Μετά το 1843, ο δεύτερος σημαντικός σταθμός στην ιστορία των οθωνικών χρόνων ήταν ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853). Στο διάστημα της δεκαετίας αυτής, η Αθήνα θα εξακολουθήσει να απλώνεται γύρω από την Ακρόπολη.
Ο πληθυσμός της, στο τέλος της δεκαετίας θα φθάσει τις 30.000 και η οδός Αιόλου θα γίνει ο κεντρικός δρόμος της Πρωτεύουσας. Εκεί θα εγκατασταθούν τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία και τα καλύτερα καταστήματα. Στην οδόν Αιόλου είχε αρχίσει τη λειτουργία της, το 1841, και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Πληροφορίες ξένων.
Για τη ζωή και την εξέλιξη της Αθήνας στα χρόνια 1840 -1842 μας δίνει αρκετές πληροφορίες η Κυρία των Τιμών της Αμαλίας βαρώνη Νόρντενφυλτ. Αναφέρει ότι τα σπίτια που έχτιζαν την εποχή εκείνη ήταν μικρά, άκομψα και φτωχικά. Οι δρόμοι σε κακή κατάσταση, γεμάτοι λάκκους και πέτρες. Τα αμάξια που περνούσαν σήκωναν σύννεφα από σκόνη και κινδύνευαν σε κάθε στιγμή να ανατραπούν ή να πέσουν μέσα σε κανένα χαντάκι. Εντούτοις, τα καλοκαίρια έφθαναν πολλοί τουρίστες και επιφανείς ξένοι. Όσοι δε βρίσκαν θέση στα ξενοδοχεία της Αθήνας πήγαιναν στη Σύρο, που ήταν η καλύτερη πόλη του βασιλείου και είχε τακτική συγκοινωνία με τον Πειραιά. Από την ίδια μαθαίνουμε ότι, τον Ιανουάριο του 1840 τοποθετήθηκε η πρώτη δοκός της στέγης των βασιλικών ανακτόρων και «παρετέθη» γεύμα από τον Όθωνα σε όλους τους εργάτες. Στο γεύμα καταναλώθηκαν 50 ψητά αρνιά και 4.000 μπουκάλες κρασί. Τότε φυτεύτηκαν και τα πρώτα δένδρα στο βασιλικό κήπο με τις φροντίδες και την επίβλεψη της Αμαλίας.
Εκτός της Νόρντενφλυχτ, ασχολήθηκαν με την Αθήνα της ιστορουμένης εποχής (1843 – 1853) και αρκετοί ξένοι, που έμειναν τότε στην Ελλάδα. Ο Γάλλος Μάξιμος Ντυκάν (Du Camp), που έγινε ακαδημαϊκός, ο Γάλλος Γουσταύος Φλωμπέρ (Flauber), γνωστός από τα φιλολογικά του έργα, ο αστείος Εδμόνδος Αμπού (About), που έγραψε με πνεύμα, με χολή και με προκατάληψη εναντίον μας, καθώς και άλλοι ξένοι, παρουσιάζουν εικόνες από την αθηναϊκή ζωή. Αλλά και Έλληνες έχουν γράψει και ο τύπος της εποχής εκείνης μας δίνει σχετικές πληροφορίες. Από τα γραφόμενα προκύπτει ότι, το χωριό των πρώτων οθωνικών χρόνων εξελισσόταν σε μια μικρή πολιτεία. Η οδός Αιόλου ήταν ο κεντρικότερος δρόμος και η διαστάυρωσή της με την οδό Ερμού αποτελούσε τον «ομφαλό» της Πρωτεύουσας.
Ο περίπατος στο Πολύγωνο.
Η οδός Πατησίων ήταν ένας εξοχικός δρόμος, που οι Αθηναίοι έκαναν τον κυριακάτικο περίπατό τους φθάνοντας ως το Πεδίον του Άρεως. Εκτός από 4 – 5 μαγαζιά, που βρίσκονταν στην αρχή της οδού Πατησίων, όλη η άλλη διαδρομή ως τα Πατήσια ήταν έρημη, γεμάτη σκόνη και με χωράφια δεξιά και αριστερά ακαλλιέργητα ή σπαρμένα με κριθάρι. Στην αρχή της οδού Πατησίων βρισκόταν το ζαχαροπλαστείο Σολωνείο. Σ’ αυτό πήγαιναν οι ξένοι διπλωμάτες και η ανώτερη κοινωνία. Όλοι οι Αθηναίοι, πλούσιοι και φτωχοί, μαζεύονταν τις Κυριακές το απόγευμα στο Πεδίον του Άρεως. Ο Φρούραρχος Αθηνών υποδεχόταν έφιππος τους Βασιλείς και έδινε το παράγγελμα να αρχίσει η στρατιωτική μουσική. Στο κάτω μέρος του Πεδίου ήταν στημένη μια πολυγωνική εξέδρα για τη μουσική, που έδωκε και το όνομα «Πολύγωνο» στην περιοχή. Ευθύς μετά την απελευθέρωση, οι Αθηναίοι μαζεύονταν τις Κυριακές στην πλατεία του Θησείου και ο περίπατος γινόταν στην οδό Αδριανού. Τώρα το Θησείο το έχει αντικαταστήσει το Πολύγωνο και την οδό Αδριανού η οδός Πατησίων.
Ο κυριακάτικος περίπατος του Πολυγώνου είχε καθιερωθεί από τα πρώτα οθωνικά χρόνια και κράτησε ως το τέλος της βασιλείας του Όθωνος. Αποτελούσε μια λαϊκή αλλά και κοσμική συγκέντρωση, ιδίως όταν ευνοούσε ο καιρός. Εκεί γίνονταν επιδείξεις τουαλέτας από τις «εποχούμενες» σε ανοιχτά αμάξια κοσμικές κυρίες, αλλά και ιππευτικής ικανότητας από τις αμαζόνες της εποχής. Τον τόνο στην ιππασία τον έδινε η βασίλισσα Αμαλία και η ακολουθία της. Ένας ξένος, περιγράφοντας τον περίπατο του Πολυγώνου, αναφέρει: «Στη μεγάλη πλατεία παίζει η μουσική. Έξι περίπτερα έχουν χτιστεί σ’ αυτή για καφενεία. Χιλιάδες ανθρώπων περιφέρονται εκεί και κάθονται σε μικρά τραπέζια διάφοροι όμιλοι. Οι υπηρέτες τρέχοντας φέρνουν ποτήρια κρύου νερού και λεμονάδες. Νομίζει κανείς πως βρίσκεται σε μεγαλούπολη. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα φθάνουν με αμάξι και εκεί ιππεύουν για να παρακολουθήσουν έφιπποι για λίγη ώρα τη μουσική και να απολαύσουν το ευχάριστο θέαμα, που ως σύνολο θα αποτελούσε ένα ωραίο ζωγραφικό πίνακα με την Ακρόπολη στο βάθος κι’ επάνω τον αττικό ουρανό».
Το ξενοδοχείο της Αγγλίας.
Αν το Πολύγωνο ήταν κέντρο λαϊκό και κοσμικό, την ίδια εποχή το Ξενοδοχείο της Αγγλίας, στην οδόν Αιόλου – εκεί που είναι σήμερα η Εθνική Τράπεζα – κρατούσε τα σκήπτρα στην κοσμική και τουριστική κίνηση της τότε Αθήνας. Σ’ αυτό πήγαιναν οι διπλωμάτες, οι επίσημοι ξένοι και οι κοσμικότεροι Αθηναίοι. Τα βράδυα παίζαν χαρτιά σε μια από τις μεγάλες αίθουσες του ξενοδοχείου. Από τους μόνιμους θαμώνες του οι «επικρατέστεροι και εμφανέστεροι» ήταν ο Φρούραρχος Αθηνών συνταγματάρχης Ιλαρίων Τουρέ (Touret) και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής στρατηγός Αντώνιος Μοράντι (Morandi). Ήταν και οι δύο περιπετειώδεις, ιπποτικοί και ρομαντικοί τύποι. Ο πρώτος ήταν Γάλλος αξιωματικός τη ναπολεόντειο εποχή και ο δεύτερος Ιταλός από τη Μοδένα. «Ποτέ δεν είδα» γράφει ο Ντυκάν «άνθρωπο οξυδερκέστερο και με λεπτότερο πνεύμα που να ξέρη τόσο καλά τους ανθρώπους όσο ο Μοράντι και να έχη υποστή τις μεγαλύτερες πλάνες στη ζωή του … Ήταν ένας θαυμάσιος τύπος γενναίου περιπλανώμενου ιππότη, που έτρεχε παντού πρόθυμα όπου αντηχούσε η φωνή της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας …». Η «φωνή της Ελευθερίας» είχε φέρει τον Τουρέ και τον Μοράντι στην Ελλάδα στο διάστημα του Αγώνα. Από τότε έμειναν στον ελληνικό στρατό και την εποχή που ιστορούμε είχαν φθάσει ο ένας φρούραρχος στην Πρωτεύουσα και ο άλλος αρχηγός στη Χωροφυλακή.
Το σπίτι του Κανάρη.
Ο Τουρέ, σα φρούραρχος, θεωρούσε καθήκον του να «ξεναγή» κάθε επίσημο ξένο που έφθανε στην Αθήνα. Χάρη στην ξενάγηση του Τουρέ, πολλοί ξένοι έφευγαν ενθουσιασμένοι από την παραμονή τους στην Ελλάδα. Ο Τουρέ μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του Ελληνικού Τουρισμού. Οδηγούσε τους ξένους στα αξιοθέατα και πάντοτε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Κανάρη, «ζωντανού μνημείου του θρύλου της Επαναστάσεως του 21». Ο Κανάρης κατοικούσε τότε στην οδό Φιλελλήνων. Δεν είχε ακόμη αποσυρθεί στο ερημητήριό του της οδού Κυψέλης. Και ήταν φυσικό οι ξένοι που φθάναν στην Αθήνα να θέλουν να γνωρίσουν τον ένδοξο πυρπολητή. Οι Φλωμπέρ και Ντυκάν, που επισκέφθηκαν με τη συνοδεία του Τουρέ τον Κανάρη το 1851, μας δίνουν αρκετές λεπτομέρειες από την επίσκεψή τους. Περίμεναν να ιδούν κανένα πάνοπλο ήρωα, σαν τον Ηρακλή και το Θησέα, και βρήκαν «ένα νοικοκύρη μεσόκοπο με γυαλιά, κοντού αναστήματος, με ψαρά μαλλιά και παχύ μουστάκι. Φορούσε ευρωπαϊκά ρούχα, μια μακρυά μαύρη ρεντικότα και έπαιζε το κομπολόγι του από έβενο, δίνοντας την εντύπωση ενός καθηγητή …». Όσο όμως προχωρούσε η συζήτηση, ο Κανάρης κατακτούσε τους επισκέπτες του με την απλότητα και τη μετριοφροσύνη του και στο τέλος, όπως αναφέρουν οι δύο Γάλλοι, «έμειναν καταγοητευμένοι και καταλάβαν πως δε χρειάζεται να έχει κανένας μεγάλη θωριά για να έχει μεγάλη καρδιά».
Το ξενοδοχείο της Ανατολής.
Απέναντι από το Ξενοδοχείο της Αγγλίας και επί της οδού Αιόλου βρισκόταν το Ξενοδοχείο της Ανατολής. Τα δύο ξενοδοχεία βλέπαν σε μια μεγάλη πλατεία, όπου σήμερα βρίσκεται η Δημαρχία. Στην πλατεία αυτή έκανε τις ασκήσεις του τότε το πυροβολικό. Και καθώς γράφει ο αστείος Εδμόνδος Αμπού, «οι κάτοικοι των δύο ξενοδοχείων μπορούσαν, ανοίγοντας τα παράθυρά τους, να μετρήσουν τα 12 μικρά κανόνια που αποτελούσαν ολόκληρο το πυροβολικό του νεαρού βασιλείου». Για το Ξενοδοχείο της Ανατολής, μας πληροφορεί επίσης ο Αμπού, ότι υστερούσε από της Αγγλίας. Τη διεύθυνσή του την είχε αναλάβει ένας συμπατριώτης του. Είχε παντρευτεί μια Μαλτέζα, που την … χειροτονούσε τακτικά. Και σε κάθε καβγά του αντρόγυνου η κυρία ξενοδόχου καλούσε με γοερές φωνές «ονομαστικώς» τους πελάτες του ξενοδοχείου να την γλυτώσουν από το συζυγικό ξύλο! …
Το πρώτο αστεροσκοπείο.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε κι’ ένα άλλο ξενοδοχείο της οδού Αιόλου, κοντά στην Αγία Ειρήνη, το Βύρωνα, που είχε φιλοξενήσει επί τρία χρόνια (1839 – 1842) το Αστεροσκοπείο Αθηνών. Στο σπίτι αυτό της οδού Αιόλου έγιναν οι πρώτες συστηματικές μετωρολογικές παρατηρήσεις στη Νεώτερη Ελλάδα από τον Έλληνα Γεώργιο Βούρη, καθηγητή του Πανεπιστημίου και διευθυντή του Αστεροσκοπείου. «Ο τόπος των παρατηρήσεων» αναφέρεται σ’ ένα φυλλάδιο της εποχής, που δημοσίευσε το Ιατροσυνέδριο, «κείται σχεδόν εν τω μέσω της πόλεως των Αθηνών, και απέναντι της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, επί του τρίτου εδάφους τριστέγου οικίας». Οι μετωρολογικές παρατηρήσεις συνεχίστηκαν μετά το 1842 από το Βούρη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά το 1846, όταν χτίστηκε το Αστεροσκοπείο, από το Λόφο των Νυμφών.
Τιμές ξενοδοχείων και εστιατορίων.
Συμπληρώνοντας τις πληροφορίες για τα ξενοδοχεία της Αθήνας στην ιστορουμένη περίοδο (1843 – 1853), θα πρέπει να σημειώσουμε πως υπήρχαν και άλλα τριάντα εκτός από αυτά που μνημονεύσαμε. Αλλά τα περισσότερα ήταν σε αθλία κατάσταση. Και, καθώς έγραφε ο Αμπού, «παρείχαν μόνο στέγη. Την επίπλωση την αναλάμβαναν οι πελάτες, που κουβαλούσαν μαζί τους και το κρεβάτι τους, δηλαδή, μια κουβέρτα. Σ’ αυτή ξάπλωναν με τα ρούχα τους, μαζί με 4 – 5 άλλους στο ίδιο δωμάτιο». Και συνιστούσε ο Αμπού στους ξένους «να αποφεύγουν τα ξενοδοχεία αυτά και να πηγαίνουν στα τέσσερα καλύτερα: των Ξένων, της Αγγλίας, της Ανατολής και της Ευρώπης, που αποτελούν καταφύγιο σωτηρίας». Σ’ αυτά τα καλύτερα ξενοδοχεία μπορούσε να μείνει ένας ξένος με 5 – 6 δραχμές την ημέρα και να έχει δωμάτιο και τροφή. Υπήρχαν όμως και άλλα μικρότερα εστιατόρια, όπου το φαγητό ήταν φθηνό. Γενικά οι τιμές διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα ολόκληρη την οθωνική περίοδο. Το βραστό και οι εντράδες είχαν 20 λεπτά η μερίδα, τα ψάρια και τα ψητά 30 – 40, ενώ τα όσπρια, η σούπα και τα μακαρόνια 5 – 10 λεπτά. Σερβίριζαν ακόμη και μισές μερίδες και μπορούσε κανένας με 40 – 50 λεπτά να γευματίσει σε ένα φθηνό εστιατόριο. Στα καλύτερα ήθελε 1 – 2 δραχμές.