Μετά την Επανάσταση της 10 Οκτωβρίου 1862 και την έξωση των πρώτων βασιλέων, σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση από το Δημήτριο Βούλγαρη, τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Μπενιζέλο Ρούφο.
Στην πραγματικότητα όμως όλη την εξουσία ασκούσε ο Βούλγαρης, που ήταν και ο πρόεδρος της τριανδρίας. Οι περισσότεροι από τους υπουργούς του τελευταίου οθωνικού υπουργείου, μαζί με τον πρωθυπουργό Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη, έφυγαν για το εξωτερικό, για ν’ αποφύγουν αντεκδικήσεις και καταδιώξεις. Ο επαναστατημένος λαός της Αθήνας και ιδιαίτερα η νεολαία περιορίστηκαν να πετροβολούν τα σπίτια τους και να σπάσουν τα γραφεία μερικών οθωνικών εφημερίδων. Άλλα έκτροπα δεν έγιναν και τα ανάκτορα δεν έπαθαν λεηλασία, όπως έγραψαν μερικοί ξένοι για να δυσφημίσουν την Ελλάδα. Μικρός αριθμός κρατικών λειτουργών παύθηκε, καθώς και ο εξαίρετος δήμαρχος Αθηναίων Γ. Σκούφος. Οι φανατικοί του 1862 είχαν βγάλει και ένα άθλιο τραγούδι, ειρωνευόμενοι την ατεκνία των πρώτων βασιλέων:
Του Σκούφου το καπέλο το ακάμανε σκαμνί
Να κάτσει η Αμαλία να κάνει το παιδί.
Πλούσια παρουσιάζεται η περίοδος εκείνη σε αντιοθωνικά τραγούδια και σε λιβέλους. Ένα μέρος, μάλιστα, τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον τίτλο: «Η δάφνη του Οκτωβρίου, ήτοι συλλογή νέων ασμάτων πονηθέντων χάριν της Οκτωβριανής επαναστάσεώς μας». Στο «Ιστορικό Αρχείο Γιάννη Βλαχογιάννη» βρίσκονται αρκετοί λίβελοι, από εκείνους που είχαν κυκλοφορήσει εναντίον των πρώτων βασιλέων. Αλλά και των Οθωνιστών ο οίστρος δεν υστερούσε και ανταποδίδαν τα ίδια σε έμμετρους και πεζούς λιβέλους. Ένας από αυτούς με τον τίτλο «Σάτυρα της 10ης Οκτωβρίου» βρέθηκε τοιχοκολλημένος στους δρόμους της Αθήνας και ρίχτηκε τη νύχτα κάτω από τις πόρτες πολλών σπιτιών. Παραθέτουμε μερικούς από τους πολλούς στίχους του έμμετρου λιβέλου:
Έγιναν και κυβερνήται ο Κανάρης και ο Ρούφος,
των Ψαρών ο ποντομέδων κι’ ο αχαϊκός ο μπούφος!
Πρόεδρος δ’ ανεκηρύχθει ο Υδραίος με τζουμπέδες
για να σέρνει από τη μύτη τους δύο αλλους τζερεμέδες…
Φεύγει ο Μήλιος κι’ ο Γενναίος κι’ οι Δραγούμαι κι’ οι Χατζίσκοι
κι’ έρχονται στα υπουργεία οι ντεληδικηγορίσκοι.
Του λαού εξεγερθέντος μ’ ένα ζήτω μέχρι τρέλλας,
έδωσε του ναυτικού μας υπουργόν με φουστανέλλας.
Ο αναφερόμενος στη σάτιρα υπουργός των ναυτικών «με φουστανέλλας» ήταν ο άλλοτε Δήμαρχος Αθηναίων και πολιτευτής Δημήτριος Καλλιφρονάς, που φορούσε πάντοτε το εθνικό ένδυμα. Και με τη λέξη «ντεληδικηγορίσκοι» ειρωνεύεται το νέο τότε δικηγόρο Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, που έγινε υπουργός της Παιδείας στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Συντάκτης της σάτιρας, κατά το Δ. Καμπούρογλου, ήταν ο Δ. Οικονομίδης, που έγινε έπειτα αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Άλλοι την αποδίδουν στο δημοσιογράφο και φανατικό Οθωνιστή Γ. Μπύλλερ. Το τραγούδι όμως που ακουγόταν περισσότερο ήταν το γνωστό εκείνο:
Έως πότε η ξένη ακρίδα,
ἐως πότε κουφός Βαυαρός,
θα γυμνώσον τη δόλια πατρίδα,
σηκωθήτε, αδέλφια, καιρός …
Αδελφός, αδελφόν να σπαράζει
και πατήρ τον υιόν να κτυπά
και ο φίλος τον φίλον να σφάζει
ουδ’ η τίγρις αυτό το βαστά …
Ακολουθούν και άλλοι στίχοι, υβριστικοί για τον Όθωνα. Με την παρωνυμία του «κουφού» και του «κουφάλιακα» αποκαλούσαν χλευαστικά οι Αντιοθωνιστές τον Όθωνα. Είχε κουφαθεί στο αριστερό αυτί από το πολύ κινίνο που έπαιρνε για να απαλλαγεί από τους ελώδεις πυρετούς. Τους είχε αρπάξει περιοδεύοντας στην Ελλάδα, για να βλέπει από κοντά τις ανάγκες του λαού. Όσον αφορά την κατηγορία ότι «εγύμνωσε τη δόλια Πατρίδα» όπως ορθότατα παρατηρεί ο Εμμανουήλ Λυκούδης «όλα τα ελαττώματα ειμπορούσε να τα έχει και δεν είχε δα ολίγα ο Όθων, μα τη δόλια Πατρίδα δεν την εγύμνωσε ποτέ». Τους στίχους αυτούς άλλοι τους αποδίδουν στο Γεώργιο Παράσχο και άλλοι στο δημοσιογράφο Σοφοκλή Καρύδη, εκδότη αργότερα των σατιρικών φύλλων «Φως» και «Αριστοφάνης», που έγραφε:
Και ο δείνας και ο τάδες,
είναι όλοι μασκαράδες.
Κι’ ο συντάκτης του «Φωτός»,
μασκαράς είναι κι’ αυτός!
Πολύ πιο συντηρητικές από τους άντρες ήταν οι γυναίκες στη Μεταπολίτευση. Οι περισσότερες συμπαθούσαν τους εξόριστους βασιλείς. Φρούτο της γυναικείας συμπάθειας προς τους έκπτωτους ήταν και η Οθωνίστρια. Μια παλαβή γριά, φανατική οπαδός των πρώτων βασιλέων, που γύριζε στους δρόμους με κρεμασμένα στο στήθος, κουμπιά, τενεκέδες και μετάλλια, που έλεγε πως ήταν τα παράσημα που της είχαν δώσει ο Όθων και η Αμαλία.
Η Εθνοσυνέλευση.
Ο αθηναϊκός λαός και αυτοί ακόμη οι ζωηρότεροι από τους επαναστάτες περιορίζονταν, τον πρώτο καιρό μετά τη Μεταπολίτευση, σε λιβέλους, τραγούδια και φωνές, χωρίς να διαταράζουν περισσότερο την τάξη στην Πρωτεύουσα. Το ίδιο γινόταν και στην Εθνοσυνέλευση. Και ήταν τόσο θορυβώδεις οι συνεδριάσεις, ώστε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο παλαίμαχος και τυφλός πια πρωθυπουργός του Αγώνα και τον οθωνικών χρόνων, ν’ ανεβεί στο βήμα και να πει στους πληρεξουσίους που διαπληκτίζονταν: «Έως τώρα εθεώρουν τον εαυτόν μου δυστυχή διότι στερούμην της οράσεως. Αλλά ήδη τον θεωρώ δυστυχέστερον διότι δεν στερείται και ακοής, διά να μη ακούω τα λεγόμενα …». Τον τόνο της αταξίας στην Εθνοσυνέλευση τον έδιναν πολλές φορές οι ίδιοι οι υπουργοί. Ένας από αυτούς ήταν και ο υπουργός της Παιδείας Α. Πετσάλης. Βίαιος και ορμητικός, προκαλούσε ζητήματα κάθε φορά που ανέβαινε στο βήμα. Μια ημέρα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου και πληρεξούσιος Ν. Σαρίπολος είπε ότι: «ο κ. υπουργός της Παιδείας πρέπει να είναι αβρότερος όταν απευθύνεται προς το Σώμα …». Όταν το άκουσε ο Πετσάλης δεν έχασε καιρό. «Εγώ» του λέγει «είμαι πάντοτε αβρότατος όταν ομιλώ προς την Συνέλευσιν, βρε γαϊδούρι!…».
Πεδινοί και Ορεινοί.
Στην Εθνοσυνέλευση του 1863 δύο ήταν, κυρίως, τα πολιτικά συγκροτήματα που διεκδικούσαν την εξουσία. Στο ένα ήταν οι πολιτικοί φίλοι του Βούλγαρη, που ζητούσε να επιβάλει την κομματική του δικτατορία με κάθε μέσο. Στο άλλο βρίσκονταν οι μετριοπαθέστεροι, με τον Κανάρη, τον Κουμουνδούρο, το Μπενιζέλο Ρούφο και άλλους. Οι πρώτοι είχαν βαφτιστεί «Πεδινοί» και οι δεύτεροι «Ορεινοί», κατά γελοία απομίμηση των δύο πολιτικών μερίδων της Γαλλικής Επαναστάσεως. Και δεν έφθαναν οι καβγάδες μέσα στη Συνέλευση αλλά τους μεταφέραν και στο πεζοδρόμιο. Το αποτέλεσμα ήταν να χυθεί άφθονο αίμα στις τριήμερες μάχες που αναστάτωσαν την Αθήνα (18 – 20 Ιουνίου 1863) και οι οποίες έμειναν στην ιστορία με το όνομα: «Ιουνιακά».
Τα «Ιουνιακά».
Αφορμή στον εμφύλιο εκείνο πόλεμο έδωκε η απαγωγή μιας … ξένης αρτίστας: της κόρης του Γάλλου Σουλλιέ, που είχε έλθει στην Αθήνα με ένα ιπποδρόμιο και έδινε παραστάσεις. Μερικοί υποξιωματικοί του πυροβολικού την «απήγαγον βιαίως μετά βιαίων συνεπειών». Ο Γάλλος πρέσβυς ζήτησε μεγάλη αποζημίωση για την «παθούσαν», και το ζήτημα έφθασε στην Εθνοσυνέλευση. Ο Βούλγαρης νόμισε πως βρήκε την ευκαιρία να ανατρέψει την τότε κυβέρνηση Ρούφου. Και επειδή η Εθνοσυνέλευση έδωκε ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, ο Βούλγαρης κήρυξε … επανάσταση. Προσεταιρίστηκε τη χωροφυλακή, το πυροβολικό με το στρατιωτικό διοικητή Αθηνών Παπαδιαμαντόπουλο, ένα τάγμα πεζικού που το διοικούσε ένας υπολοχαγός φίλος του. Κάλεσε ακόμη για επικουρία των Πεδινών το λήσταρχο Κυριάκο με τη συμμορία του. Και άρχισε τις μάχες στους δρόμους της Αθήνας με πρώτο θύμα τον υπολοχαγό του πυροβολικού Αριστείδη Κανάρη, γιο του ένδοξου πυρπολητή.
Το αιματοκύλισμα.
Εναντίον των Πεδινών του Βούλγαρη τάχθηκαν οι Ορεινοί, με αρχηγό το συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο, υπουργό των Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Με τους Ορεινούς ήταν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Αθήνας, οι υπόλοιπες στρατιωτικές μονάδες της Πρωτεύουσας και η Εθνοφυλακή. Η κυβέρνηση του Ρούφου όταν άρχισαν οι ταραχές παραιτήθηκε. Την εξουσία πήρε «εν ονόματι της Εθνοσυνελεύσεως» ο πρόεδρός της Διομήδης Κυριακός, που προσπάθησε απεγνωσμένα να σταματήσει τον εμφύλιο πόλεμο. Αλλά οι μάχες συνεχίστηκαν επί τρεις ημέρες μεταξύ Ορεινών και Πεδινών και έγιναν κυρίως γύρω από την Εθνική Τράπεζα στην οδόν Αιόλου. Απέναντι από την Τράπεζα βρισκόταν το Ξενοδοχείο Στέμμα. Εκεί είχε ταμπουρωθεί ο φίλος του Βούλγαρη λήσταρχος Κυριάκος με τα 80 παλικάρια του. Η Αθήνα συνταράχτηκε και αιματοκυλίστηκε στο τριήμερο των Ιουνιακών. Περισσότεροι από διακόσιοι πολίτες και στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, στις σφοδρότατες μάχες που έγιναν.
Το βράδυ της 20 Ιουνίου με την επέμβαση της Εθνοσυνελεύσεως και των πρέσβεων των «Τριών Προστατίδων Δυνάμεων» σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Συμφωνήθηκε ο στρατός να απομακρυνθεί από την Πρωτεύουσα. Την τάξη θα αναλάμβαναν η Εθνοφυλακή και η Φάλαγξ του Παενπιστημίου, που την είχαν σχηματίσει οι φοιτητές με βαθμοφόρους τους καθηγητές τους. Πριν ακόμη αναλάβει την τάξη στην πρωτεύουσα η Εθνοφυλακή, ο λήσταρχος Κυριάκος έφυγε ανενόχλητος, με την κάλυψη του στρατού των Πεδινών, αφού λήστεψε τους πελάτες του Ξενοδοχείου και τα γύρω σπίτια. Κατά σύγχρονη εφημερίδα «φεύγων ο Κυριάκος απεκόμισε μετά των λαφύρων του και τα συγχαρητήρια του κ. Βούλγαρη διά την εξαίρετον πολεμικήν δράσιν του». Για χρόνια κατόπιν, η πρόσοψη της Εθνικής Τραπέζης «έφερε πυκνά τα τραύματα» από τις κανονιές και τους πυροβολισμούς των «Ιουνιακών». Ο τότε διοικητής της Εθνικής Γεώργιος Σταύρος δεν άφηνε να επισκευάσουν την πρόσοψη, «διά να βλέπουν» έλεγε «οι Νεοέλληνες έως που δύνανται να φέρουν οι εμφύλιοι σπαραγμοί».
Η Καπνικαρέα.
Στη Μεταπολίτευση κινδύνεψε να καταστραφεί και η Καπνικαρέα, όχι από πολεμικά γεγονότα και ταραχές, αλλ’ από την Εθνοσυνέλευση. Δύο μήνες μετά τα «Ιουνιακά» η Κυβέρνηση – σα να μην είχε τι άλλο να κάνει – πρότεινε τη μετάθεση της … Εκκλησίας της Καπνικαρέας σε άλλη θέση, για να ισοπεδωθεί το μέρος εκείνο της οδού Ερμού. Και η Εθνοσυνέλευση με δύο θεσπίσματα (Αύγουστος 1863) δέχτηκε την πρόταση και αποφάσισε όπως «το οικοδόμημα της Καπνικαρέας κατεδαφισθή διαλυόμενον και ανοικοδομηθή εν τη συνοικία Γερανίου (κοντά στην Ομόνοια) και εν τω μέσω καταλλήλου πλατείας επί τούτω προσδιορισθησομένης». Ευτυχώς που πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να βρουν την κατάλληλη θέση και στο μεταξύ επικράτησαν καλύτερες σκέψεις, ώστε τελικά το βυζαντινό μνημείο έμεινε στη θέση του.
Αναζήτηση βασιλιά.
Εκτός από τα «Ιουνιακά», στο διάστημα του ενός χρόνου που πέρασε από την έξωση του Όθωνος ως την άφιξη του Γεωργίου Α΄, η Πρωτεύουσα αντιμετώπισε και άλλες ταραχές και ανωμαλίες. Και είχε τόσο απαυδήσει ο αθηναϊκός λαός από τη μετέωρη κατάσταση της Μεσοβασιλείας, ώστε στις διαδηλώσεις να φωνάζει: «Βασιλιά θέλουμε κι’ ας είναι και κότα …». Και φώναζαν έτσι, γιατί μεταξύ εκείνων που είχαν προταθεί για τον ελληνικό θρόνο ήταν και ο πρίγκιπας Ερνέστος του Γκότα. Και ο λαός που άκουγε να γίνεται συχνά λόγος για τον Γκότα, τον έφτιαξε στο απλοελληνικότερο … κότα! Φώναζαν επίσης: «Βασιλιά θέλουμε κι’ ας είναι κι’ από ξύλο …».
Η εκλογή του διαδόχου του Όθωνος είχε απασχολήσει τις κυβερνήσεις των τριών Δυνάμεων – Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας – που είχαν αναλάβει υπό την «προστασία» τους την Ελλάδα. Στο δημοψήφισμα που έγινε, από τις 19 – 23 Νοεμβρίου 1862 για την εκλογή του νέου ηγεμόνα, ο ελληνικός λαός είχε εκλέξει, σχεδόν με παμψηφία, το δευτερότοκο γιο της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας πρίγκιπα Αλφρέδο. Επί 240.701 που είχαν ψηφίσει ο Αλφρέδος είχε πάρει τις 230.016. Ο πληθυσμός της Ελλάδος ήταν τότε περίπου 1.300.000 κάτοικοι. Αλλά η Αγγλική κυβέρνηση δε δέχτηκε την εκλογή. Είχε δεσμευθεί με συμφωνία με τις δύο άλλες Δυνάμεις, τη Γαλλία και τη Ρωσία, ο βασιλιάς της Ελλάδος να μη προέρχεται από τις δυναστείες. Ο υπουργός των Εξωτερικών της Αγγλίας λόρδος Ρώσσελ γνωστοποιούσε στην Ελληνική κυβέρνηση ότι: «Η Α. Μ. (η βασίλισσα Βικτωρία) ήτο ηναγκασμένη υπό των διπλωματικών υποχρεώσεων του στέμματος αυτής και υπό άλλων σπουδαίων σκέψεων, να αποποιηθή εκ μέρους και εν ονόματι αυτής, την διακεκριμένην ταύτην τιμήν».
Η εκλογή Γεωργίου Α’.
Μετά την άρνηση της Βικτωρίας οι τρεις Δυνάμεις προσφέραν το ελληνικό στέμμα στο Γερμανό πρίγκιπα Ερνέστο του Σαξ Κοβούργου Γκότα. Ο Ερνέστος ζήτησε εγγυήσεις για την Ελλάδα από τις Δυνάμεις και επέκταση των ασφυκτικών ορίων του τότε Ελληνικού κράτους. Η τουρκόφιλη όμως αγγλική πολιτική δε δεχόταν ελληνικές επεκτάσεις εις βάρος της Τουρκίας και ο Ερνέστος τελικά δε δέχτηκε. Η αγγλική διπλωματία βρήκε τότε, πιο βολικό για το ελληνικό στέμμα και χωρίς αξιώσεις, το Δανό πρίγκιπα Γουλιέλμο Χριστιανό, Φερδινάνδο, Αδόλφο, Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του έπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄. Η εκλογή ήταν συμφέρουσα στην αγγλική πολιτική και γιατί η δυναστεία της Δανίας ήταν από παράδοση αγγλόφιλη και ακόμη γιατί το χρόνο εκείνο η αδελφή του Γεωργίου Αλεξάνδρα είχε παντρευτεί το διάδοχο της Αγγλίας Εδουάρδο. Ο Δανός πρίγκιπας, ο έπειτα βασιλιάς της Ελλάδος Γεώργιος Α΄, δέχτηκε την εκλογή του. Στο δημοψήφισμα που είχε γίνει και είχε δώσει σχεδόν την παμψηφία στον Αλφρέδο, βρίσκουμε και το όνομα του «Γουλιέλμου (Γεωργίου) της Δανιμαρκίας». Είχε πάρει 6 ψήφους!
Η εκλογή του Γεωργίου Α΄ ανακοινώθηκε στην Εθνοσυνέλευση από τον πρωθυπουργό Ζηνόβιο Βάλβη στις 18 Μαρτίου 1863. Οι πληρεξούσιοι με ζητωκραυγές δέχτηκαν την εκλογή και η Εθνοσυνέλευση την επικύρωσε «παμψηφεί». Μία επιτροπή, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη, το Θρασύβουλο Ζαΐμη και το Δημήτριο Γρίβα, πήγε στην Κοπεγχάγη να προσφέρει και επισήμως το ελληνικό στέμμα στο νεαρό Γεώργιο, που ήταν τότε δόκιμος στο ναυτικό της Δανίας. Ο Γεώργιος δεν ήταν ακόμη 18 χρονών. Συγκινητική και μεγαλόπρεπη ήταν η τελετή στα βασιλικά ανάκτορα της Κοπεγχάγης (6 Ιουνίου 1863). Το Γεώργιο προσφώνησε ο ένδοξος Κανάρης «με δάκρυα περιβρέχοντα τους οφθαλμούς του». Και άρχισε την προσφώνησή του: «Ευλογώ τον θεόν διότι κατά την προβεβηκυΐαν ηλικίαν μου, ηξίωσε να μοι επιφυλάξη την ευτυχίαν όπως χαιρετήσω την Μεγαλειότητά Σου ως βασιλέα και υποβάλω Αυτή μετά των εντίμων συναδέλφων μου τους χαιρετισμούς της Ελλάδος …».
Απαντώντας στην προσφώνηση του Κανάρη ο νεαρός Βασιλιάς είπε μεταξύ άλλων: «… Γεννηθείς και ανατραφείς εν χώρα, εν ἧ ἡ νόμιμος τάξις βαδίζει εκ παραλλήλου μετά της αληθούς συνταγματικής ελευθερίας, θέλω φέρει εις την νέαν μου πατρίδα δίδαγμα, όπερ ουδέποτε θα λησμονήσω και όπερ θέλω χαράξει εν τη καρδία μου δι’ ανεξαλείπτων χαρακτήρων, το ρήμα τούτο του βασιλέως της Δανιμαρκίας: «Ισχύς μου εστίν η αγάπη του λαού μου». Η τελευταία φράση καθιερώθηκε από τότε στο θυρεό του ελληνικού στέμματος, παρμένη από το δανικό.
Όταν ο Γεώργιος Α΄ έφευγε από την Κοπεγχάγη για τη νέα του πατρίδα, ο θείος του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκος του είπε: «Είσαι τώρα βασιλεύς των Ελλήνων. Μιμήσου κατερχόμενος εις την νέαν πατρίδα σου το παράδειγμά μου. Αγάπα τον λαόν σου, διότι η αγάπη αυτού αποβλέπει την ισχύν σου. Σέβου το σύνταγμα της πατρίδος σου, διότι όταν το σέβεσαι συ, θέλουσι το σεβασθεί και οι άλλοι». Κατά πόσον ο Γεώργιος Α΄ και οι διάδοχοί του ακολούθησαν τη συμβουλή του Φρειδερίκου, ανήκει σε άλλο κλάδο της ιστορίας να το κρίνει …