Αν οι σημερινοί Αθηναίοι έχουν όλα τα μέσα και τις ευκολίες να βρεθούν σε λίγα λεπτά της ώρας κοντά στη θάλασσα, δε γινόταν το ίδιο και με τους παλαιότερους. Η μετάβαση και στην πλησιέστερη φαληρική ακτή ήταν ολόκληρο ταξίδι.
Στις Τζιτζιφιές – εκεί που τελειώνει σήμερα η λεωφόρος Συγγρού – κατέβαιναν τα καλοκαίρια οι παλιοί Αθηναίοι, για να περάσουν την ημέρα τους κοντά στη θάλασσα. Λεωφορεία και συνηθέστερα κάρα τους μεταφέραν στην ημερησία αυτή εκδρομή «εν μέσω αφορήτου κονιορτού και καύσωνος». Οι πλουσιότεροι παραθέριζαν στον Πειραιά, νοικιάζοντας σπίτια στο Πασαλιμάνι, όπου υπήρχαν από το 1850 ανδρικά και γυναικεία λουτρά και «κτιστόν δημοτικόν καφενείον». Η βασίλισσα Αμαλία έκανε τα μπάνια της στην αρχή του Παλαιού Φαλήρου, στου Ξηροτάγαρου. Πήγαινε εκεί έφιππη με την ακολουθία της. Στου Ξηροτάγαρου ήταν ένα χαλασμένο παλιό κτίριο, που η βασιλική συνοδεία χρησιμοποιούσε για αποδυτήρια. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι, την εποχή εκείνη ολόκληρη η παραλία του Φαληρικού όρμου, από την Καστέλλα ως τη Βουλιαγμένη και πέρα ακόμη, ήταν έρημη. Χωράφια, ελιές και μερικά αμπέλια, ήταν τα μόνο στολίδια της σημερινής πολυθόρυβης ακτής. Σποραδικά συναντούσε κανείς κάποιο αγροτικό σπιτάκι ή κανένα μικρό συνοικισμό ψαράδων με καλυβόσπιτα.
Το Νέο Φάληρο.
Από τα προάστεια που βρίσκονται σήμερα στο Φαληρικό όρμο και μερικά από αυτά είναι ολόκληρες πόλεις, προηγήθηκε το Νέο Φάληρο. Το δημιούργησε ο σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς. Από το 1869 η Εταιρεία του σιδηροδρόμου προσπάθησε να δημιουργήσει ένα θερινό κέντρο αναψυχής στην έρημη τότε παραλία του Νέου Φαλήρου. Διόρθωσε την προκυμαία και έκανε εγκαταστάσεις για θαλάσσια λουτρά. Κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό έστησε ένα ξύλινο καλοκαιρινό θέατρο. Όσοι κατέβαιναν στο Φάληρο, μπορούσαν να παρακολουθούν την παράστασή του με το σιδηροδρομικό εισιτήριο και χωρίς να πληρώνουν επί πλέον!
Οι «Εθναμύντορες».
Οι προσπάθειες όμως της Εταιρείας του σιδηροδρόμου βρήκαν αντίδραση από τους «Εθναμύντορες» της εποχής. Βρίσκαν πως ήταν μεγάλη βεβήλωση να μεταβάλλεται σε τόπο διασκεδάσεων το μέρος που είχε πέσει ο Καραϊσκάκης και οι συντρόφοι του. Ο Αχιλλεύς Παράσχος έγραψε και ένα ποίημα: «Οι νεκροί του Φαλήρου», που καυτηρίαζε εκείνους που είχαν αυτή την ιερόσυλη ιδέα. Την αντίδραση ενατίον του Νέου Φαλήρου την ενίσχυαν και οι Πειραιώτες, όπως μας πληροφορεί ο Ασώπιος στο Αττικό Ημερολόγιο το 1873. «Οι Πειραιείς» γράφει «αντιπολιτεύονται το Φάληρον ουδέποτε τας παραστάσεις και τας μουσικάς αυτού πανηγύρεις τιμώντες. Ξένοι δε, ως επί το πλείστον, είναι οι ολίγοι εκεί προσερχόμενοι». Η αντίδραση των Πειραιωτών ήταν δικαιολογημένη, γιατί με την ανάπτυξη του Φαλήρου το Πασαλιμάνι θα έχανε πια την κοσμική του πελατεία και τους Αθηναίους παραθεριστές.
Τα πρώτα σπίτια του Ν. Φαλήρου.
Ένα περιστατικό όμως κοινωνικής μορφής συντέλεσε πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη του Νέου Φαλήρου από τα σχέδια της Εταιρείας των σιδηροδρόμων. Για πρώτος οικιστής του Φαλήρου παρουσιάζεται ο Γιαννόπουλος. Είχε το σπίτι του εκεί που χτίστηκε αργότερα το ξενοδοχείο «Ακταίον». Μια μαρμάρινη επιγραφή στην πρόσοψη του σπιτιού πιστοποιούσε το γεγονός. Το Γιαννόπουλο τον μιμήθηκε ο υποδιοικητής της Εθνικής Τραπέζης Κεχαγιάς. Έχτισε μια ωραία έπαυλη στο Φάληρο κι’ ένα καλοκαίρι φιλοξένησε το βασιλιά Γεώργιο. Η βασιλική παρουσία στο Φάληρο άλλαξε εντελώς την κατάσταση. Σπίτια χτίστηκαν κοντά στου Κεχαγιά από τους πλούσιους της εποχής και οι αφορισμοί των Εθναμυντόρων και του Παράσχου έπεσαν … στα νερά του Φαλήρου. Η Εταιρεία των σιδηροδρόμων συμπλήρωσε τα έργα της. Το πρώτο ξύλινο θεατράκι αντικαταστάθηκε με το πολύ μεγαλύτερο λίθινο, που κατεδαφίστηκε τελευταία. Συγχρόνως με το θέατρο, που έδιναν παραστάσεις συνήθως ξένοι θίασοι και μελοδράματα, χτίστηκε το ωραίο ξενοδοχείο του Σταθμού, που δεν υπάρχει πια και ένα άλλο μεγάλύτερο ξενοδοχείο, το «Ακταίον». Επί πλέον, εξωραΐστηκε η προκυμαία, δημιουργήθηκε ένα μικρό πάρκο και στήθηκε στη θάλασσα μια μεγάλη σιδερένια προβλήτα, η Εξέδρα του Φαλήρου. Δίπλα στην Εξέδρα ήταν ένα περίπτερο, που έπαιζε η μουσική τα απογεύματα. Την Εξέδρα ξήλωσαν οι Γερμανοί στο διάστημα της Κατοχής (1941 – 1944), για να πάρουν το σίδερό της για πολεμικές ανάγκες.
Κέντρο παραθερισμού και ψυχαγωγίας.
Είχε δει μεγάλες δόξες το Νέο Φάληρο την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα και την πρώτη του εικοστού. Ήταν το κοσμικότερο κέντρο στην περιοχή της Πρωτεύουσας, με τις ωραίες κυρίες που έκαναν επίδειξη φορεμάτων και τους γνωστότερους ανθρώπους της πολιτικής και των γραμμάτων. Τον τόνο τον έδιναν τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία. Στο ισόγειο ζαχαροπλαστείο του ξενοδοχείου του Σταθμού οι κοσμικοί Αθηναίοι κρατούσαν τα «τραπεζάκια» τους, ενώ οι νεώτεροι «έκοβαν βόλτες» στην «πλαζ» του Φαλήρου και την Εξέδρα. Οι βόλτες έδιναν την ευκαιρία επαφής των δύο φύλων, έστω και … «εξ αποστάσεως». Η επαφή των φύλων ήταν τότε πολύ πιο δύσκολη από σήμερα, τόσο στην ξηρά, όσο και στη θάλασσα. Τα «μπαιν – μιξτ» ήταν άγνωστα. Στο Φάληρο οι άντρες και οι γυναίκες έπαιρναν τα θαλάσσια λουτρά τους σε χωριστές εγκαταστάσεις, που βρίκονταν μάλιστα σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Απαγορευόταν και η προσέγγιση των δύο φύλων, έστω και κολυμπώντας σε ανοικτή θάλασσα. Μια βάρκα του λιμεναρχείου Πειραιώς με ναύτες αστυνόμευε τη θαλασσία περιοχή του Νέου Φαλήρου και εμπόδιζε την προσέγγιση κολυμβητών και κολυμβητριών.
Ο ξεπεσμός του Ν. Φαλήρου.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους το Νέο Φάληρο άρχισε να χάνει τις παλιές του δόξες. Καινούργια παραθαλάσσια κέντρα δημιουργήθηκαν και ο κόσμος το εγκατέλειψε σιγά – σιγά, για να μεταφερθεί στην απέναντι παραλία του Φαληρικού όρμου. Το αυτοκίνητο βοήθησε στην αναζήτηση κέντρων μακρύτερα από την Αθήνα. Έτσι δημιουργήθηκαν το Παλαιό Φάληρο, το Καλαμάκι, το Ελληνικό, η Γλυφάδα, η Βουλιαγμένη. Στον ξεπεσμό του νέου Φαλήρου είχε συντελέσει και η Σούδα, που με τις δυσοσμίες της από τις βιομηχανικές ακαθαρσίες του Πειραιώς, έτρεψε σε φυγή και τους τελευταίους παραθεριστές. Και το Νέο Φάληρο πήρε πια τη μορφή μιας συνηθισμένης κοινότητας μονίμων κατοίκων. Οι δυσοσμίες της Σούδας δεν είχαν λείψει και παλαιότερα. Ο Σουρής, μόνιμος παραθεριστής του Ν. Φαλήρου, έγραφε το 1898 στο «Ρωμηό»:
Κι’ ο καθένας ετραγούδα – του Φαλήρου μας τη Σούδα.
Και ζέφυρος ανήσυχος και θορυβώδης πνέων
έφερνε στα ρουθούνια μας βρωμα και τον γονέων.
Κι’ ήταν μια διασκέδασις κι’ απόλαυσις υστάτη
όταν περνούσε μια στιγμή και δεν βρωμούσε κάτι …
Από την εποχή εκείνη και επί μισόν αιώνα και πλέον η Σούδα εξακολουθούσε να γεμίζει με τις «ευωδίες» της όλη τη Φαληρική περιοχή και να φθάνει κάποτε και ως … την Αθήνα. Μεταπολεμικά οι βιομηχανικές ακαθαρσίες του Πειραιώς αποχετεύθηκαν στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και σε μεγάλο βάθος. Ωστόσο η δυσοσμία στο Φάληρο από τη Σούδα, ελαττωμένη κάπως, εξακολουθεί ακόμη και θα συνεχιστεί ίσως για μερικά χρόνια, ώσπου να καθαρίσει καλά ο βυθός. Και μπορούμε να ελπίζουμε πως το Νέο Φάληρο, με την προνομιούχο θέση του, θα ξαναδεί λαμπρές ημέρες.
Η παλιά Κηφισιά.
Το άλλο κοσμικό κέντρο παραθερισμού των Αθηναίων τον περασμένο αιώνα ήταν η Κηφισιά. Αυτή όμως είχε το προνόμιο να είναι κέντρο παραθερισμού και στην Αρχαία Ελλάδα. Εκεί δροσιζόταν στους καλοκαιρινούς μήνες ο ποιητής Μένανδρος με την ευνοουμένη του εταίρα Γλυκέρα. Στην ίδια περιοχή, στη σημερινή Πολιτεία, είχε στήσει το θέρετρό του, μέσα σε απέραντους κήπους, ο Μαικήνας τη Αθήνας των ρωμαϊκών χρόνων Ηρώδης Αττικού. Αλλά και την εποχή της Τουρκοκρατίας οι πλούσιοι αγάδες είχαν στην Κηφισιά τα κτήματά τους και την χρησιμοποιούσαν για θερινή διαμονή. Ένα τζαμί, που βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα η πλατεία του Πλατάνου, είχε χρησιμοποιηθεί στους οθωνικούς χρόνους για αστυνομικός σταθμός. Είχε ενισχυθεί με πολεμίστρες και χαρακώματα για την άμυνα εναντίον των ληστών, που συχνά κατέβαιναν στην Κηφισιά. Έπειτα το τζαμί – φρούριο κατεδαφίστηκε για να μεγαλώσει η πλατεία. Και τελευταία έκοψαν και το μεγάλο πλάτανο, δίπλα στο τζαμί, που επί αιώνες την εσκίαζε με το φύλλωμά του.
Στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας η Κηφισιά περιοριζόταν στο παλιό χωριό. Εκεί πήγαιναν οι Αθηναίοι για παραθερισμό και ανάρρωση. Ο Ραγκαβής εκθειάζει την Κηφισιά του 1849 για τα «υψηλά και σύσκια δένδρα», τα άφθονα νερά της και τη δροσιά. Μας πληροφορεί όμως ότι το σπίτι που παραθέριζε «ουχί μόνον μυών και γαλών, αλλά και όφεων είχε συνεχείς επισκέψεις». Ωστόσο από την οθωνική εποχή αρχίζουν να χτίζωνται στην Κηφισιά σπίτια Αθηναίων για παραθερισμό. Εκεί περνούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες ο Όθων με την Αμαλία. Όταν μάλιστα ανέβαινε στην Κηφισιά κάποιος υπουργός για συνεργασία, ο Όθων τον κρατούσε στο μεσημβρινό φαγητό και συνέχιζε έπειτα τη συνεργασία ως το βράδυ!
Η νεώτερη Κηφισιά.
Σε μεταγενέστερα χρόνια με ιδιαίτερη στοργή είχε περιβάλει την Κηφισιά ο Θεόδωρος Δηληγιάννης και βοήθησε στην ανάπτυξή της. Εκείνο όμως που ωφέλησε πραγματικά την Κηφισιά ήταν ο σιδηρόδρομος που την ένωσε με την Πρωτεύουσα. Γύρω από το σταθμό του χτίστηκαν οι πρώτες επαύλεις. Η Εταιρεία των σιδηροδρόμων είχε αναλάβει την υποχρέωση να διαθέσει μεγάλα ποσά για τον εξωραϊσμό της Κηφισιάς. Τότε έγινε το άλσος του σταθμού, που επί μία τριακονταετία συγκέντρωνε την κοσμική Αθήνα τα καλοκαιρινά απογεύματα. Ολόκληρο όμως τον περασμένο αιώνα η Κηφισιά περιοριζόταν γύρω από τον Πλάτανο και το σιδρηδρομικό σταθμό. Το Κεφαλάρι, ως τις αρχές του αιώνα μας, ήταν τόπος που σπέρναν κριθάρι και μέναν και μερικοί νομάδες. Υπήρχε μόνο ένα εξοχικό κέντρο, για τους περισσότερο ρομαντικούς. Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να χτίζωνται επαύλεις και ξενοδοχεία στην περιοχή του Κεφαλαριού και το αυτοκίνητο διευκόλυνε τη μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στο δροσερό και αρχαίο αυτό προάστειο της Αθήνας, που σε λίγα χρόνια θα έχει ενωθεί με την Πρωτεύουσα σε μια πόλη.