Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα συνεχίζεται με γοργότερο ρυθμό η ανοικοδόμησή της, τόσο από τους παλιούς Αθηναίους όσο και από τους ξένους που ήλθαν να εγκατασταθούν.
Τα πρώτα όμως αυτά σπίτια ήταν τα περισσότερα φτωχά και χωρίς αρχιτεκτονικό σχέδιο. Μερικά σώζονται ακόμη στις πλαγιές της Ακροπόλεως. Βλέπουμε και τώρα την πενιχρότητά τους, αν και ο χρόνος τους έδωκε τη γραφικότητα της παλαιότητας. Το χτίσιμο των σπιτιών περιοριζόταν στην παλιά πόλη: Πλάκα, Μοναστηράκι, Αέρηδες, Άγιος Φίλιππας και στους τρεις καινούργιους δρόμους που άνοιξαν τότε: Ερμού, Αιόλου, Αθηνάς. Ο καλύτερος δρόμος ήταν η οδός Αδριανού. Εκεί είχαν εγκατασταθεί οι πρεσβείες, τα υπουργεία και οι περισσότεροι από τους ξένους που κατοικούσαν στην Αθήνα. Το κέντρο της Πρωτεύουσας, από την οδόν Αδριανού, όπου γινόταν και ο περίπατος των Αθηναίων, μεταφέρθηκε γρήγορα στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου. Όπως μας πληροφορούν οι εφημερίδες της εποχής, από το 1835 εμφανίζονται τα πρώτα καταστήματα στην οδόν Αιόλου και Ερμού, τα «εργαστήρια» όπως τα ονομάζαν, και ο περίπατος των Αθηναίων γίνεται τώρα στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος. Στο μέσο της πλατείας υπήρχε ένα μικρό συντριβάνι, που σπάνια είχε νερό και γύρω είχαν ανοίξει καφενεία και ζαχαροπλαστεία. Από το «άνυδρο» αυτό συντριβάνι είχε πάρει το όνομα: Πλατεία του Συντριβανιού.
Ο Μητροπολιτικός Ναός.
Από τις πρώτες φροντίδες του Δήμου Αθηναίων, που λειτούργησε για πρώτη φορά το Μάιο του 1835, ήταν να επισκευάσει μια εκκλησία για Μητροπολιτικό Ναό. Από την εκατοντάδα και πλέον των εκκλησιών, που είχε η Αθήνα τον καιρό της Τουρκοκρατίας, δεν είχε μείνει καμμιά χωρίς καταστροφές. Οι περισσότερες είχαν ερειπωθεί. Και τα υλικά τους τα παίρναν οι Αθηναίοι για να χτίσουν τα σπίτια τους. Αποφασίστηκε τότε να επισκευαστεί η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην οδόν Αιόλου για να γίνει Μητροπολιτικός Ναός. Η εκκλησία που επισκευάστηκε ήταν μικρότερη από τη σημερινή Αγία Ειρήνη, που χτίστηκε στη θέση της παλιάς το 1849. Οπωσδήποτε, η παλιά Αγία Ειρήνη και η σημερινή, ήταν η Μητρόπολη της Αθήνας ως το 1862. Το 1842 άρχισε η ανέγερση του σημερινού Μητροπολιτικού Ναού. Η κατασκευή του κράτησε μια εικοσαετία. Χρησιμοποιήθηκαν υλικά από εκατό ερειπωμένες εκκλησίες της Παλιάς Αθήνας. Η συνολική δαπάνη έφθασε τις 30.000 χρυσές λίρες. Τα μισά χρήματα τα έδωσαν τα εκκλησιαστικά ταμεία της Επισκοπής και τα άλλα μισά ήταν από δωρεές. Ο Όθων έδωκε από το ταμείο του 800 λίρες. Στην κατασκευή του Μητροπολιτικού Ναού έλαβαν μέρος πολλοί αρχιτέκτονες (Χάνσεν, Ζέζος, Σάουμπερτ, Κάλκος, Μπουλανζέ). Ίσως γι’ αυτό βγήκε αποτυχημένος, κατά το γνωστό επίγραμμα: «Η είσοδος πολλών ιατρών με απώλεσεν».
Η Δημοτική Αστυνομία.
Η Πρωτεύουσα ήταν χωρισμένη σε τέσσερα αστυνομικά τμήματα: της Πλάκας, του Καλαμιώτη, των Ηρώων (Ψυρή) και του Αγίου Φίλιππα. Μετά το 1848 άρχισε να σχηματίζεται η καινούργια συνοικία της Νεαπόλεως (νέας πόλεως), που θα γίνει αργότερα τόπος κατοικίας επαρχιωτών φοιτητών. Η αστυνομία τα πρώτα χρόνια ήταν Δημοτική. Ο Δήμαρχος διόριζε τον αστυνομικό Διευθυντή και τους αστυνομικούς Κλητήρες. Ο λαός τους έλεγε «Καπουκεχαγιάδες» και «Ειρηνοφύλακες». Οι Κλητήρες φορούσαν τις τοπικές τους φορεσιές – βράκα ή φουστανέλλα – και είχαν για διακριτικό ένα κοντό ραφδί – είδος κλομπ – τυλιγμένο με άσπρη και γαλάζια κορδέλα. Επάνω στην κορδέλα ήταν γραμμένο «η ισχύς του νόμου», ενώ στην άκρη του ραβδιού ήταν ζωγραφισμένο ένα μεγάλο μάτι: το «μάτι της εξουσίας»! Με τον καιρό οι Κλητήρες εφοδιάστηκαν και με βούρδουλα, που τον χρησιμοποιούσαν με την ίδια ευκολία εναντίον των κακοποιών, όσο και εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του Δημάρχου …
Ενδεικτικό, για την κατάσταση που βρισκόταν η Δημοτική Αστυνομία, είναι το επεισόδιο που αναφέρουν τα αστυνομικά χρονικά του 1848. Το υπουργείο των Εσωτερικών είχε διατάξει την αστυνομία να συλλάβει και να στείλει στις πατρίδες τους όλους τους «αλήτες» και τους «αγύρτες», που είχαν μαζευτεί στην Πρωτεύουσα. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας, από αγραμματοσύνη και κουταμάρα, νόμισε τους αγύρτες για … Αργίτες, δηλαδή για τους κατοίκους του Άργους που μέναν στην Αθήνα. Και μαζί με του κακοποιούς άρχισε να συλλαμβάνει και να μεταφέρει στην αστυνομία για εκτόπιση και όλους τους κατοίκους του Άργους, που μέναν στην Αθήνα. Δημιουργήθηκε σάλος με τις συλλήψεις. Αναγκάστηκε να επέμβει το υπουργείο και να απολύσει τους φιλήσυχους Αργίτες και μαζί μ’ αυτούς και το διευθυντή της Αστυνομίας «επί ανεπαρκεία και βλακεία». Αυτό υπήρξε και η «χαριστική βολή» της Δημοτικής Αστυνομίας στην Αθήνα. Από το 1849 την αντικατάστησε η Διοικητική Αστυνομία, που υπαγόταν στο υπουργείο των Εσωτερικών.
Ο πληθυσμός.
Ο πληθυσμός της Αθήνας το 1835 ήταν γύρω στις 8 – 10 χιλιάδες κατοίκους. Ένας χάρτης του προηγούμενου χρόνου παρουσιάζει την πόλη με 800 περίπου σπίτια. Τον ίδιο πληθυσμό δίνει και ο Α. Ραγκαβής στα Απομνημονεύματά του. Στην καινούργια όμως Πρωτεύουσα άρχισε να μαζεύεται κόσμος από τον έσω και τον έξω Ελληνισμό και τον άλλο χρόνο (1836), που έγινε και η πρώτη επίσημη απογραφή, η Αθήνα πλησίαζε τις 14 χιλιάδες. Το 1838 ο πληθυσμός της Πρωτεύουσας έφθασε τις 20 χιλιάδες. Μία ιατροδικαστική έκθεση του 1838 μας πληροφορεί ότι: «ο αριθμός των κατοίκων των Αθηνών ανέρχεται εις 16.588. Εκτός τούτων ευρίσκονται εις τας Αθήνας υπέρ τους 1.000 στρατιώται, υπέρ τους 1.000 ξένοι και υπέρ τους 1.500 υπηρέται και δούλοι, ώστε ο ολικός πληθυσμός των Αθηνών ανέρχεται εις 20.000 περίπου ψυχών». Το 1844 ο πληθυσμός πέρασε τις 25.000.
Οι δρόμοι.
Οι Αθηναϊκοί δρόμοι ήταν στενοί και βρώμικοι από τα ακάθαρτα νερά και τα σκουπίδια. Ούτε αποχέτευση υπήρχε για τα νερά των σπιτιών, ούτε και υπηρεσία για την καθαριότητα των δρόμων. Οι νοικοκυρές πετούσαν τα σκουπίδια στο δρόμο και τα ακάθαρτα νερά στο αυλάκι που περνούσε από την πόρτα τους. Όταν οι δρόμοι γέμιζαν από σκουπίδια, γινόταν ένας έρανος από τους περιοίκους και με τα χρήματα που μάζευαν, αναλάμβανε η Κοινότης το καθάρισμα των δρόμων. Τακτικοί σκουπιδιάρηδες και κάρα για τα σκουπίδια χρησιμοποιήθηκαν αργότερα.
Ο φλώμος.
Η Δημογεροντία και έπειτα ο Δήμος Αθηναίων καταβάλαν μεγάλες προσπάθειες για την καθαριότητα και την υγεία στην πόλη. Αλλά οι ανάγκες ήταν πολλές και τα μέσα περιορισμένα. Και δεν ήταν μόνο οι συνηθισμένες ανάγκες που έχει κάθε πολιτεία αλλά και πολλές άλλες, που είχαν δημιουργήσει ο πόλεμος και οι καταστροφές που έπαθε η Αθήνα στην Επανάσταση. Μια μεγάλη πληγή για την πόλη ήταν οι αναθυμιάσεις που βγαίναν από ένα δηλητηριώδες φυτό, το φλώμο, που είχε φυτρώσει γύρω από την Αθήνα. Χρειάστηκε συστηματική εργασία του πρώτου Δημάρχου Αναργύρου Πετράκη για το κόψιμο του φλώμου και το άνοιγμα χαντακιών, ώστε να φεύγουν τα λιμνάζοντα νερά που τον πολλαπλασίαζαν και να παύσουν να «φλωμώνουν» οι Αθηναίοι από την αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε. Τα νερά που λίμναζαν προκαλούσαν και ελώδεις πυρετούς βαρειάς μορφής. Από αυτούς πέθαναν το 1835 – 36 πολλοί Βαυάροι στρατιώτες, η μεγαλύτερη κόρη του Αντιβασιλέως Άρμανσπεργ και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης.
Οι υπόνομοι.
Όταν ελευθερώθηκε η Αθήνα δεν υπήρχε κανένα δίκτυο υπονόμων. Κάτω από τα ερείπια είχαν ταφεί οι υπόνομοι, που λειτουργούσαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1834 αναζητήθηκε κάποια παλιά υπόνομος, κοντά στην οδόν Αδριανού, επισκευάστηκε κι έγινε απαρχή στο δίκτυο των υπονόμων της Πρωτεύουσας, που και σήμερα υστερεί απόλυτα.
Η ύδρευση.
Το νερό ήταν λιγοστό. Το παλιό Αδριάνειο υδραγωγείο, που είχε τροφοδοτήσει επί αιώνες την Αθήνα, είχε πάθει μεγάλες καταστροφές, επίσης και το τούρκικο υδραγωγείο του Κουντίνου. Οι γραφικότατες βρυσούλες της Παλιάς Αθήνας είχαν στερέψει. Με την αύξηση του πληθυσμού η έλλειψη του νερού γινόταν ακόμη πιο αισθητή. Η Κοινότης και έπειτα ο Δήμος φρόντισαν να επισκευάσουν ένα μέρος από το παλιό υδραγωγείο, με δάνεια που πήραν από το κράτος. Και για να ξεπληρωθεί το δάνειο, καθιερώθηκε τότε για πρώτη φορά η πληρωμή του νερού από όσους θα το παίρναν στα σπίτια τους. Το νερό στις βρύσες, από τις οποίες υδρευόταν ο περισσότερος κόσμος, ήταν δωρεάν.
Ο φωτισμός.
Στο ζήτημα του φωτισμού των αθηναϊκών δρόμων η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι Αθηναίοι των πρώτων χρόνων της ελευθερίας είχαν μεταβληθεί σε νεώτερους Διογένηδες. Γύριζαν τη νύχτα με ένα φανάρι στο χέρι. Ήταν απαραίτητο για την κυκλοφορία στους κατασκότεινους και σε φοβερή κατάσταση από λάκκους και εμπόδια δρόμους της Αθήνας. Από το μέγεθος που είχε το φανάρι, μπορούσε να καταλάβει κανείς και το πρόσωπο που φώτιζε. Φανάρι με τέσσερα φώτα χρησιμοποιούσαν οι πρέσβεις, τρία οι σύμβουλοι της επικρατείας, δύο οι πλούσιοι Αθηναίοι και ένα οι συνηθισμένοι αστοί. Ο φωτισμός της Πρωτεύουσας άργησε πολύ να βελτιωθεί. Το 1850 η Αθήνα φωτιζόταν με 140 λιχνάρια. Η οδός Πατησίων, ως το 1887, είχε φανάρια του λαδιού!
Οι λωποδύτες.
Όταν εγκαταστάθηκε η Πρωτεύουσα, η Δημοτική Αστυνομία αγόρασε μερικά φανάρια του λαδιού και τα κρέμασε στα κεντρικότερα μέρη στην πόλη. Το μέτρο ήταν απαραίτητο για φωτισμό και για ασφάλεια. Οι νυκτοκλοπές και οι φόνοι ήταν συνηθέστατοι την εποχή εκείνη. Μια εφημερίδα του 1838 μας πληροφορεί ότι, στην Αθήνα κυκλοφορούσαν ακόμη «λησταί και … λύκοι». Οι κλέφτες είσχωρούσαν και σ’ αυτά τα δημόσια γραφεία και μη βρίσκοντας τίποτε άλλο, «συναπεκόμιζον τα επίσημα βιβλία». Το 1837, κατά τις εφημερίδες της εποχής, οι κλέφτες είχαν πάρει από το σπίτι του Δημάρχου όλη την εσοδεία του λαδιού και «είχον απογυμνώσει εντελώς την οικίαν του Διευθυντού της Αστυνομίας!». Εναντίον των πρώτων εκείνων φαναριών, που είχε τοποθετήσει η αστυνομία, είχαν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο οι λωποδύτες και οι κακοποιοί, γιατί τους χαλούσαν τις δουλειές. «Συνεργεία συνεργαζομένων κλεπτών» μας πληροφορεί μία εφημερίδα «έθραυσαν τα νεωστί τοποθετηθέντα φανάρια επανεφέροντα την Πρωτεύουσαν εις την προτέραν τάξιν του σκότους». Με την πάροδο του χρόνου οι λωποδύτες και οι κακοποιοί εξοικειώθηκαν με τα φανάρια, που τοποθετούσε πια, αντί της αστυνομίας, η δημαρχία. Ίσως, γιατί διαπίστωσαν ότι ο φωτισμός τους ήταν τέτοιος, που δεν τους εμπόδιζε στις «επιχειρήσεις».