ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΙΣΑΡΩΝ

Η Αθήνα και μετά το Σύλλα έμεινε θεωρητικά ελεύθερη πόλη και διατήρησε φαινομενικά την ελευθερία της. Αλλά άρχοντες της πολιτείας διορίζονται μόνο οι φιλορωμαίοι. Μεγαλύτερη ακόμη συφορά έπαθε ο Πειραιεύς. Από τότε έπαυσε να υπολογίζεται για λιμάνι. Στην κατακόρυφη πτώση του είχε συντελέσει και ο καλούμενος «Πειρατικός πόλεμος».

Την εποχή εκείνη η πειρατεία κυριαρχούσε στη Μεσόγειο. Με την υποστήριξη του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, οι πειρατές καταλαμβάνουν την Κιλικία και δημιουργούν ένα περίεργο ομοσπονδιακό κράτος, που έχει εγκαταστήσει ορμητήρια σε όλα τα νησιά και τα παράλια της Μεσογείου. Τετρακόσιες πόλεις έχουν λεηλατηθεί από 1.000 πειρατικά πλοία. Τα ελληνικά Ιερά με τους θησαυρούς τους γίνονται ο κύριος στόχος των πειρατών. Και αυτός ο ανεφοδιασμός της Ρώμης από τη θάλασσα έγινε προβληματικός, με αποτέλεσμα να σημειωθούν υπερτίμηση και έλλειψη τροφίμων. Ύστερ’ από πολλές προσπάθειες, χωρίς επιτυχία και μακρούς αγώνες, οι Ρωμαίοι αναθέτουν στον Πομπήιο (67 π.Χ.) την εξόντωση των πειρατών. Του δίνουν 500 πλοία, 120.000 στρατιώτες και 5.000 ιππείς. Ο Πομπήιος, περνώντας με το στόλο του από τον Πειραιά, ανέβηκε στην Αθήνα, έκανε θυσία στους θεούς και προσφώνησε το Δήμο. Και οι Αθηναίοι από ευγνωμοσύνη τον ανακήρυξαν … θεό. Το ίδιο θα κάνουν αργότερα και για άλλους άρχοντες της Ρώμης.

Θεοποιήσεις Ρωμαίων.

Οι θεοποιήσεις αυτές έδωκαν αφορμή, σε νεώτερους ιστορικούς, να κατακρίνουν τους Αθηναίους για τη «δουλοφροσύνη» τους. Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι, η θεοποίηση πεθαμένων ήταν καθιερωμένη στην αρχαία Αθήνα. Όπως αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο, οι Αθηναίοι θεοποιούσαν τους προγόνους των και τους λάτρευαν για «Εφεστίους θεούς». Το ίδιο γινόταν και με τους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, που επίσης τους θεοποιούσαν και τους λάτρευαν. Το πρωτότυπο, στις θεοποιήσεις των Ρωμαίων αρχόντων, ήταν που οι Αθηναίοι δεν περίμεναν να πεθάνουν, αλλά τους θεοποιούσαν … ζωντανούς. Και πολλές φορές, όταν έπαυαν να είναι «ισχυροί», τους καθαιρούσαν από θεούς … Θα πρέπει ακόμη να σημιεωθεί ότι, η απονομή τιμών στους ισχυρούς της Ρώμης γινόταν, τις περισσότερες φορές, ύστερ’ από εντολή των … ιδίων. Και τις αποφάσιζαν οι άρχοντες της Αθηναϊκής Πολιτείας, που ανήκαν κατά κανόνα στη φιλορωμαϊκή δεξιά. Ο αθηναϊκός λαός ήταν απλός θεατής στις κωμωδίες αυτές, που δεν παραητρούνται μόνο στην Αθήνα, αλλά σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για τον ανεκδιήγητο Καλιγούλα (12 – 41 π.Χ.) η Σύγκλητος της Ρώμης είχε διατάξει να τον λατρεύουν σα θεό και να του στήσουν ναούς σε όλες τις επαρχίες και μέσα στη Ρώμη. Και ο νέος θεός μαζεύει τους γιους των επιφανέστερων ρωμαϊκών οικογενειών, για να κάνουν τις θυσίες και να τραγουδούν τους ύμνους του. Ιδιαίτερο βωμό είχε αφιερώσει ο Καλιγούλας στο άλογό του, που το είχε επίσης … θεοποιήσει! Με τέτοιες αντιλήψεις, δεν είναι περίεργο που οι Αθηναίοι έκαναν θεό τον Πομπήιο. Φρόντισε, άλλωστε, να ξεπληρώσει την υποχρέωση όταν , ύστερ’ από πέντε χρόνια, ξαναγύρισε στην Αθήνα και της χάρισε 50 τάλαντα, για να επανορθώσει ένα μέρος από την καταστροφή που είχε κάνει ο Σύλλας. Έδωσε και ένα τάλαντο σε κάθε σοφιστή, για να ενισχύσει τις φιλοσοφικές σχολές.

Η δόξα των προγόνων.

Στον πόλεμο που ακολούθησε με τον Ιούλιο Καίσαρ, οι Αθηναίοι ήταν με το μέρος του Πομπηίου. Στη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) ο Πομπήιος νικήθηκε από τον Καίσαρα και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί δολοφονήθηκε από τους Πτολεμαίους. Ο Καίσαρ μετά τη νίκη του συχώρεσε τους Αθηναίους, μολονότι ήταν σύμμαχοι του Πομπηίου, λέγοντας: «Πολλά αμαρτάνοντες υπό των νεκρών σώζοιντο». Και όχι μόνο δεν τους τιμώρησε, αλλά τους έδωκε και πολλά χρήματα. Με δαπάνη του άρχισε να χτίζει την Πύλη της Αγοράς, που σώζεται και σήμερα στους Αέρηδες. Το μνημείο ήταν αφιερωμένο στην Αρχηγέτιδα Αθηνά και το τέλειωσε αργότερα ο Αύγουστος. Αλλά η «δόξα των προγόνων» δεν έσωσε τους Αθηναίους μόνο από τον Καίσαρα, αλλά και από τους διαδόχους του. Στους εμφυλίους πολέμους που θα ακολουθήσουν μετά τη δολοφονία του Καίσαρος, οι Αθηναίοι θα φροντίσουν να βρίσκωνται πάντοτε με το μέρος των … νικημένων! Υποδέχονται τους δύο δολοφόνους του Καίσαρος, Κάσσιο και Βρούτο, σαν εθνικούς ήρωες και νέους τυραννοκτόνους. Τους στήνουν χάλκινους ανδριάντες δίπλα στα αγάλματα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Συγχρόνως τους βοηθούν στον αγώνα εναντίον του ανεψιού του Καίσαρος Οκταβίου και του συμμάχου του Αντωνίου. Η βοήθεια που δίνουν οι Αθηναίοι στους δολοφόνους του Καίσαρος οφείλεται, όχι μόνο στο πνεύμα της υποταγής στους ισχυρούς της ημέρας, αλλά και σε κάποιο δημοκρατισμό, που είχε διατηρηθεί ακόμη στην Αθήνα παρά τη ρωμαϊκή καταπίεση. Ο Κάσσιος και ο Βρούτος είχαν δολοφονήσει τον Καίσαρα «εν ονόματι» της δημοκρατίας … Στη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Κάσσιος και ο Βρούτος κατατροπώνονται από τον Οκτάβιο και τον Αντώνιο και η Αθήνα βρίσκεται στη διάθεση του νικητή. Το ευτύχημα για τους Αθηναίους ήταν, που ο Αντώνιος είχε σπουδάσει στην Αθήνα και είχε συνδεθεί με την πόλη. Και αντί να τους τιμωρήσει, τους παραχωρεί αργότερα και τα νησιά: Αίγινα, Κέα, Ίκο (Σκυροπούλα), Σκιάθο και Πεπάρηθο (Σκόπελο).

Ο Μ. Αντώνιος στην Αθήνα.

Ο νικητής Μάρκος Αντώνιος επισκέπτεται την Αθήνα δύο φορές. Την πρώτη έμεινε λίγο καιρό, αλλά τη δεύτερη (39 π.Χ.) κάπου τρία χρόνια. Στη δεύτερη επίσκεψη συνεοδεύεται από την νεαρά και ωραία γυναίκα του Οκταβία, την αδελφή του συστρατηγού και συμμάχου του Οκταβίου. Την είχε παντρευτεί τον προηγούμενο χρόνο, για να επισφραγίσει τη φιλία με τον Οκτάβιο. Τα αρχαία κείμενα μας πληροφορούν ότι ο Αντώνιος, αν και «νεόνυμφος», ζούσε στην Αθήνα «βίον άσωτον και οργιαστικόν». Καλούσε τους Αθηναίους σε γεύματα, που θύμιζαν βακχικές γιορτές. Φέρνει από την Ιταλία γελωτοποιούς και ηθοποιούς, που δίνουν «ακολάστους και αλλοκότους παραστάσεις». Στις παραστάσεις αυτές η πόλη φωταγωγείται με φανάρια και λιχνάρια. Ο Αντώνιος, όσο καιρό έμενε στην Αθήνα, φρόντιζε να φέρεται σαν Αθηναίος. Ακολουθούσε τις συνήθειες του τόπου, φορούσε τα αθηναϊκά ρούχα, συναναστρεφόταν τους φιλοσόφους και του άρεσε να ονομάζει τον εαυτό του Αθηναίο. Και οι Αθηναίοι, ανταποδίδοντας τις φιλοφρονήσεις, του αφιερώνουν τους δύο κολοσσιαίους ανδριάντες, που είχαν στήσει παλαιότερα για τους βασιλείς της Περγάμου Ευμένη και Άτταλο. Φρόντισαν μόνο ν’ αλλάξουν τα κεφάλια από τα αγάλματα με καινούργια του Αντωνίου. Αυτό θα γίνεται και στο μέλλον για τους ισχυρούς της Ρώμης. Θα αλλάζουν μόνο τα κεφάλια στους ανδριάντες και συχνά μόνο τα ονόματα από τα βάθρα των αγαλμάτων. Στο τέλος οι Αθηναίοι, ακολουθώντας το προηγούμενο του Πομπηίου, θεοποίησαν και τον Αντώνιο. Τον ανακήρυξαν, κατόπιν εντολής του, θεό Διόνυσο. Και του βρήκαν και ανάλογη νύφη, αν και ήταν … «νεόνυμφος». Τον αρραβώνιασαν με την … Παρθένο Αθηνά. Ακριβά όμως πλήρωσαν την ασέβειά τους. Ο πονηρός γαμπρός, καθώς αναφέρει ο Πλούταρχος, ζήτησε και πήρε για «προίκα» κατ’ άλλους 1.000 τάλαντα και κατ’ άλλους περισσότερα! Λίγο πριν από τη ναυμαχία του Ακτίου, ο Αντώνιος ξανάρχεται στην Αθήνα. Αυτή τη φορά μαζί με την Κλεοπάτρα. «Και εν πλείστη ακολασία διήγαγεν, ουδέν ήττον ακολάστως υπό των Αθηναίων τιμώμενος». Φρόντισε μάλιστα να στήσουν οι Αθηναίοι στην Ακρόπολη δίπλα στο δικό του άγαλμα και το άγαλμα της Κλεοπάτρας.

Όπως ήταν επόμενο, στον πόλεμο που ακολούθησε μεταξύ Αντωνίου και Οκταβίου,οι Αθηναίοι βοήθησαν τον Αντώνιο. Και μετά την πανωλεθρία του Αντωνίου στο Άκτιο (30 π.Χ.), βρέθηκαν και πάλι στη διάθεση του νικητή Οκταβίου. Αλλά και ο νέος άρχοντας της Ρώμης, ακολουθώντας το παράδειγμα των προκατόχων του, μεταχειρίστηκε μ’ επιείκεια τους Αθηναίους. Τους πήρε μόνο την Αίγινα και την Ερέτρια. Απαγόρευσε και τις «πολιτογραφήσεις», για να περισώσει την αξιοπρέπεια του Δήμου, που τα τελευταία χρόνια έκανε πολίτες Αθηναίους, με αδρά πληρωμή, διαφόρους ξένους. Μετά το θάνατο του Αυγούστου, οι Αθηναίοι φρόντισαν να ξαναπάρουν την άδεια των πολιτογραφήσεων. Επί των ημερών του Οκταβίου τέλειωσε και η Πύλη της Αγοράς, που η κατασκευή της είχε αρχίσει από το θείο του Καίσαρα. Και άλλα μνημειακά κτίρια έγιναν επί Αυγούστου στην Αθήνα. Ο Μάρκος Αγρίππας οικοδόμησε ένα θέατρο και ο Ανδρόνικος Κυρρήστιος το υδραυλικό ρολόγι, που σώζεται και σήμερα στους Αέρηδες. Έγινε επίσης προσπάθεια να συμπληρωθεί η ανοικοδόμηση του ναού του Ολυμπίου Διός.

Τραγική κατάσταση της Ελλάδος.

Με τον Οκτάβιο τελειώνουν οι μεγάλοι εμφύλιοι πόλεμοι των Ρωμαίων, που είχαν αρχίσει με τη δολοφονία του Καίσαρος. Τους είχε πληρώσει ακριβά η Ελλάς, γιατί αυτή είχε γίνει το πεδίο της μάχης των αντιμαχομένων. Και για ν’ αυξάνουν το στρατό τους και προ παντός το ναυτικό τους οι Ρωμαίοι και ιδιαίτερα ο Αντώνιος, στρατολογούσαν αγρίως τους Έλληνες. Με τη στρατολογία ο αραιωμένος πληθυσμός της Ελλάδος, από τις επιδρομές του Μομμίου και του Σύλλα, έπαθε ακόμη μεγαλύτερη αφαίμαξη. Τραγική είναι η κατάσταση της Ελλάδος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου. Μας την παρουσιάζει ο Στράβων, που περιηγήθηκε την Ελλάδα το καλοκαίρι του 29 π.Χ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνος, η ελληνική ύπαιθρος είχε ερημωθεί. Αλλά και πόλεις μεγάλες είχαν εξαφανιστεί ή μεταβληθεί σε ασήμαντα χωριά, όπως η Θήβα, η Μεγαλόπολις, η Δημητριάς, ο Ορχομενός και πολλές άλλες, που αναφέρει λεπτομερώς ο μεγάλος γεωγράφος. Τις πληροφορίες του Στράβωνος επιβεβαιώνουν και άλλα αρχαία κείμενα. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο Οκτάβιος, που το 27 π.Χ. έμεινε μόνος κυρίαρχος στο Ρωμαϊκό κράτος και ονομάστηκε Αύγουστος (αυτοκράτορας), αναγκάζεται να πάρει ευεργετικά οικονομικά μέτρα για την Ελλάδα. Κανονίζει τις σχέσεις των Ελλήνων με τη Ρώμη, από την άποψη του πολιτικού δικαίου, οργανώνει τη διοίκηση και επιχειρεί τον αποικισμό ξένων στην ερημωμένη ελληνική ύπαιθρο. Τότε χτίστηκε η Νικόπολις στην Ήπειρο, κοντά στο μέρος που έγινε η ναυμαχία του Ακτίου και ξαναχτίστηκαν ερειπωμένες πόλεις.

Επί της αυτοκρατορίας του Αυγούστου η Ελλάς έγινε επαρχία ρωμαϊκή. Ένας Ρωμαίος ανθύπατος, με έδρα την Κόρινθο που είχε φροντίσει να την ξαναχτίσει ο Ιούλιος Καίσαρ, θα ρυθμίζει τα ελληνικά ζητήματα στο μέλλον. Ωστόσο η Αθήνα, η Σπάρτη και μερικές άλλες ελληνικές πόλεις, εξακολουθούσαν και μετά τον Αύγουστο να θεωρούνται ελεύθερες πολιτείες και να μην υπάγωνται υπό τον ανθύπατο. Και όταν ο Καίσαρ Γερμανικός, ο διάδοχος του Αυγούστου, πέρασε από την Αθήνα, είχε μπροστά από αυτόν μονάχα ένα ραβδούχο, όπως στις ελεύθερες πόλεις. Και ο Γερμανικός θέλησε με τον τρόπο αυτό να δείξει το σεβασμό του στη σύμμαχο πολιτεία. Γνωρίζουμε ακόμη πως την ίδια εποχή ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε ν’ αθωώσει κάποιο Θεόφιλο, που καταδικάστηκε για κιβδηλία και απάτη, παρά την πίεση που είχε από το διοικητή της Συρίας και πανίσχυρο στη Ρώμη Πείσονα. Ο ίδιος ο Πείσων είχε υποστηρίξει στον Άρειο Πάγο τον καταχραστεί Θεόφιλο. Και όταν δεν είσακούστηκε, ξέσπασε σε υβρεολόγιο κατά των Αθηναίων. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την ανεξαρτησία του Αρείου Πάγου και την εποχή ακόμη της Ρωμαιοκρατίας και κάποια αυτονομία της Αθήνας. Αυτά όμως ήταν μικρές φωτεινές αναλαμπές στο σκοτάδι της σκλαβιάς, που κάλυψε την Ελλάδα από τη ρωμαϊκή εποχή και συνεχίστηκε δύο χιλιάδες χρόνια.

Συνηθίζουμε οι Έλληνες να αναφέρουμε τα τετρακόσια χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς. Στην πραγματικότητα όμως η περίοδος της δουλείας, τουλάχιστο για τη νότιο Ελλάδα, δεν κράτησε τετρακόσια χρόνια αλλά δύο χιλιάδες. Άρχισε από τη ρωμαϊκή εποχή και τέλειωσε με την απελευθέρωση της Ελλάδος και τη συγκρότηση του νεώτερου κράτους. Ακόμη και τον καιρό του Βυζαντίου η κάτω του Ολύμπου Ελλάς δεν εγνώρισε πραγματική ελευθερία. Η θρησκεία στους πρώτους αιώνες και έπειτα η αυθαιρεσία και η κακοδιοίκηση των Βυζαντινών διοικητών, είχαν για συνέπεια την καταπίεση των πληθυσμών. Μετά το Βυζάντιο θα ακολουθήσουν η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία, που οι Έλληνες θα παραμείνουν κάτω από νέους κυριάρχους πολύ χειρότερους από τους Ρωμαίους, γιατί θα διαφέρουν στον πολιτισμό και στη θρησκεία. Η μακρά αυτή περίοδος της σκλαβιάς των είκοσι αιώνων, θα ελαττώσει ανεπανόρθωτα τον Ελληνισμό σε πληθυσμό και θα του δημιουργήσει πλέγματα και νοοτροπία, που θα έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις και σε νεώτερα χρόνια.