Γκαμήλες και χαμάληδες. Ως το 1869, που λειτούργησε ο σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς, τα υποζύγια και τα αμάξια αποτελούσαν τα μόνα μεταφορικά μέσα των Αθηναίων.
Στα υποζύγια συγκαταλέγονταν και οι γκαμήλες για τα βαρύτερα φορτία. Τα ελαφρότερα τα μεταφέραν στην πλάτη τους οι Μαλτέζοι χαμάληδες. Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής γράφει ότι οι κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας πήγαιναν στις δεξιώσεις που έδινε ο αντιβασιλεύς Άρμανπσεργ «διά την εισέτι παντελή έλλειψιν αμαξών εν Ελλάδι, εν πλήρη στολή χορού, επί των λεπτών πεδίλων μακρά φέρουσαι υποδήματα των ανδρών των, υπό μέγα αλεξιβρόχιον στεγαζόμεναι και επί πώλου όνου οχούμεναι». Και όχι μόνο με γαϊδουράκια μεταφέρονταν στις δεξιώσεις οι κοσμικές κυρίες τα πρώτα οθωνικά χρόνια, αλλά και στην πλάτη κάποιου … Μαλτέζου χαμάλη, καθισμένες σ’ ένα είδος καρέκλας που κρεμούσε από τους ώμους του!
Τα πρώτα λεωφορεία.
Μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα, άρχισαν να εμφανίζωνται στους αθηναϊκούς δρόμους αμάξια ιδιωτικά και αγοραία. Στην αρχή ήταν ελάχιστα και τα χρησιμοποιούσαν συνήθως οι ξένες πρεσβείες, το παλάτι και η Αντιβασιλεία. Όταν το 1836 τέλειωσε ο δρόμος από την Αθήνα στον Πειραιά, άρχισαν να κυκλοφορούν και τα πρώτα «παμφορεία». Ήταν ένα είδος λεωφορείων «διά την μεταφοράν επιβατών και εμπορευμάτων παντός είδους». Τα έσερναν δύο ή τρία μικρόσωμα και αντοχής άλογα. Χάρη της ιστορίας θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα πρώτα λεωφορεία στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν στο Ναύπλιο το 1829, για να συνδέσουν την τότε πρωτεύουσα της Ελλάδος με το Άργος. Τα πρώτα αγοραία αμάξια τα οδηγούσαν αμαξάδες που φορούσαν την τοπική τους φορεσιά, φουστανέλλα ή βράκα και έδιναν την εντύπωση «παλαιμάχων αγωνιστών», που αντί για όπλο κρατούσαν καμουτσίκι. Το αγώγι από την Αθήνα στον Πειραιά ήταν από 2 – 6 δραχμές, ανάλογα με το αμάξι. Στα παμφορεία το εισιτήριο ήταν 25 λεπτά, καθώς και στα αμάξια που κάναν τη συγκοινωνία και φόρτωναν οκτώ επιβάτες. Έξι μέσα στο αμάξι και δύο δίπλα στον αμαξά.
Το «τραμ» με τα άλογα.
Με την αύξηση όμως του πληθυσμού και την επέκταση της Πρωτεύουσας δημιουργήθηκε η ανάγκη φθηνής εσωτερικής συγκοινωνίας. Τα αμάξια ήταν ακριβό μεταφορικό μέσο και τα χρησιμοποιούσαν μόνο οι πλουσιότερες τάξεις. Στον τύπο και στη Βουλή έγιναν πολλές φορές συζητήσεις πάνω στο θέμα αυτό. Αλλά μόνο το 1880 υπογράφηκε η πρώτη σύμβαση με μια βελγική εταιρεία, που πήρε το προνόμιο για πενήντα χρόνια να εξασφαλίσει την εσωτερική συγκοινωνία στην Πρωτεύουσα και να την συνδέσει με τα προάστεια. Η ίδια Εταιρεία που είχε αναλάβει και τον τροχιόδρομο του Παλαιού Φαλήρου. Η Εταιρεία έστρωσε τις πρώτες γραμμές των «τραμ» στην Αθήνα. Το κέντρο ήταν η Ομόνοια, που ενώθηκε με το Ζάππειο, τα Πατήσια (ως του Λεβίδη), τους Αμπελοκήπους (ως τον «Ευαγγελισμό»), το Μοναστηράκι, την Κολοκυνθού και του Ρουφ. Αργότερα (1902) έγιναν οι γραμμές, Αχαρνών, Ιπποκράτους και Μητροπόλεως. Τα «τραμ» του περασμένου αιώνα ήταν ιπποκίνητα. Ηλεκτροκινήθηκαν μόνο το 1908. Τα τραβούσαν τρία μικρόσωμα άλογα, αρκετής αντοχής, που τα φέρναν από τη Μικρά Ασία. Τα οχήματα ήταν κλειστά το χειμώνα και ανοικτά το καλοκαίρι για δροσιά. Κινούνταν επάνω σε μικρές σιδηροτροχιές. Η ταχύτητα του «ιπποσιδηροδρόμου» αφηνόταν στην καλή διάθεση των υποζυγίων που τον έσερναν. Άμα τα άλογα ήταν κουρασμένοι «τζερεμέδες», αρνούνταν εντελώς να προχωρήσουν. Και τότε κατέβαιναν οι επιβάτες από το τραμ και το έσπρωχναν για λίγο διάστημα «ώσπου να πάρει εμπρός». Ο λαός τον ιπποσιδηρόδρομο τον έλεγε «τραμβάγι» ή «τραμβάι» και οι πιο μορφωμένοι «τραμ». Είχαν φτιάξει κι’ ένα δίστιχο, που ανταποκρινόταν, τις περισσότερες φορές, στην πραγματικότητα: «Το τραμβάι δεν τραβάει …».
Λεωφορεία, τραμ με άλογα και αμάξια, αποτέλεσαν τα κύρια μεταφορικά μέσα των Αθηναίων τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Κύριος σταθμός των αμαξιών στην αρχή ήταν το Μοναστηράκι. Γι’ αυτό και η πλατεία του είχε πάρει τότε το τοπωνυμικό: «Στις Καρότσες». Έπειτα τα αμάξια στάθμευαν στην Ομόνοια, το ένα πίσω από το άλλο, σχηματίζοντας μιαν αλυσίδα αμαξιών γύρω από το κυκλικό κέντρο της πλατείας, που το στόλιζαν άνθη και φοινικόδεντρα. Εκεί εύρισκε κανείς τα «μόνιππα»και τα μεγαλύτερα αμάξια με τα δύο άλογα. Οι μικρές κούρσες με το μόνιππο είχαν 50 λεπτά και οι μεγαλύτερες κούρσες μία δραχμή. Τα διπλά πλήρωνε κανείς στα πολυτελέστερα αμάξια με τα δύο άλογα.
Το πρώτο αυτοκίνητο. Το 1899 εμφανίστηκε στους αθηναϊκούς δρόμους, ο κατόπιν άσπονδος και αμείλικτος εχθρός του αμαξιού, το πρώτο αυτοκίνητο. Ήταν του Κωνσταντίνου Χριστομάνου. Η εμφάνισή του υπήρξε «παταγώδης» με όλη την κυριολεξία. Έκανε μεγάλο θόρυβο για να ξεκινήσει και μαζευόταν γύρω η «μαρίδα»της Αθήνας, που το συνόδευε με αλαλαγμούς στο ξεκίνημά του. Το αυτοκίνητο του Χριστομάνου το ακολούθησαν σε λίγο μερικά ιδιωτικά αυτοκίνητα. Ένα από τα πρώτα που είχαν έλθει, του Φίλωνος, ήταν πάμφωτο εσωτερικώς, ώστε να φαίνεται καλά ο ιδιοκτήτης του … Δέκα χρόνια πριν από το αυτοκίνητο του Χριστομάνου, μια αθηναϊκή εφημερίδα έγραφε ότι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που σπούδαζε τότε στη Γερμανία, επρόκειτο να φέρει γυρίζοντας «μίαν άμαξαν κινουμένη δι’ ηλεκτρισμού». Το αυτοκίνητο όμως αυτό του Διαδόχου δε φαίνεται να έφθασε ποτέ στην Ελλάδα και του Χριστομάνου παραμένει το πρώτο που κυκλοφόρησε.
Κυρίως μετά το 1925, που χρησιμοποιήθηκαν τα πρώτα «ταξί», το αυτοκίνητο άρχισε να εκτοπίζει οριστικά τα αμάξια της Παλιάς Αθήνας. Σήμερα, ανάμεσα στις χιλιάδες μηχανές που κυκλοφορούν στην Πρωτεύουσα, έχουν απομείνει, σα ρομαντική ανάμνηση του παρελθόντος, ελάχιστα αμάξια με άλογα στα προάστεια. Και αν κανένας αδιόρθωτος νοσταλγός των παλαιότερων χρόνων, θα επιχειρούσε στις ημέρες μας να κάνει έναν περίπατο στην πόλη με κάποιο μόνιππο, οι σύγχρονοι Αθηναίοι θα τον έβλεπαν με την ίδια περιέργεια που οι παλαιότεροι είδαν τη Δούκισσα της Πλακεντίας να φέρνει το πρώτο αμάξι στην Αθήνα ευθύς μετά την απελευθέρωσή της.