Μετά το θάνατο του Επαμεινώνδα η Αθήνα ήταν η πιο ισχυρή πόλη στην Ελλάδα. Η Σπάρτη προσπαθούσε να αναρρώση από τα τραύματά της και η Θήβα να διατηρήση τη θέση της. Ο αθηναϊκός στόλος κυριαρχούσε στις ελληνικές θάλασσες και είχε σημειώσει και επιτυχίες. Το 358 κατόρθωσε να αποσπάση από τους Θηβαίους την Εύβοια και να συμπληρώση την κατάκτηση της Θρακικής χερσονήσου. Όλα τα νησιά του Αιγαίου, οι πόλεις της Χαλκιδικής και της Θράκης ενήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία.
Ο συμμαχικός πόλεμος.
Η δεύτερη όμως ηγεμονία της Αθήνας, δεν κράτησε καιρό. Η πτώση της μάλιστα ήταν απότομη. Άρχισε με την αποστασία της Κω, της Ρόδου και της Χίου. Η Αθήνα θέλησε να τις τιμωρήση και έστειλε στόλο και στρατό με τους στρατηγούς Χάρη και Χαβρία. Στην πολιορκία της Χίου σκοτώθηκε ο Χαβρίας. Οι αθηναϊκές δυνάμεις αποκρούστηκαν και η Αθήνα αναγκάστηκε να αναγνωρίση την ανεξαρτησία τους (355), ύστερ’ από τρία χρόνια πολέμου που είναι γνωστός στην ιστορία με το όνομα: Συμμαχικός πόλεμος. Σημαντικότερη ακόμη ήταν η απώλεια των θρακικών πόλεων, της Αμφιπόλεως στη Χαλκιδική και της Κερκύρας. Και η κατάρρευση της συμμαχίας συνεχίστηκε. Για τις αποστασίες των πόλεων υπεύθυνοι ήταν οι Αθηναίοι, με την κακή μεταχείρηση που έκαναν στου συμμάχους των. Οι αρχικές υποσχέσεις είχαν ξεχαστή. Εγκαθιστούσαν Αθηναίους κληρούχους με τη βία. Την ισοτιμία και την ανεξαρτησία, που είχαν υποσχεθή στους συμμάχους, την μεταβάλαν σε κυριαρχία και καταπίεση.
Μεταβολή του αθηναϊκού βίου.
Μαζί με τους συμμάχους οι Αθηναίοι έχασαν και τους δημιουργούς της δεύτερης ηγεμονίας. Ο Χαβρίας είχε σκοτωθή, ο Τιμόθεος είχε καταδικαστή και πέθανε εξόριστος τον ίδιο χρόνο (355) στη Χαλκίδα, ο Καλλίστρατος ήταν εξόριστος στη Θράκη και ο Ιφικράτης είχε δικαστή, αθωωθή και ιδιώτευε. Αυτοί που ανάλαβαν την κυβέρνηση της πολιτείας δεν είχαν ούτε την πείρα, ούτε τις ικανότητες των προκατόχων των. Προ παντός όμως ο λαός είχε κουραστή και είχε αλλάξει νοοτροπία. Η στράτευση δεν ήταν πια ύψιστο καθήκον και υποχρέωση προς την πολιτεία, παρά αγγαρεία. Οι στρατευόμενοι κύτταζαν να ξεφύγουν και οι τριήραρχοι έδιναν σε ξένους τις τριήρεις και μάλιστα σ’ εκείνους που αναλάμβαναν με λιγότερα να τις συντηρούν. Οι συνεχείς πόλεμοι που έκανε η Αθήνα την είχαν εξαντλήσει. Και ο κόσμος είχε μάθει τώρα να ζη πολύ καλύτερα από την εποχή του Θεμιστοκλή και του Περικλή. Οι τωρινοί πλούσιοι χτίζουν μεγαλόπρεπα οικοδομήματα για κατοικίες τους, για να έχουν μεγαλύτερη ευμάρεια και προ παντός για να επιδεικνύουν τον πλούτο τους. Τα μέγαρα των νεοπλούτων αποτελούσαν χτυπητή αντίθεση με τη φτώχεια των άλλων αθηναϊκών σπιτιών. Η πολυτέλεια εκδηλωνόταν και σε άλλους τομείς της ζωής: σε πλούσια φορέματα, σε πολύτιμα έπιπλα και σκεύη, σε μεγάλο αριθμό υπηρετών, σε πολυτελή αμάξια. Και η επίδειξη αυτή του πλούτου και της σπατάλης, που ήταν αντίθετη με το παλιό πνεύμα της δημοκρατίας, όχι μόνο δεν ενοχλούσε την κοινή γνώμη αλλά τις περισσότερες φορές προκαλούσε και το θαυμασμό. Εκείνο που συγκινούσε ιδιαίτερα τους Αθηναίους ήταν τα θεάματα. Οι γιορτές και οι πομπές είχαν πληθύνει, όχι από λόγους θρησκευτικούς, αλλά για διασκέδαση. Και κανένας δεν τολμούσε να διακόψη ή να αναβάλη ένα πανηγύρι. Θα τον καταγγέλαν στο δικαστήριο για ιερόσυλο! … Ήταν η μόνη περίπτωση που θυμόντουσαν τη θρησκεία. Ο Δημοσθένης και οι σύγχρονοί του ρήτορες, στις αγορεύσεις των, μας δίνουν εικόνα της αθηναϊκής ζωής και την καυτηριάζουν. Άλλοτε, έλεγε ο Δημοσθένης, τα σπίτια του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή «ουδέν σεμνότερον ήσαν των πολλών».
Παρακμή της πολιτικής ζωής.
Η Εκκλησία του Δήμου βρισκόταν επίσης σε παρακμή. Όχι από έλλειψη ρητόρων, αλλά γιατί οι περισσότερες αγορεύσεις μεταβάλλονται σε επιθέσεις εναντίον προσώπων και συχνά σε οχλαγωγία. Εγκάθετοι των ρητόρων και των κομμάτων, άλλους επιδοκιμάζουν θορυβωδώς και άλλους τους διακόπτουν με κραυγές, για να προκαλέσουν σύγχυση και ταραχή. Οι Αθηναίοι είχαν μείνει φανατικοί δημοκράτες σε ό,τι αφορούσε τα διακώματά τους, ενώ αδιαφορούσαν για τα καθήκοντά τους και τις υποχρεώσεις τους. Η πολιτεία εξακολουθούσε να πληρώνη τα «θεωρικά» και το «μισθό» των δικαστών, σε εποχή που το αθηναϊκό ταμείο ήταν αρκετά επιβαρυμένο και φτωχό. Οι καταγγελίες εναντίον πολιτικών είχαν πολλαπλασιαστή. Πολλές φορές τις επιζητούσαν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι ή και τις σκηνοθετούσαν, για να δημιουργούν εντυπώσεις και θόρυβο γύρω από το όνομά τους και για να έχουν μία εύκολη επιτυχία με την απόκρουση ανυπόστατης κατηγορίας. Ο Αριστοφών, πολιτικός αρχηγός και ρήτορας, έλεγε στην Εκκλησία του Δήμου με καμπασμό, ότι είχε αποκρούσει «νικηφόρως» εβδομήντα πέντε καταγγελίες! Είχε δημιουργηθή μάλιστα και επάγγελμα ψευδομαρτύρων, που παρουσιάζονται και καταθέτουν, είτε υπέρ του κατηγορουμένου είτε και εναντίον του. Μια άλλη κατηγορία παρασίτων, που είχε πληθύνει, ήταν οι «λογογράφοι». Ετοίμαζαν με πληρωμή την απολογία που θα έλεγε ο κατηγορούμενος στη δίκη του. Λογογράφοι υπήρχαν και παλαιότερα, αλλά χωρίς πληρωμή. Οι τωρινοί λογογράφοι δε φρόντιζαν μόνο να ετοιμάζουν τις απολογίες των κατηγορουμένων αλλά προκαλούσαν και δίκες. Διαδίδαν κατηγορίες και συκοφαντίες, είτε οι ίδιοι, είτε με βαλτούς, για να δημιουργούν δίκες και να έχουν πελατεία.
Το αξίωμα του στρατηγού είχε επίσης ξεπέσει. Άλλοτε στρατηγοί ήταν οι πολιτικοί αρχηγοί των Αθηναίων και διοικούσαν τους ιππείς και τους οπλίτες, που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις. Τώρα, οι στρατηγοί είναι αρχηγοί μισθοφορικών στρατών, που αποτελούνται συνήθως από ξένους και τυχοδιώκτες. Και αυτοί οι επιφανέστεροι στρατηγοί, όπως ο Τιμόθεος και ο Ιφικράτης, υπηρετούσαν με πληρωμή ξένους ηγεμόνες και τυράννους. Ο αθηναϊκός στρατός θα ξεπέση ακόμη περισσότερο όταν, αντί του Χαβρία, του Τιμοθέου και του Ιφικράτη, θα αναλάβουν τη διοίκησή του στρατηγοί που δε θα έχουν τα προτερήματα των προκατόχων των, ενώ θα έχουν όλα τα ελαττώματα της εποχής των.
Γράμματα και Τέχνη.
Αν όμως αυτά ήταν τα τρωτά της Αθηναϊκής Πολιτείας στη δεύτερη ηγεμονία της, η ίδια εποχή έχει να επιδείξη και μεγάλα έργα στους τομείς της τέχνης και του πνεύματος. Η φιλοσοφία του Σωκράτη και οι θεωρίες του, μόνο μετά τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τους άλλους σωκρατικούς άρχισαν να διαδίδωνται και να γίνωνται κτήμα περισσοτέρων. Η σωκρατική διδασκαλία, και οι θεωρίες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ανοίγουν νέους δρόμους στη φιλοσοφική σκέψη. Και από τον 4ο π.Χ. αιώνα η Αθήνα καθιερώνεται για κέντρο γραμμάτων και φιλοσοφίας, προνόμιο που θα το διατηρήση επί αιώνες.
Αλλά η μεγαλύτερη επίδοση της Αθήνας, την εποχή της δεύτερης ηγεμονίας της, ήταν στη γλυπτική. Η αττική τέχνη επιτυγχάνει με το δαιμόνιο Πραξιτέλη τη λεπτότερη έκφρασή της και γίνεται ρεαλιστικότερη. Τα αθηναϊκά εργαστήρια τελειοποιούν το ανάγλυφο επιτύμβιο. Ο Κηφισόδοτος, ο Σκόπας που είχε έλθει από την Πάρο, ο Δημήτριος, ο Τιμόθεος, ο Βρύαξις, ο Λεωχάρης, συμπληρώνουν τη μεγάλη σχολή του Φειδία. Τα αθηναϊκά γλυπτά φθάνουν ως τη Φοινίκη και είναι περιζήτητα. Αθηναίοι αγαλματοποιοί εργάζονται και σε άλλες πόλεις. Ολόκληρο τον 4ο αιώνα η Αθήνα θα διατηρήση την ακτινοβολία της στους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς τομείς. Και είχε δίκιο ο Ισοκράτης γράφοντας στον «πανηγυρικό» του, ότι Έλληνες θεωρούνται περισσότερο εκείνοι που έχουν αττική μόρφωση παρά ελληνική καταγωγή. «Τοσούτον δ’ αποτελέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ως θ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».