Στο πολιτικό σφάλμα που διαπράξαν οι Αθηναίοι, απορρίπτοντας τις προτάσεις της ειρήνης, προσθέσαν και ένα δικαστικό έγκλημα. Την καταδίκη σε θάνατο των στρατηγών που είχαν νικήσει στις Αργινούσες. Τους κατηγόρησαν ότι δεν έσωσαν τους ναυαγούς – «ουκ ανείλοντο τους ναυαγούς» – και δε μάζεψαν τα πτώματα των σκοτωμένων στη ναυμαχία.
Η κατηγορία δε στεκόταν. Ήταν τέτοια η θαλασσοταραχή, ώστε παρόμοια προσπάθεια ν’ αποκλείεται. Παρά ταύτα, έγινε τότε μία παρωδία δίκης. Την επίθεση κατά των στρατηγών άρχισαν οι δημαγωγοί και την συνέχισαν αριστετεχνικά οι ολιγαρχικοί, που μισούσαν τους στρατηγούς, γιατί ήταν δημοκρατικοί και έδωκαν τέτοια νίκη στους Αθηναίους, που ματαίωνε τα σχέδιά τους. Κινητοποίησαν τους συγγενείς των ναυαγών και τους έφεραν μαυροφορεμένους στην Εκκλησία του Δήμου, όταν διαβάστηκε η έκθεση των στρατηγών. Και αντί να ευχαριστήσουν τους θεούς και να συγχαρούν τους στρατηγούς για την ανέλπιστη νίκη, οι εγκάθετοι από τη δημαγωγία και την ολιγαρχία άρχισαν να φωνάζουν εναντίον τους. Όταν δημιουργήθηκε η κατάλληλη ψυχολογική ατμόσφαιρα, ο Δήμος, αντί για έπαινο, έπαυσε τους στρατηγούς αναπολόγητους, εκτός από τον Κόνωνα που δεν είχε λάβει μέρος στη ναυμαχία. Και έστειλε τη «Σαλαμίνα» να τους φέρη από τη Σάμο στην Αθήνα, για να δώσουν λόγο για την πράξη τους. Δύο στρατηγοί, που κατάλαβαν τη συνέχεια, αρνήθηκαν να έλθουν και αυτοεξορίστηκαν. Οι άλλοι έξι επιστρέψαν στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, οι στρατηγοί παρουσιάστηκαν στη Βουλή. Αυτή θα τους έκρινε σε πρώτο βαθμό και θα έκανε πρόταση στην Εκκλησία του Δήμου. Στη Βουλή είχαν κατορθώσει οι ολιγαρχικοί να έχουν την πλειοψηφία. Οι στρατηγοί εκθέσαν τα πράγματα και υποστήριξαν ότι ήταν αδύνατη η περισυλλογή των ναυαγών και των πτωμάτων με τη θαλασσοταραχή που επικρατούσε. Και ήταν τόσο η τρικυμία, που ο στόλος δεν μπόρεσε να φθάση στη Μυτιλήνη για ν’ απελευθερώση τον πολιορκημένο Κόνωνα. Ωστόσο αφήκαν δύο τριηράρχους, το Θηραμένη και το Θρασύβουλο (όχι το γνωστό στρατηγό), με 35 τριήρεις, να φροντίσουν για τους ναυαγούς και τα πτώματα. Μετά την έκθεση των στρατηγών, ο βουλευτής Τιμοκράτης πρότεινε να προφυλακιστούν οι στρατηγοί, να απομονωθούν και να παραδοθούν «δέσμιοι» στο Δήμο για να δικαστούν. Οι συνεννοημένοι με τον Τιμοκράτη, που είχαν και την πλειοψηφία, συμφώνησαν. Η απομόνωση είχε διπλό σκοπό. Να εντυπωσιάση και να τρομοκρατήση την πόλη και να μην αφήση τους στρατηγούς να έλθουν σε επαφή με συγγενείς και φίλους. Στη Βουλή σηκώθηκε ο Σωκράτης, που ήταν βουλευτής, και αντιτάχτηκε στο έγκλημα που ετοίμαζαν. Ο μεγάλος φιλόσοφος βλέποντας το γιο του Περικλή και της Ασπασίας στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ασφαλώς θα θυμήθηκε μιαν άλλη εποχή που η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου αποτελούσαν πραγματική εγγύηση για τους πολίτες. Σε λίγο θα πληρώση και ο ίδιος την πολιτική παρακμή της Αθήνας.
Η προσπάθεια του Σωκράτη δεν μπόρεσε να σώση τους στρατηγούς. Στην Εκκλησία του Δήμου, όπου τελικά δικάστηκαν μετά το προβούλευμα της Βουλής, η διαδικασία πήρε τη μορφή δικαστικού εγκλήματος. Απαγόρευσαν στους στρατηγούς ν’ απολογηθούν. Τους επιτρέψαν μόνο να εκθέσουν με λίγα λόγια τα γεγονότα, χωρίς να εξετάσουν την ευθύνη του καθενός. Παρ’ όλα αυτά και παρά την πίεση που ασκήθηκε, η απόφαση φαινόταν πως θα ήταν απαλλακτική για τους στρατηγούς. Και τότε αναβάλαν την ψηφοφορία για την άλλη μέρα, για να μαζέψουν εγκαθέτους και να πάρουν όλα τα μέτρα για να είναι καταδικαστική η απόφαση. Στο τέλος έκαναν και την ψηφοφορία φανερή! Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν για τον πρωτοφανή αυτόν τρόπο διεξαγωγής της δίκης, κατά παράβαση των νόμων. Αλλά οι διαμαρτυρίες τους δεν ωφέλησαν. Η απάντηση που δόθηκε ήταν ότι ο Δήμος μπορεί ν’ αποφασίζη ό,τι θέλει: «δεινόν είναι, ει μη τις εάσει τον δήμον πράττειν ο αν βούληται». Και οι έξι στρατηγοί, με απόφαση του Δήμου, παραδόθηκαν στους «ένδεκα» για το κώνειο. Μεταξύ των έξι συγκαταλέγονται ο στρατηγός Περικλής και ο στρατηγός Λυσίας, που ήταν ναυαγός και είχε σωθή ως εκ θαύματος. Για τη δίκη των Αργινουσών, εκτός από τα αρχαία κείμενα (Ξενοφών, Πλάτων, Αριστοφάνης, Διόδωρος, κ.λ.) και τις γενικές ιστορίες, έχουν γράψει ειδικές πραγματείες και πολλοί νεώτεροι, Έλληνες και ξένοι. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος χαρακτηρίζει την απόφαση της καταδίκης «ως αληθή της πόλεως αυτοκτονία» και ο Γερμανός Κούρτιος «ως μεγάλην απάτην εις ην είχεν οδηγήσει τον Δήμον φατρία προδοτική». Μετά ένα χρόνο οι Αθηναίοι θα πληρώσουν το έγκλημα των Αργινουσών στους Αιγός Ποταμούς.
Τα βαθύτερα αίτια του ξεπεσμού των δύο πολιτικών σωμάτων, της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στη μακρά παράταση του πολέμου. Η Αθηναϊκή Πολιτεία, για να κρατήση την υπεροπλία της στη θάλασσα, αναγκαζόταν να έχη σε κίνηση μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων (200 – 300 τριήρεις). Σε κάθε τριήρη υπηρετούσαν περισσότεροι από διακόσιοι για πλήρωμα εκτός από τη φρουρά (16 οπλίτες και 4 τοξότες). Τα πληρώματα και η φρουρά έπρεπε να είναι πολίτες Αθηναίοι. Και κατά τούτο υπερείχε το αθηναϊκό ναυτικό, γιατί χρησιμοποιούσε για πληρώματα εκπαιδευμένους αστούς και όχι δούλους. Στη φρουρά υπηρετούσαν οι πλουσιότερες τάξεις και στα πληρώματα η φτωχότερη, οι θήτες, με μισθό 3 οβολούς την ημέρα και το μερίδιό τους στα λάφυρα. Όταν δεν επαρκούσαν οι Αθηναίοι αστοί, χρησιμοποιούσαν για πληρώματα συμμάχους και δούλους. Οπωσδήποτε, σημαντικό ποσοστό των πληρωμάτων και η φρουρά στις τριήρεις ήταν Αθηναίοι. Και ήταν οι ζωτικότερες δυνάμεις που είχαν απομείνει ύστερ’ από τις απώλειες του Πελοποννησιακού πολέμου και προ παντός την καταστροφή της Σικελίας. Όσοι λαμβάναν μέρος στην Εκκλησία του Δήμου ήταν περασμένης ηλικίας ή ανήκαν στις πλουσιότερες τάξεις (ιππέων, ιερέων), που μέναν στην Αθήνα και ακολουθούσαν τους ολιγαρχικούς. Πολλοί δημοκρατικοί πολίτες αποφεύγανε να πηγαίνουν στην Εκκλησία του Δήμου και ν’ ακούνε τους φωνακλάδες δημαγωγούς, τον Αρχέδαμο, τον Κλεοφώντα, τον Κλειγένη, που δεν ήταν ούτε καν γνήσιοι Αθηναίοι. Είχαν έλθει από ξένα μέρη, ήταν αμόρφωτοι οι περισσότεροι και η γλώσσα τους κάθε άλλο από «αττική». Για τους λόγους αυτούς μπόρεσαν οι καλά οργανωμένοι σε Εταιρείες ολιγαρχικοί, πότε υποστηρίζοντας τους δημαγωγούς και πότε μόνοι τους, να είναι οι ουσιαστικοί ρυθμιστές στα δύο πολιτικά σώματα. Αυτό δε θα είχε γίνει, αν ο Δήμος, μετά την ανατροπή των «τετρακοσίων», είχε επιβάλει κυρώσεις κατά των αντιδημοκρατικών στοιχείων και είχε απαλλάξει την Αθήνα από μερικούς φανατικούς και προ παντός από τις Εταιρείες.
Ο «Κόθορνος» Θηραμένης.
Αντιπροσωπευτικός τύπος της εποχής εκείνης ήταν και ο Θηραμένης. Τον συναντήσαμε την εποχή των «τετρακοσίων». Από φανατικός οπαδός τους, γίνεται κατήγορός τους όταν είδε ν’ αλλάζουν τα πράγματα και παρουσιάζεται για «ήρωας της ελευθερίας». Δεν ήταν ούτε καν Αθηναίος. Είχε γεννηθή στην Κέω (Τζια) και τον είχε υιοθετήσει ο Άγνων, ο κατήγορος του Περικλή. Είχε δάσκαλο το φιλόσοφο Πρόδικο κι’ έπειτα το Σωκράτη. Ο Θουκυδίδης τον ονομάζει «ευφυά και εύγλωττον». Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν που άλλαζε πολιτικές πεποιθήσεις, ανάλογα με τον πολιτικό άνεμο που φυσούσε. Ήταν δημοκρατικός, όταν οι δημοκρατικοί ήταν στην εξουσία, ολιγαρχικός με τους ολιγαρχικούς και δημαγωγός όταν επικρατούσαν οι δημαγωγοί. Οι Αθηναίοι για τις πολιτικές του μεταλλαγές τον ονόμαζαν «Κόθορνο. Του είχαν δώσει το όνομα ενός παπουτσιού που χρησιμοποιούσαν στο θέατρο, για να φαίνωνται ψηλότεροι οι ηθοποιοί και έκανε σε όλα τα ποδάρια. Υπήρχε και σχετική παροιμία «ευμεταβολώτερος κοθόρνου». Μετά την ανατροπή των «τετρακοσίων» ο Θηραμένης είχε κατορθώσει (411) να γίνη στρατηγός. Οι Αθηναίοι όμως δεν τον ξαναεκλέξαν και τον έκαναν μόνο τριήραρχο. Και δυσαρεστημένος ξαναγύρισε στους ολιγαρχικούς. Στη ναυμαχία των Αργινουσών ήταν ο ένας από τους δύο τριηράρχους, που οι Στρατηγοί τους είχαν δώσει εντολή να μαζέψουν τους ναυαγούς και τα πτώματα. Στην έκθεση που είχαν κάνει οι στρατηγοί προς την Εκκλησία του Δήμου δεν αναφέραν τη διαταγή που είχαν δώσει στους τριηράρχους, για να μη μεταθέσουν σε κατώτερούς των την ευθύνη. Και ο Θηραμένης, αντί για κατηγορούμενος, βρέθηκε ο κύριος κατήγορος των στρατηγών! Είναι κι’ αυτό ενδεικτικό για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Αθήνα.