ως σήμερα. Η προτομή του Βατικανού και το ανάγλυφο στη Νεάπολη της Ιταλίας είναι έργα νεώτερα και «κατά φαντασίαν». Θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη για τον Αλκιβιάδη ότι ήταν γοητευτικός συνομιλητής και ετοιμόλογος. Είχε οξύτατη αντίληψη και μεγάλη ευφυία. Στην ευστροφία του πνεύματος και στο μεγαλόπνοο των ιδεών θύμιζε το Θεμιστοκλή.
Ο Αλκιβιάδης γεννήθηκε το 448. Ανήκε σε μια πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια. Από τη μητέρα του ήταν Αλκμεωνίδης και συγγένευε με τον Περικλή, που ήταν και ο κηδεμόνας του όταν έμεινε ορφανός. Πατέρας του Αλκιβιάδη ήταν ο πλούσιος και ευυπόληπτος Αθηναίος Κλεινίας. Ήταν κυβερνήτης σε μια τριήρη στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και σημείωσε εξαίρετη πολεμική δράση. Αργότερα σκοτώθηκε στη μάχη της Κορωνείας, αφίνοντας τον Αλκιβιάδη νήπιο. Από τον πατέρα του ο Αλκιβιάδης είχε κληρονομήσει την παλληκαριά. Αγαπούσε τον κίνδυνο και σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβε μέρος διακρίθηκε. Η οικογένειά του προσπάθησε να του δώση εξαίρετη μόρφωση και ανατροφή είχε τους καλύτερους παιδαγωγούς και αυτό το Σωκράτη για δάσκαλο. Ήταν και ο μόνος που σεβόταν και φοβόταν. Ίσως γιατί ο Σωκράτης του είχε σώσει τη ζωή στη μάχη της Ποτειδαίας, όταν ο Αλκιβιάδης είχε λάβε μέρος σ’ αυτή και πληγώθηκε. Πάντως διατήρησε ως το τέλος της ζωής του βαθύτατο σεβασμό προς το μεγάλο φιλόσοφο και οι μόνες σχέσεις που είχε μαζί του, ήταν σχέσεις μαθητή προς σοφό δάσκαλο.
Ο Αλκιβιάδης είχε παντρευτή την Ιππαρέτη, κόρη του πλουσιότατου Ιππονίκου Καλλίου. Τα αρχαία κείμενα μας πληροφορούν ότι είχε πάρει και τη μεγαλύτερη προίκα: είκοσι τάλαντα. Η συζυγική όμως ζωή του Αλκιβιάδη ήταν δυσάρεστη. Η Ιππαρέτη πέθανε νέα, αφού της κατασπατάλησε τη μεγάλη περιουσία της. Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του Αλκιβιάδη είναι και το αναφερόμενο από τον Πλούταρχο. Μια ημέρα είχε πάει να ιδή τον κηδεμόνα του Περικλή. Του είπαν ότι ήταν απασχολημένος, γιατί ετοίμαζε τον απολογισμό που θα έδινε στους Αθηναίους για τα χρήματα του δημοσίου που του είχαν εμπιστευθή. Και ο Αλκιβιάδης έφυγε λέγοντας: «Πολύ καλύτερα θα ήταν να σκεφθή πως να μην αποδώση λογαριασμό στους Αθηναίους!…».
Θα περίμενε κανένας ότι ο Αλκιβιάδης, έχοντας δάσκαλο τον ηθικότατο Σωκράτη και κηδεμόνα τον αυστηρό Περικλή, θα γινόταν πρότυπο χρηστού πολίτη, αφού μάλιστα είχε μεγάλη επίδοση στα γράμματα. Αλλά η περίεργη ιδιοσυγκρασία του και το αθηναϊκό περιβάλλον της εποχής του τον έκαναν να ακολουθήση ένα δρόμο ανώμαλο με καταπληκτικές εναλλαγές, που άλλοτε τον ανέβαζαν στο επίπεδο μεγαλόπνοου πολιτικού και άλλοτε τον κατέβαζαν στην υποστάθμη ενός θρασύτατου ταραξία. Με την ίδια άνεση γινόταν ο σωτήρας της Αθηναϊκής Πολιτείας και ο προδότης της πατρίδας του.
Όπως ήταν η ιδιωτική του ζωή, το ίδιο περιπετειώδης ήταν και η δημοσία ζωή του Αλκιβιάδη. Πρωτοφάνηκε στην Εκκλησία του Δήμου προσφέροντας ένα μεγάλο ποσό σε κάποιο δημόσιο έρανο, για να δημιουργήση εντυπώσεις και οπαδούς. Και μπόρεσε σύντομα ν’ αυξήση το κόμμα του τόσο, ώστε να εκλεγή στρατηγός (420) σε ηλικία 30 χρονών και ν’ ανταγωνίζεται στην Πνύκα τον ισχυρότατο Νικία. Ο Αλκιβιάδης στην αρχή ακολούθησε φιλική πολιτική απέναντι της Σπάρτης. Έπειτα όμως στράφηκε εναντίον της, γιατί τον αγνοούσε και προτιμούσε να συνενοήται με το Νικία. Ο Αλκιβιάδης κατηγόρησε τη Σπάρτη ότι δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της. Είχε κάνει μυστική συμμαχία με τους Βοιωτούς, που ουσιαστικά στρεφόταν κατά των Αθηναίων, παρά τους όρους της ειρήνης. Και για αντιπερισπασμό άρχισε συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις με το Άργος, την Ηλεία και τη Μαντινεία, για τη συνομολόγηση συμμαχίας εναντίον της Σπάρτης. Η κατάσταση γινόταν και πάλι επικίνδυνη για πόλεμο. Με την επέμβαση των πιο μυαλωμένων, οι Σπαρτιάτες έστειλαν μία πρεσβεία στην Αθήνα, με διαλλακτικές διαθέσεις, για να διευθετήση τις διαφορές που χώριζαν τις δύο πόλεις. Ο Αλκιβιάδης φοβήθηκε ότι τα ζητήματα θα λύνονταν ειρηνικά. Η ειρήνη όμως δεν ευνοούσε τα φιλόδοξα σχέδιά του. Και κατόρθωσε να παρασύρη την Εκκλησία του Δήμου στην αποπομπή των πρέσβεων.
Ο τελευταίος εξοστρακισμός.
Μετά την αναχώρηση των απεσταλμένων της Σπάρτης, ο Αλκιβιάδης πείθει το Δήμο (420) σε συμμαχία με τους Αργείους, τους Ηλείους και τους Μαντινείους, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι συνεννοήσεις με τη Σπάρτη και να ανοίξη ο δρόμος για τον πόλεμο. Δύο χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες στη μάχη της Μαντινείας νικούν τους Αργείους και τους συμμάχους των και διαλύουν τη συμμαχία τους με την Αθήνα. Και όλα αυτά είχαν γίνει παρά τις συμβουλές και διαμαρτυρίες του Νικία και των φίλων της ειρήνης. Επάνω στα ζητήματα αυτά η αντίθεση Νικία και Αλκιβιάδη είχε φθάσει σε τέτοια οξύτητα, ώστε η Εκκλησία του Δήμου πήρε την απόφαση πως κάποιος έπρεπε να εξοστρακιστή για να ησυχάση η πόλη. Στη δεύτερη συνεδρίαση, που θα ψήφιζαν τον εξοστρακιστέο – το Νικία ή τον Αλκιβιάδη – τα δύο κόμματα συμφώνησαν και ψήφισαν έναν τρίτο … ανύποπτο: το λαχανοπώλη Υπέρβολο! Ήταν ένας από τους δημαγωγούς, που χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του στην Εκκλησία του Δήμου. Οι Αθηναίοι τον γλεντούσαν, χωρίς και να τον παίρνουν στα σοβαρά. Ο εξοστρακισμός του Υπερβόλου (γύρω στα 417) ήταν ο τελευταίος στην ιστορία της Αθηναϊκής Πολιτείας. Η γελιοποίηση του θεσμού, με την εξορία του ασήμαντου αυτού δημοκόπου, ήταν η χαριστική βολή. Στο μέλλον κανένας δε θα τολμήση να προτείνη εξοστρακισμό.