ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ – ΤΑ ΟΡΕΣΤΕΙΑΚΑ – ΤΑ ΣΑΝΙΔΙΚΑ

Ευθύς μετά τον πόλεμο του 1897, η βασίλισσα Όλγα πήρε την πρωτοβουλία να μεταφράσει στην καθομιλουμένη γλώσσα τα τέσσερα Ευαγγέλια, για να τα καταλαβαίνει ο λαός.

Σ’ αυτό είχε παρακινηθεί από τις επισκέψεις που έκανε σε τραυματίες στα νοσοκομεία στο διάστημα του πολέμου. Τους χάριζε Ευαγγέλια και οι περισσότεροι της λέγαν ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα όταν τα διαβάζουν. Και τότε αποφάσισε τη μετάφραση. Φαίνεται μάλιστα πως είχε τη σιωπηρή συγκατάθεση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου, ενώ η Ιερά Σύνοδος είχε αντίθετη γνώμη, που την διατύπωσε και εγγράφως (1899) σε υπόμνημά της προς τη Βασίλισσα. Παρά τις αντιρρήσεις της Συνόδου η Όλγα προχώρησε στην έκδοση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου το τέλος του 1900. Η πρώτη δοκιμαστική έκδοση, από 1.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε σε ένα μήνα. Και ετοιμαζόταν η δεύτερη έκδοση σε 100.000 αντίτυπα.

Η μετάφραση του Ευαγγελίου.

Ενώ η Όλγα ετοίμαζε τη νέα μεγάλη εξόρμηση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε να δημοσιεύεται σε επιφυλλίδες μια μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική του Αλεξάνδρου Πάλλη. Η «Ακρόπολις» συνόδευσε τη μετάφραση του Πάλλη με κύριο άρθρο, που έγραφε πως συνεχίζει την προσπάθεια της βασίλισσας Όλγας, «η οποία με το ευαγγελικόν της πνεύμα είχε την θείαν ιδέαν να μεταφρασθεί το Ευαγγέλιον εις την γλώσσαν του λαού». Και πρόσθετει: «Το έργον της Βασιλίσσης έχει ευλογήσει ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, καταπατήσας πάσαν μωράν κατά της εκλαϊκεύσεως και αντιχριστιανική αντίδρασιν».

Οι αντιδράσεις.

Η μετάφραση του Πάλλη προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Η «Ακρόπολις» ήταν τότε η καλύτερη και προοδευτικότερη από τις αθηναϊκές εφημερίδες και με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία. Οι άλλες αθηναϊκές εφημερίδες, από αντιζηλία και αντίδραση κατά του Γαβριηλίδη, άρχισαν τον αγώνα εναντίον της μεταφράσεως και βρήκαν πρόθυμους οπαδούς τους «καθαρεουσιάνους» και τη φοιτητική νεολαία. Την εποχή εκείνη το «γλωσσικό ζήτημα» βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Η πνευματική τάξη είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Στο ένα ήταν οι «μαλλιαροί», οι οπαδοί της δημοτικής γλώσσας, με τον Ι. Ψυχάρη, τον Αλ. Πάλλη, το συντάκτη του «Νουμά» Δ. Ταγκόπουλο και άλλους ανθρώπους των γραμμάτων. Στην άλλη παράταξη ανήκαν οι «γλωσσαμύντορες», φανατικοί οπαδοί της καθαρεύουσα. Αρχηγός και υποκινητής τους ήταν, κυρίως, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Μιστριώτης, που επηρέαζε και το φοιτητικό κόσμο. Η μετάφραση του Ευαγγελίου ήλθε «να ρίξει λάδι στη φωτιά». Πέρα από το γλωσσικό υπήρχε και το θρησκευτικό θέμα. Στον αγώνα κατά της μεταφράσεως μπήκε και το «Φλογερό Καμίνι». Έτσι έλεγαν τότε το Πανεπιστήμιο, για τους συνεχείς αγώνες και τις ταραχές που προκαλούσε, ακολουθώντας και παλαιότερη παράδοση. Με το μέρος των φοιτητών τάχθηκαν και οι «συντεχνίες», δηλαδή τα εργατικά σωματεία της εποχής εκείνης. Οι συντεχνίες είχαν κηρυχθεί κατά της μεταφράσεως όχι από πνεύμα θρησκευτικό ή συντηρητικό, αλλά από αντιδυναστικό, που ήταν διάχυτο στην Πρωτεύουσα μετά το 97.

Εμπρηστικά άρθρα του τύπου.

Υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, εκτός από την «Ακρόπολη», ήταν και η απογευματινή εφημερίδα «Άστυ». Οι άλλες είχαν ταχθεί εναντίον για λόγους, κυρίως, επαγγελματικού ανταγωνισμού και φρόντιζαν να φανατίζουν τον κόσμο με εμπρηστικά άρθρα και να εξάπτουν τα πνεύματα. Άφηναν να υπονοηθεί πως πίσω απο τη μετάφραση του Ευαγγελίου κρυβόταν δάκτυλος ρωσικός, με σκοπό να εξουθενώσει τον εθνισμό και τη θρησκεία των Ελλήνων. Οι «Καριοί» του Κανελλίδη, σε πύρινο άρθρο εναντίον εκείνων που αποτόλμησαν τη μετάφραση, είχαν βάλει τον τίτλο: «Πυρπολήσατε την μετάφρασιν της Σλαύας», υπονοώντας τη βασίλισσα Όλγα, που ήταν Ρωσίδα. Το «Εμπρός» του Καλαποθάκη ζητούσε «Νύκτα Αγίου Βαρθολομαίου» εναντίον των «αιρετικών» που είχαν τολμήσει τη μετάφραση. Ανάλογη ήταν η αρθρογραφία και των άλλων εφημερίδων, που εξωθούσαν στα άκρα. Η κυβέρνηση Θεοτόκη δε θέλησε να λάβει, ευθύς εξ αρχής, αποφασιστική θέση στο ζήτημα της μεταφράσεως, για να μη δυσαρεστήσει τη Βασίλισσα που είχε την πρωτοβουλία. Την ίδια χλιαρή στάση έδειξε και ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος. Ήταν και αυτός, όπως και ο Θεοτόκης, άνθρωπος του παλατιού. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη, πως μεταφράσεις Ευαγγελίων είχαν γίνει και πριν. Και την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν, όπως και σήμερα, ελεύθερα τα μεταφρασμένα Ευαγγέλια της αγγλικής «Ιερογραφικής Εταιρείας». Συνεπώς σε άλλα αίτια θα πρέπει να αναζητήσουμε το φανατισμό που δημιουργήθηκε γύρω από τη μετάφραση του Ευαγγελίου και οδήγησε στις τριήμερες ταραχές και στο αιματοκύλισμα.

Οι αιματηρές ταραχές.

Από τις 6 Νοεμβρίου 1901 είχε αρχίσει η αναταραχή στην πόλη με τις συγκεντρώσεις φοιτητών και λαού και τις επιθέσεις εναντίον των γραφείων των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Άστυ». Οι ταραχές συνεχίστηκαν και την επομένη και κορυφώθηκαν στις 8 Νοεμβρίου. Η Κυβέρνηση απαγόρευσε το μεγάλο συλλαλητήριο που είχαν οργανώσει οι συντεχνίες και οι φοιτητές στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Για να ενισχύσει τη χωροφυλακή, χρησιμοποίησε το στρατό και έφερε από το ναύσταθμο ναυτικό άγημα. Όταν οι διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί, επιχειρήθηκε η διάλυσή τους από τις ένοπλες δυνάμεις, που οδήγησε σε αιματοκύλισμα, με 8 σκοτωμένους και επάνω από 100 τραυματίες. Οι 48 βαρύτερα τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία. Πολλοί είχαν ποδοπατηθεί από τα άλογα, στις επελάσεις του ιππικού εναντίον των διαδηλωτών. Όλοι οι σκοτωμένοι ήταν πολίτες και μεταξύ αυτών και ένας φοιτητής. Κατά τις πληροφορίες των εφημερίδων οι φοιτητές ήταν οπλισμένοι με 5 – 6 γκράδες και 50 περίπου περίστροφα. Ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεγάλος για μια πόλη 130.000 κατοίκων. Την αγανάκτηση για τα γεγονότα την εκφράζει ο Σουρής στο «Ρωμηό» γράφοντας:

 

Τον κόσμο ματοκύλησαν αγάδες φρενιασμένοι

και να πατήσουν ήθελαν απάτητα τεμένη

και σαν να μην τους έφθαναν πεζοί και καβαλλάρηδες

μουστακαλήδες των χορών και της μαζούρκας Άρηδες,

έφεραν και ναυτόπουλα μεσ’ από τις αρμάδες

να χύσουν αίμ’ αδελφικό και να γενούν φονιάδες …

 

Ο Πρωθυπουργός πυροβολείται.

Στις συγκρούσεις που έγιναν, κινδύνεψε και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης, που βρέθηκε κοντά στον τόπο των ταραχών. «Πυροβολισμοί ρίπτονται κατά της αμάξης του Πρωθυπουργού» γράφει ένας αυτόπτης των γεγονότων «λίθοι ογκώδεις εξακοντίζονται κατ’ αυτής. Και η άμαξα τρέχουσα, κατεστραμμένη, διάτρητος εκ σφαιρών, μόλις κατώρθωσε να φθάσει εις την οικίαν του κ. Πρωθυπουργού, ο οποίος κατήλθεν αυτής ωχρός και μόλις δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, σωθείς ως εκ θαύματος και μη φέρων ουδεμίαν αμυχήν». Το βράδυ των ταραχών και ύστερ’ από τους πυροβολισμούς κατά του Πρωθυπουργού, η αστυνομία τοποθέτησε ένα χωροφύλακα για φρουρό της πρωθυπουργικής κατοικίας. Ο Θεοτόκης τον διάταξε να φύγει και είπε στο διευθυντή της Αστυνομίας: «Αλλοίμονον! Αν τον Πρωθυπουργόν, που είναι ο εκλεκτός του λαού, πρέπει να τον προστατεύουν οι χωροφύλακες …». Αργότερα είδαμε πρωθυπουργούς να κυκλοφορούν περιστοιχισμένοι από αστυνομικούς και εξοπλισμένα αυτοκίνητα. Τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ γύριζε μόνος στους δρόμους της Αθήνας. Είχε απαγορεύσει, μάλιστα, κάθε αστυνομική παρακολούθηση και ασφάλεια. Άλλες εποχές, άλλες αντιλήψεις.

Παραιτήσεις.

Την επομένη των Ευαγγελικών η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε, μολονότι είχε μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή από πρόσφατες εκλογές. Παραιτήθηκε επίσης ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, ο Αρχηγός της Χωροφυλακής και ο Διευθυντής της Αστυνομίας. Και οι Αθηναίοι ηρέμησαν. Για τα «Ευαγγελικά» αναφέρουν λεπτομερώς οι εφημερίδες της εποχής και η γραμματεύς της Όλγας Ιουλία Καρόλου στο βιβλίο της: «’Ολγα η Βασίλισσα των Ελλήνων».

Η μετάφραση του Αισχύλου.

Δύο χρόνια μετά τα «Ευαγγελικά» καινούργιες αιματηρές ταραχές σημειώθηκαν στην Αθήνα εξ αιτίας του γλωσσικού ζητήματος. Αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για μετάφραση του Ευαγγελίου, ώστε να υπάρχει η δικαιολογία του θρησκευτικού φανατισμού. Επρόκειτο, απλώς, για τη μετάφραση στη δημοτική της τραγωδίας του Αισχύλου «Ορέστεια», που την είχε ανεβάσει το Βασιλικό Θέατρο και παιζόταν με μεγάλη επιτυχία. Τη μετάφραση την είχε κάνει ο αρχαιολόγος και κατόπιν καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Σωτηριάδης και στο έργο λαμβάναν μέρος οι καλύτεροι ηθοποιοί της εποχής, η Ροζαλία Νίκα, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Ταβουλάρη, ο Φυρστ, ο Μέγκουλας και άλλοι.

Η αντίδραση του Μιστριώτη.

Η μετάφραση στη δημοτική της αρχαίας τραγωδίας και η μεγάλη επιτυχία που σημείωνε το έργο στο Βασιλικό Θέατρο, σκανδάλισε τους «καθαρευουσιάνους» και άρχισαν την επίθεση. Τους βοήθησε μεγάλη μερίδα του τύπου και ο αρχηγός των «γλωσσομυντόρων» καθηγητής του Πανεπιστημίου Μιστριώτης. Στις 8 Νοεμβρίου 1903 ο Μιστριώτης έκανε μια διάλεξη στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου για το γλωσσικό ζήτημα. Σκοπός του ήταν να εξεγείρει τους φοιτητές και να πετύχει με οχλαγωγίες το σταμάτημα του έργου που σημείωνε τόση επιτυχία. Γι’ αυτό στη διάλεξή του ήταν βιαιότατος εναντίον των μεταφραστών του αρχαίου δράματος. Τους ονόμασε «μητραλοίας», «προδότας», «παράφρονας». Υποστήριξε ότι η μετάφραση των αρχαίων ποιητών στη δημοτική ήταν αδύνατος και ότι οι «μαλλιαροί» επιζητούσαν «διά της γλώσσης» να πλήξουν αυτό τούτο το Έθνος! «Η δημώδης γλώσσα» είπε «περιέχει ολίγας λέξεις προς εκδήλωσιν των φυσικών αναγκών ή των αλγηδόνων και ηδονών και ελέγχεται ανεπαρκέστατη όπως εισέλθη εις το βασίλειον των ιδεών. Μόνον ολίγοι αμαθείς νεανίσκοι, μη δυνάμενοι να αισθανθώσι το αμύθητον της αρχαίας γλώσσης κάλλος, εκθάπτουσι τα ράκη των καλυβών της δουλωσύνης … Οι κοιλίαρχοι ούτοι της βαρβαροφώνου γλωσσικής δυσαρμονίας επανάγουσιν εις ελληνικά στόματα ενετικάς ή τουρκικάς λέξεις και πλάσουσι κακόηχα λεξίδια, άπερ διεγείρουσι τον έμετον …». Και ο Μιστριώτης συνέχισε στον ίδιο αρχαιόπρεπο τόνο το υβρεολόγιό του. Φυσικά, δεν εδυσκολεύθηκε να ξεσηκώσει τους φοιτητές που τον παρακολουθούσαν. Το «Φλογερό Καμίνι» εύκολα έπαιρνε φωτιά …

Ξεσήκωμα φοιτητών.

Μία επιτροπή φοιτητών, οπαδών του «μιστριωτισμού», ζήτησε από τον τότε διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου Στέφανο Στεφάνου να σταματήσει αμέσως την «Ορέστεια». Και επειδή ο Στεφάνου δε συμμορφώθηκε, αποφάσισαν το άλλο βράδυ να σταματήσουν την παράσταση του έργου «δυναμικά». Πεντακόσιοι φοιτητές μαζεύτηκαν και τράβηξαν για το Θέατρο. Ο πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης έλαβε έκτακτα μέτρα. Πεζικό, ιππικό και χωροφυλακή, περικύκλωσαν το Βασιλικό Θέατρο, ενώ άλλες δυνάμεις εμπόδισαν τους συγκεντρωμένους φοιτητές να προχωρήσουν προς το Θέατρο. Ακολούθησε άγρια συμπλοκή, με πυροβολισμούς, τραυματισμούς και ξυλοδαρμούς. Οι αντλίες της πυρσβεστικής υπηρεσίας καταβρέξαν όχι μόνο τους φοιτητές, αλλά και όσους βρέθηκαν κοντά στις σκηνές, γιατί καθώς έγραφε ο Σουρής στο «Ρωμηό»:

 

Καμμιά διάκριση δεν κάνει το νερό σε ντόπιο και σε ξένο

Βρέχει και το μαλλιαρό βρέχει και τον κουρεμένο…

 

Ο ίδιος, περιγράφοντας τα αιματηρά γεγονότα των «ορεστειακών», πρόσθετε:

 

Ω γλώσσα καθαρεύουσα και γλώσσα μαλλιαρή

που δίνεις στην πρωτεύουσα πολεμικό μπουρί!

Δεν πίστευα, δεν τόλεγα πως πόλεμος θα γίνει

σε τούτο το καμίνι,

και πως θα πέσουν πιστολιές και κοντακιές και ξύλο,

μόνο για τον Αισχύλο.

 

Το τέλος των «Ορεστειακών».

Συγχρόνως με τα αστυνομικά μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση Ράλλη, ειδοποίησε και μερικούς καθηγητές του Πανεπιστημίου ότι θα λάμβανε μέτρα εναντίον τους αν εξακολουθούσαν την ίδια τακτική και την εξώθηση των φοιτητών σε οχλαγωγίες για το γλωσσικό ζήτημα. Με την επέμβαση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Νικολάου Πολίτη έγινε συμβιβασμός και κατευνασμός. Η «Ορέστεια» συνέχισε τις παραστάσεις, αφού έγινε μια «μικρή ανασκευή του κειμένους της μεταφράσεως». Αν σήμερα παιζόταν η «Ορέστεια» με τη μετάφραση του Σωτηριάδη, όχι μόνο δε θα ξένιζε κανένα, αλλά η γλώσσα της θα κρινόταν και … λίγο καθαρευουσιάνικη. Αλλά τότε το «γλωσσικό ζήτημα» βρισκόταν στη μεγαλύτερη έντασή του και οι διάφοροι «γλωσσαμύντορες» έριχναν σκόπιμα «λάδι στη φωτιά» και προκαλούσαν αιματηρές ταραχές.

Δημοτικιστές και Καθαρεουσιάνοι.

Την εποχή εκείνη ο Πατέρας μου Κωνσταντίνος Στασινόπουλος, δικηγόρος, συγγραφέας και από τους πρώτους δημοτικιστές, έγραψε ένα επιστημονικό και τεχνικό βιβλίο: «Το κρασί. Αθήνα 1904». Πραγματευόταν, όπως έγραφε στο βιβλίο, «για την τέχνη της κατασκευής του κρασιού». Ήθελε να αποδείξει, αντίθετα με όσα υποστήριζαν οι «καθαρεουσιάνοι», ότι και στη δημοτική μπορούσαν να γραφούν επιστημονικά και τεχνικά βιβλία. Ήταν το πρώτο βιβλίο με επιστημονικό περιεχόμενο και τεχνικούς όρους που γραφόταν στη δημοτική. Το «Κρασί» προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις και θόρυβο, ευτυχώς μόνο στις εφημερίδες, και το απαραίτητο υβρεολόγιο των «γλωσσαμυντόρων» κατά του συγγραφέα του. Η αντίθεση και ο φανατισμός για το «γλωσσικό ζήτημα» συνεχίστηκαν έντονα για αρκετά χρόνια. Έπρεπε να φθάσουμε στην «Ανόρθωση» του 1910 και στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου για να ακολουθήσει η γλώσσα του λαού το δρόμο της. Από την κυβέρνηση Βενιζέλου έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου (1912) και ο μεταφραστής της «Ορέστειας» Γ. Σωτηριάδης, ο … «ηθικός αυτουργός» των «Ορεστειακών». Ο Σωτηριάδης τίμησε με τα συγγράματά του και τις αρχαιολογικές εργασίες του την ελληνική επιστήμη.

Τα Σανιδικά.

Μαζί με τις φοιτητικές ταραχές που αναστάστωναν την Αθήνα στην αρχή του αιώνα, θορυβωδέστατες και κάποτε αιματηρές ήταν και οι πολιτικές διαδηλώσεις. Και γίνονταν τακτικά. Είτε για να ρίξουν την κυβέρνηση, είτε για να αναγκάσουν το Στέμμα να δώσει την εντολή στον ευνοούμενό τους. Ένα χρόνο μετά τα «Ευαγγελικά» η Αθήνα αναστατώθηκε από τα «Σανιδικά». Αυτή τη φορά δεν ήταν ούτε ο θρησκευτικός, ούτε ο γλωσσικός φανατισμός που προκάλεσαν την έξαψη του πλήθους. Πολιτικός πυρετός είχε καταλάβει τους οπαδούς του Θεοδώρου Δηληγιάννη, γιατί ο Βασιλιάς δεν του έδινε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Δηληγιάννης ήταν ο πρωθυπουργός της ήττας του 1897. Στις εκλογές που έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1902 δεν ήταν αμέσως φανερό αν είχε κερδίσει ο Δηληγιάννης ή ο αντίπαλός του Θεοτόκης, γιατί πολλοί βουλευτές, από τους επιτυχόντες, είχαν κατέβει στις εκλογές ανεξάρτητοι. Και ο Βασιλιάς περίμενε να αρχίσει η Βουλή, για να φανεί η δύναμη των κομμάτων στην εκλογή του προεδρείου και να αναθέσει την κυβέρνηση σ’ εκείνο που θα είχε την πλειοψηφία. Αλλά οι οπαδοί του Δηληγιάννη βιάζονταν. Και αποφάσισαν να δράσουν «δυναμικά», για να εκμαιεύσουν τη βασιλική εντολή. Μαζεύτηκαν σε διαδήλωση μπροστά στο σπίτι του Δηληγιάννη και αφού πήραν την «ευλογία» του, τράβηξαν για το παλάτι, με σκοπό να διαμαρτυρηθούν για την καθυστέρηση της εντολής. Ανεβαίνοντας την οδό Σταδίου, για να πάνε στο παλάτι, ξήλωσαν τις σκαλωσιές από ένα γιαπί και πήραν τα ξύλα. Οπλισμένοι με τις «σανίδες» πλησίασαν στα ανάκτορα της πλατείας του Συντάγματος, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αστυνομικές δυνάμεις. Και τότε στράφηκαν εναντίον του καφενείου του Ζαχαράτου, που λίγο καιρό πριν είχε ανοίξει στην πλατεία του Συντάγματος. Και το νεοβαλμένο καφενείο πλήρωσε «τα σπασμένα», χωρίς να έχει καμμιά ευθύνη για την καθυστέρηση της βασιλικής εντολής. Οι εξαγριωμένοι οπαδοί του Δηληγιάννη δεν αφήκαν ούτε τζάμι, ούτε καρέκλα στου Ζαχαράτου. Και έγγραφε ο Σουρής στο «Ρωμηό»:

 

Τρόμος και φρίκη και συμφορά

παίρνουν σανίδες και πατερά.

Σπάζουν καρέκλες του Ζαχαράτου

Κι’ εκείνος κλαίει τη συμφορά του.

 

Αλλά το μένος των οπαδών του μεγάλου «Κορδονάρχη» – έτσι έλεγαν το Δηληγιάννη, γιατί το κόμμα του είχε για πολιτικό σύνθημα το «κορδόνι» – συνεχίστηκε και μετά την καταστροφή του Ζαχαράτου. Επί δύο ημέρες (19 και 20 Νοεμβρίου 1902) η Αθήνα αναστατώθηκε από διαδηλώσεις, οχλαγωγίες και συμπλοκές. Σημειώθηκαν φόνοι και τραυματισμοί πολιτών και οργάνων της τάξεως. Και τα πνεύματα κατευνάστηκαν όταν ο Βασιλιάς έδωκε την εντολή (23 Νοεμβρίου) στο Δηληγιάννη. Και μετά τα «Σανιδικά» – έτσι ονομάστηκαν οι ταραχές εκείνες, από τις σανίδες που χρησιμοποιήθηκαν –  συνεχίστηκαν οι αναστατώσεις στην ανήσυχη πόλη.

Ο φοιτητής Γ. Παπανδρέου.

Αξιοπρόσεχτο στις ταραχές εκείνες, αδιάφορα με τις αφορμές που τις προκαλούσαν, είναι το μαχητικό πνεύμα που έδειχναν ο λαός και η ακαδημαϊκή νεολαία. Οι φοιτητές αποτελούσαν τότε την αγωνιστική πρωτοπορία του Έθνους. Και πολλές φορές εκμεταλλεύονταν «τον παλμό και τη ζωντάνια τους» οι σκοταδιστές, όπως συνέβηκε στα «Ευαγγελικά» και τα «Ορεστειακά». Ούτε όλοι οι φοιτητές είχαν τις ίδιες ιδέες με τον υπερσυντηρητικό και καθαρευουσιάνο Μιστριώτη. Πολλοί ήταν προοδευτικών αρχών και οπαδοί της δημοτικής. Ανάμεσα στους τελευταίους θα συναντήσουμε και τον τότε φοιτητή της Νομικής και αργότερα πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Μολονότι τα πολιτικά κείμενα του Παπανδρέου – που αποτελελούν πρότυπο νεοελληνικού λόγου – είναι γραμμένα σε απλή καθαρεύουσα, εν τούτοις ο ίδιος ήταν θιασώτης δημοτικής και έχει γράψει και άρθρα στη δημοτική. Ο Παπανδρέου ήταν από τους επιμελέστερους στο Πανεπιστήμιο και πήρε το δίπλωμά του με άριστα. Και το απολυτήριο του γυμνασίου το είχε πάρει επίσης με άριστα και με βραβείο χρηματικό. Ήταν όμως συγχρόνως και στην πρωτοπορία της ανήσυχης ακαδημαϊκής νεολαίας. Στα 1907 προφυλακίστηκε, μαζί με άλλους συμφοιτητές του και έμεινε 27 ημέρες προφυλακισμένος στις φυλακές Αβέρωφ. Κατά τις εφημερίδες της εποχής: «είχον εκδοθή εντάλματα συλλήψεως κατά των πρωταιτίων οι οποίοι με τον φλογερόν λόγον του εξ αυτών Γεωργίου Παπανδρέου, ηλέκτρισαν την φοιτητικήν νεολαίαν και παρέσυραν αυτήν προς ανεπιτρέπτους ακρότητας». Όταν ο πατέρας του Παπανδρέου, που ήταν παπάς στην Πάτρα, έμαθε την προφυλάκιση του γιου, έφθασε οργισμένος στην Αθήνα και πήγε να τον δει στη φυλακή. «Εγώ» του είπε «σ’ έστειλα στο Πανεπιστήμιο για γράμματα και όχι για να γίνης επαναστάτης …». Η ανήσυχη αυτή γενιά των «επαναστατών» σε λίγα χρόνια θα διπλασιάσει την Ελλάδα. Και λίγο αργότερα θα φέρει τα σύνορά της έξω από την Κωνσταντινούπολη και στον Όλυμπο της Βυθινίας. Αλίμονο στα κράτη που τα νιάτα αδρανούν …