Μετά το θάνατο του Περικλή η πορεία του πολέμου δεν ήταν ευνοϊκή για τους Αθηναίους. Οι επιχειρήσεις είχαν επεκταθεί σε διάφορα μέρη και κάθε άνοιξη ο σπαρτιατικός στρατός εισβάλλοντας στην Αττική έκανε μεγάλες καταστροφές στα κτήματα των Αθηναίων. Και το χειρότερο, ο πόλεμος είχε πάρει, από την αρχή, έναν άγριο και εξοντωτικό χαρακτήρα.
Όταν οι κάτοικοι των Πλαταιών πήραν τη Θήβα, σκότωσαν τους 180 Θηβαίους που βρήκαν. Το μήνυμα των Αθηναίων να μη πειράξουν του αιχμαλώτους, έφθασε μετά τις εκτελέσεις. Ανταποδίδοντας οι Πελοποννήσιοι, έσφαξαν ολόκληρη τη φρουρά που υπερασπίστηκε τις Πλαταιές (250 Πλαταιείς και 25 Αθηναίους) και τον υπόλοιπο πληθυσμό τον πήραν για δούλους. Το ίδιο έγινε – σφαγή και εξανδραποδισμός – όταν οι Αθηναίοι πήραν τη Μυτιλήνη, που είχε αποστατήσει και την Αίγινα. Αλλά και μέσα στις ελληνικές πόλεις είχε αρχίσει άγριος εμφύλιος πόλεμος. Οι κάτοικοι είχαν χωριστή σε δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα: σε δημοκρατικούς και ολιγαρχικούς. Όποιο κόμμα από τα δύο επικρατούσε, εξόντωνε τους οπαδούς του άλλου. Όσο προχωρούσαν τα χρόνια, τόσο ο πόλεμος γινόταν αγριότερος, φονικότερος και επεκτεινόταν σε περισσότερες ελληνικές πόλεις. Η εξολόθρευση που πάθαινε ο Ελληνισμός ήταν απροσμέτρητη.
Νικίας.
Τον όλεθρο που ερχόταν τον βλέπανε οι φρονιμότεροι και συντηρητικότεροι από τους Αθηναίους. Αρχηγός τους, μετά το θάνατο του Περικλή, ήταν ο Νικίας. Ένα φωτεινό διάλειμμα την εποχή της δημαγωγίας. Και ένα θύμα της εποχής του. Οι μεγάλες αρετές που τον χαρακτήριζαν – σύνεση, ευσέβεια, εντιμότητα – δεν μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν μπροστά σε μια πανίσχυρη οχλοκρατία, που προτιμούσε τη δημαγωγία από το συνετό λόγο. Είχε όμως και ο Νικίας δύο βασικά ελαττώματα: του έλειπαν η τόλμη και η ενεργητικότητα. Αντιμετώπιζε τις δύσκολες περιστάσεις και τους κινδύνους με φιλοσοφική διάθεση και με ηρεμία, ενώ οι δύο κύριοι αντίπαλοί του, στην αρχή ο Κλέων και έπειτα ο Αλκιβιάδης, δεν είχαν ούτε ιερό, ούτε όσιο. Χρησιμοποιούσαν, για να φθάσουν στο σκοπό τους, οποιαδήποτε μέσα, που ήταν αδύνατο να τα διανοηθεί ο ενάρετος Νικίας. Η πρώτη εξόρμηση του Νικία στην πολιτική έγινε την εποχή που ο Περικλής κυριαρχούσε στην Εκκλησία του Δήμου. Είχε εκλεγεί στρατηγός των Αθηναίων και πολέμησε με τον Περικλή σε διάφορες εκστρατείες. Ανήκε σε μια πολύ πλούσια αθηναϊκή οικογένεια, που είχε τα μεταλλεία του Λαυρίου. Ο Νικίας γεννήθηκε το 469 π.Χ. Ήταν 21 χρόνια νεώτερος από τον Περικλή. Του άρεσε να ζη μεγαλόπρεπη και πολυδάπανη ζωή και ήταν γνωστός για τη γενναιοδωρία του. Πολλές φορές είχε «χορηγήσει» για ν’ ανεβαστούν θεατρικά έργα. Και ουδέποτε είχε νικηθεί στους δραματικούς αυτούς διαγωνισμούς. Με τόση ευσυνειδησία και πλούτο ανέβαζε τα έργα.
Ο Κλέων δημαγωγεί.
Στην Εκκλησία του Δήμου ο Νικίας ήταν ο αρχηγός των συντηρητικών, που ήθελαν να κλείσουν ειρήνη με τους Σπαρτιάτες και να σταματήση το αιματοκύλισμα της Ελλάδος. Ο αντίπαλός του Κλέων ήταν ο φιλοπόλεμος. Όταν ζούσε ο Περικλής, ο Κλέων ήταν φανατικός ειρηνοποιός. Μετά το θανατό του έγινε έξαλλος φιλοπόλεμος. «Ήθελε τον πόλεμο» γράφει ο Θουκυδίδης «γιατί τον καιρό της ειρήνης θα γινόταν καταφανέστερος όταν θα κακουργούσε και λιγότερο πιστευτός όταν θα συκοφαντούσε». Προ παντός όμως ο Κλέων δημαγωγούσε. Και κατόρθωε στην κρίσιμη εκείνη περίοδο να παρασύρη το Δήμο σε καταστρεπτικές αποφάσεις. Επιβάλλει την αύξηση του δικαστικού μισθού, που την ζητούσε από καιρό. Τον έναν οβολό που είχε ορίσει ο Περικλής για ημερήσια αποζημίωση, τον ανεβάζει σε τρεις. Και για να βρεθούν τα χρήματα υπερδιπλασιάζει τη βαρύτατη εισφορά που πλήρωναν οι σύμμαχες πόλεις. Το μέτρο ήταν αντιοικονομικό και αψυχολόγητο. Η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη από τη συμπαράσταση των συμμάχων. Τώρα τους ξεσήκωνε εναντίον της με τη νέα φορολογία. Συγχρόνως δημιουργούσε επάνω από 6.000 παράσιτα στο δημόσιο προϋπολογισμό, αλλά και ισάριθμους οπαδούς του Κλέωνος. Και σ’ αυτό είχε αποβλέψει με το μέτρο που πρότεινε. Σε καθαρά δημοκοπικούς σκοπούς. Ο Άγγλος ιστορικός και πολιτικός Γεώργιος Grote (1794 – 1871) και άλλοι νεώτεροι, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την πολιτική του Κλέωνος, που η αττική κωμωδία τον είχε ξετινάξει και ο Θουκυδίδης τον αναφέρει με αηδία και ειρωνεία. Συμβαίνει κάποτε να επιχειρούνται τέτοιες «αποκαταστάσεις» των «Μικρών της ιστορίας», χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η ετυμηγορία της Ιστορίας είναι καταδικαστική για τον Κλέωνα.
Η επιτυχία της Σφακτηρίας.
Ενώ η εξέλιξη του πολέμου δεν παρουσιάζεται ευνοϊκή για τους Αθηναίους, μια ανέλπιστη πολεμική τους επιτυχία αλλάζει τη σκηνοθεσία. Ο στρατηγός Δημοσθένης, που είχε σημειώσει λαμπρές επιτυχίες στην εκστρατεία της Ακαρνανίας, προτείνει να μεταφέρη τον πόλεμο στη νοτιοδυτική παραλία της Πεολοποννήσου, υπολογίζοντας στη βοήθεια των Μεσσηνίων που μισούσαν από παλαιότατα τους Σπαρτιάτες. Και παρά την αντίδραση που βρήκε στα σχέδιά του, κατόρθωσε με μια μικρή αθηναϊκή δύναμη και με Μεσσηνίους εθελοντές να δημιουργήση (425) ένα χαρακωμένο στρατόπεδο σ’ ένα ύψωμα που βρισκόταν στον όρμο της Πύλου. Οι Σπαρτιάτες, όταν πληροφορήθηκαν την απόβαση του Δημοσθένη, αποσύρανε το στρατό τους από την Αττική κι’ έστειλαν μεγάλες δυνάμεις και τον πελοποννησιακό στόλο στην Πύλο. Παρά τις εφόδους που έκανε ο σπαρτιατικός στρατός δεν μπόρεσε να καταλάβη το οχυρό του Δημοσθένη. Στο μεταξύ έφθασε στην Πύλο η μοίρα του αθηναϊκού στόλου, που γύριζε από την Κέρκυρα, και οι σπαρτιατικές δυνάμεις έπαθαν πανωλεθρία. Ο αθηναϊκός στόλος περικύκλωσε και το τμήμα του σπαρτιατικού στρατού (420 οπλίτες) που είχε καταλάβει τη Σφακτηρία. Στο τμήμα αυτό υπηρετούσαν τα παιδιά των καλύτερων σπαρτιατικών οικογενειών. Ο αναβρασμός και η πίεση ήταν τέτοια στη Σπάρτη, ώστε οι Έφοροι έστειλαν πρεσβεία στην Αθήνα και ζήτησαν ειρήνη. Οι όροι ήταν εξαίρετοι: Να αποδώσουν οι Αθηναίοι τους πολιορκημένους της Σφακτηρίας και για αντάλλαγμα να δεχτούν την ειρήνη και τη συμμαχία της Σπάρτης.
Οι ευνοϊκές αυτές προτάσεις, που θα τέλειωναν τον πόλεμο και θ’ άφηναν την αθηναϊκή δημοκρατία να συνεχίση την ανοδική πορεία της, δεν έγιναν δεκτές. Παρά τις συμβουλές του Νικία, η δημαγωγία πρότεινε απαράδεκτους όρους. Η πρεσβεία των Λακεδαιμονίων ξαναγύρισε στην Σπάρτη και ο πόλεμος συνεχίστηκε. Οι κλεισμένοι στη Σφακτηρία Σπαρτιάτες είχαν στο μεταξύ ανεφοδιαστή και κρατούσαν την άμυνά τους. Στην Εκκλησία του Δήμου άρχισαν να δυσφορούν για την παράταση της πολιορκίας της Σφακτηρίας και γιατί είχαν παρασυρθή από τον Κλέωνα και δεν είχαν κλείσει ειρήνη. Αλλά ο θρασύτατος δημαγωγός τα έρριχνε στους στρατηγούς. Και δεν ήταν ο μόνος. Τον ακολουθούσαν και οι άλλοι δημαγωγοί στην προσπάθειά του. Συστηματικά κατηγορούσαν τους στρατηγούς για ανικανότητα, με σκοπό να τους δυσφημήσουν. Παλαιότερα, ακόμη και την εποχή του Περικλή, οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν συγχρόνως και οι στρατηγοί που διοικούσαν τον αθηναϊκό στρατό στις πολεμικές επιχειρήσεις. Την εποχή όμως της δημαγωγίας είχε γίνει ένας διαφορισμός της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Οι περισσότεροι από τους δημαγωγούς δεν ήταν σε θέση να διοικήσουν το στρατό. Περιορίζονταν να καταδημαγωγούν και να επικρίνουν τους στρατηγούς. Και οι τελευταίοι αποφεύγανε την Πνύκα, που επικρατούσαν δημαγωγοί σαν το βυρσοδέψη Κλέωνα, τον κατασκευαστή σκοινιών Ευκράτη, το ζωέμπορο Λυσικλή και το μανάβη Υπέρβολο. Αυτοί οι τέσσερεις ήταν οι θορυβωδέστεροι από τους δημαγωγούς στην περίοδο εκείνη. Και κατόρθωσαν να δημιουργηθή ένα χάσμα ανάμεσα στη στρατιωτική ηγεσία και στην Εκκλησία του Δήμου, που ήταν ολέθριο σε πολεμική περίοδο.
Στις οξύτατες συζητήσεις που έγιναν στην Πνύκα για το ζήτημα της Σφακτηρίας, ο φωνακλάς Κλέων – ο Αριστοφάνης τον ονομάζει «κεκράκτη» – υποστήριζε πως αν έστελναν αυτόν θα έφερνε σε λίγες ημέρες αιχμαλώτους τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας. Και τα έλεγε αυτά, γιατί ήταν βέβαιος πως δεν επρόκειτο ποτέ να του αναθέσουν ενεργό στρατηγία. Εντούτοις, η Εκκλησία του Δήμου αποφάσισε να στείλη τον Κλέωνα. Την πρόταση την είχε κάνει ο Νικίας και την υποστήριξαν οι σωφρονέστεροι, ελπίζοντας ν’ απαλλαγούν οριστικά από το δημαγωγό. Ο Αριστοφάνης στους «Ιππής» γράφει ότι, η ευτυχέστερη ημέρα για τους Αθηναίους θα είναι εάν ο «Κλέων απόληται». Αλλά ο Κλέων, όχι μόνο δε χάθηκε σην πολεμική αποστολή που του αναθέσαν, αλλά βρέθηκε και … ήρωας από ένα τυχαίο περιστατικό. Μόλις έφθασε στη Σφακτηρία, έπιασε φωτιά το δάσος που την κάλυπτε. Και οι Σπαρτιάτες, πιεζόμενοι και από το στρατό του εξαίρετου στρατηγού Δημοσθένη, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Κλέων τους έφερε στην Αθήνα (Αύγουστος 425), όπως είχε υποσχεθή: 292 αιχμαλώτους! Οι 120 ήταν Σπαρτιάτες. Ο δημαγωγός γινόταν τώρα και πολεμικός ήρωας. Φρόντισε μάλιστα να αξιοποιήση για τον εαυτό του την επιτυχία της Σφακτηρίας, αν και ανήκε εξ ολοκλήρου στο Δημοσθένη. Έκανε γιορτές για το «κατόρθωμά» του κι’ έβαλε τους Αθηναίους να στήσουν μια χάλκινη νίκη στην Ακρόπολη σε ανάμνηση του θριάμβου της Σφακτηρίας. Πέτυχε ακόμη από την Εκκλησία του Δήμου να γίνη ειδικό ψήφισμα για να τρέφεται ο ίδιος «τιμής ένεκεν» δωρεάν στο Πρυτανείο, να μη πληρώνη εισιτήρια στο Θέατρο και να έχη και άλλες τιμητικές διακρίσεις και παροχές. Ουδέποτε στο παρελθόν ο αθηναϊκός λαός είχε πέσει τόσο χαμηλά. Ο ίδιος λαός που είχε αρνηθή στο Μιλτιάδη να φορέση το στεφάνι του νικητή μετά τη Μάχη του Μαραθώνος! Στο τέλος πίστεψε και ο ίδιος ο Κλέων ότι ήταν σπουδαίος στρατηγός κι’ έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να του αναθέση την αρχηγία στην εκστρατεία της Χαλκιδικής.
Εξορία του Θουκυδίδη.
Η κατάσταση στη Χαλκιδική ήταν δυσάρεστη για τους Αθηναίους. Σπαρτιατικός στρατός με το στρατηγό Βρασίδα είχε αποσπάσει πολλές αθηναϊκές αποικίες και τη σημαντικότατη Αμφίπολη (424). Ο στρατηγός Θουκυδίδης, που ήταν αρχηγός των αθηναϊκών δυνάμεων στη Θάσο και στη Θράκη, δεν πρόφθασε να σώση την Αμφίπολη. Έσωσε όμως το επίνειό της Ηιόνα. Εν τούτοις, οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν για προδοσία και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Η καταδίκη του μετά το τέλος του Πελοποννηιακού πολέμου ακυρώθηκε και ο Θουκιδίδης γύρισε στην Αθήνα ύστερ’ από μία εικοσαετία. Στο διάστημα της εξορίας του έμεινε στα κτήματα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του στην Ανατολική Μακεδονία. Εκεί έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου (ως το 411) με παραπομπές στην προϊστορία της Ελλάδος. Και την έγραψε με αξιοθαύμαστη αντικειμενικότητα, παρά την άδικη καταδίκη του, σα να ήταν απλός θεατής και όχι από τα πρόσωπα που έδρασαν. Ο Θουκυδίδης φαίνεται πως πέθανε αιφνιδίως στο κτήμα του (το 396) και γι’ αυτό δεν συμπλήρωσε την ιστορία του. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι δολοφονήθηκε στην Αθήνα. Το βέβαιο είναι πως είχε ταφή στην Αθήνα «εν τοις Κιμωνείοις μνήμασιν».
Θάνατος του Κλεώνος.
Για να επανορθώσουν το ατύχημα της Αμφιπόλεως και για να ξαναπάρουν τις κτήσεις τους οι Αθηναίοι αποφάσισαν την εκστρατεία της Χαλκιδικής. Τον Αύγουστο του 422 ο Κλέων με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις, που τις συνόδευαν 30 τριήρεις, αποβιβάστηκε στη Χαλκιδική. Στην Αμφίπολη δόθηκε η αποφαστική μάχη με το σπαρτιατικό στρατό, που τον διοικούσε ο ικανότατος Βρασίδας. Ο αθηναϊκός στρατός έπαθε συφορά. Εξακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες έπεσαν στη μάχη και ο Κλέων υποχωρώντας σκοτώθηκε. Στην ίδια μάχη έπεσε και ο Βρασίδας.
Η ειρήνη.
Μετά την ήττα στην Αμφίπολη και το θάνατο του Κλέωνος επικράτησαν στην Αθήνα οι μετριοπαθέστεροι. Το ίδιο έγινε και στη Σπάρτη με το θάνατο του Βρασίδα. Ο Νικίας συνεννοήθηκε τότε με το φιλειρηνικό βασιλιά της Σπάρτης Πλειοστοάνακτα και έκλεισαν «πεντηκονταετή ειρήνη». Η συμφωνία αυτή (421) είναι γνωστή στην ιστορία με το όνομα: Νικίειος Ειρήνη. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, η Αθήνα και η Σπάρτη έβγαιναν ισότιμες από την πολεμική περιπέτεια. Θα ίσχυε το προπολεμικό καθεστώς από την άποψη συμμαχιών και επιρροών. Η Αθήνα διατηρούσε τον ηγετικό της ρόλο απέναντι των συμμάχων της και ήταν η κερδισμένη από τη συνθήκη. Η Σπάρτη ήταν η χαμένη στον πολιτικό και ψυχολογικό τομέα. Είχε διακηρύξει όλο το διάστημα του πολέμου ότι αγωνιζόταν για την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Και τώρα τις ξανάδινε στην κυριαρχία των Αθηναίων! Με τη Νίκειο Ειρήνη τελειώνει η πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου. Είχε κρατήσει δέκα χρόνια (431 – 421 π.Χ.) και αναφέρεται στην ιστορία με το όνομα: Αρχιδάμειος πόλεμος. Από τον πόλεμο η Αθήνα έβγαινε εξαντλημένη, ιδίως στον οικονομικό τομέα. Θα μπορούσε όμως ν’ αναλάβη σύντομα και να συνεχίση τον ηγετικό της ρόλο, αν δεν παρασυρόταν από τον Αλκιβιάδη στη συνέχιση του πολέμου.