Στο διάστημα της Επαναστάσεως τα σπίτια των Αθηναίων είχαν ερειπωθεί και ο περίφημος ελαιώνας της Αττικής είχε καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος του από τις μάχες που έγιναν γύρω από την Ακρόπολη και τη μεγάλη πυρκαϊά του 1830.
Ο περιηγητής Ιάκωβος Bartholdy αποκαλούσε το 1803 τον ελαιώνα της Αττικής «θαύμα», που δε βρίσκεται σε άλλο μέρος του κόσμου. Με τον ίδιο ενθουσιασμό γράφουν για τον ελαιώνα και οι παλαιότεροι περιηγητές. Ο Randolph αναφέρει (1671) ότι, «ο ελαιώνας είναι τόσο πυκνός, ιδίως στο δυτικό μέρος της Αθήνας, ώστε φαίνεται σα δάσος που εκτείνεται 6 μίλια κατά μήκος και 2 κατά πλάτος». Ο Λουδοβίκος Φελήξ Beaujour γράφει το 1797: «Δεν υπάρχει θαυμασιότερο θέαμα από τα ελαιόδεντρα της Αττικής. Απλώνονται γύρω από την πόλη σαν ασημοπράσινο ταπέτο που φθάνει ως τις πλαγιές των γύρω καταπράσινων λόφων».
Η ερειπωμένη Πολιτεία.
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα και κυρίως μετά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), πολλοί Αθηναίοι ξεθάρρεψαν και άρχισαν να γυρίζουν στον τόπο τους. Θλιβερή ήταν η εικόνα που είδαν. Μας την παρουσιάζουν οι χρονικογράφοι και οι περιηγητές της εποχής. Ο Σουρμελής γράφει ότι οι Αθηναίοι «εύρον την πόλιν πάσαν ερείπιον, τον ελαιώνα κεκαυμένον το πλείστον μέρος, τους κήπους, αμπελώνες και αγρούς εξηφανισμένους παντάπασι. Τα λαμπρά Πατήσια και τα Σεπόλια κατέστησαν άμορφα, γυμνά και εις θέαν αξιολύπητον. Η ζημία δε των ελαιών της Αττικής καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου, ανεβαίνει περί τας 150.000 δένδρων». Ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωσήφ Michaud περιγράφει ως εξής την Αθήνα του 1830: «Σήμερα δεν υπάρχει ούτε δρόμος, ούτε δημοσία πλατεία, ούτε περιβόλι, ούτε μοναστήρι, ούτε εκκλησία. Κανένας δρόμος δεν είναι χαραγμένος και αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι που περνούσε μέσα από συντρίμματα και ερείπια. Σε κάθε βήμα σκοντάφταμε επάνω στους σωρούς από τις πέτρες των γκρεμισμένων τοίχων και σε μάρμαρα από αρχαίες κολώνες σκεπασμένες με χώμα … Άθλιες καλύβες και υπόστεγα από σανίδες αποτελούσαν τα καταστήματα, που τα ονομάζουν: μαγαζιά …».
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, που είδε την Αθήνα το χειμώνα του 1830 – 1831, γράφει στα Απομνημονεύματά του ότι, «πόλις δεν υπήρχε παρά μόνο ερείπια επί ερειπίων». Ο ίδιος είχε μείνει σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι κοντά στο Μοναστηράκι, που «συνέκειτο εξ ενός δωματίου και μόνον». Το μοναδικό έπιπλο του σπιτιού ήταν το ξύλινο κρεβάτι του. Από τις τρύπες που είχαν οι τοίχοι και το πάτωμα «εισώρμα ψυχρός ο άνεμος και μερικοί ποντικοί μεγάλοι ως γαλιδείς». Και προσθέτει ότι «ανά πάσας τας Αθήνας» δεν υπήρχαν καλύτερα σπίτια από το δικό του! Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ross, που ήλθε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1832, αντίκρυσε «εικόνα ερημώσεως», που μπορούσε να παραβληθεί με εκείνη που θα παρουσίαζε η αρχαία Αθήνα μετά την αναχώρηση του Ξέρξη. Ο Χριστόφορος Wordsworth γράφει την ίδια εποχή ότι, η θεία λειτουργία γινόταν σε μια μόνο εκκλησία και μέσα από τα ερείπια έβγαιναν μερικά ξύλινα σπίτια και μια σειρά από σανιδένια παραπήγματα που αποτελούσαν την Αγορά». Τ ίδια μας πληροφορούν και όσοι άλλοι γνώρισαν την κατόπιν πρωτεύουσα στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση. Η άλλοτε ένδοξη Πολιτεία της αρχαιότητος είχε μεταβληθεί σ’ ένα ερειπωμένο χωριό, που αγκάλιαζε το βράχο της Ακροπόλεως. Το παλιό τείχος του Χασεκή ήταν γκρεμισμένο σε πολλά μέρη. Όσα κομμάτια από το τείχος είχε αφήσει ο πόλεμος, τα ξήλωναν τώρα οι Αθηναίοι και έχτιζαν με τα υλικά του τα πρώτα σπίτια της ελεύθερης Αθήνας. Του χωριού του ξεκινήματος, που αριθμούσε 3 – 4 χιλιάδες κατοίκους.
Τα πρώτα σπίτια.
Με το γύρισμα των Αθηναίων στον τόπο τους, αρχίζει να δημιουργήται κάποια κίνηση. Κοντά στους ντόπιους έρχοναι και ξένοι να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Ιδίως από τότε που άρχισε να γίνεται λόγος πως θα γίνει πρωτεύουσα. Πολλοί από τους Έλληνες του εξωτερικού είναι πλούσιοι. Αγοράζουν σε φθηνές τιμές τα κτήματα των Τούρκων που φεύγουν και χτίζουν τα πρώτα σπίτια. Από αυτά, τα καλύτερα είναι: το σπίτι του Προξένου της Ρωσίας Παπαρρηγόπουλου στην Πλάκα (οδός Κυδαθηναίων), του Κοντοσταύλου, εκεί που είναι σήμερα η Παλιά Βουλή (Ιστορικό Μουσείο) στην οδό Σταδίου, του Καρατζά στην οδό Σαρρή, που έμεινε και Όθων, όταν ήλθε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Τα δύο σπίτια του Βλαχούτση στην αρχή της οδού Πειραιώς. Στο ένα από αυτά στεγάζεται ακόμη το Ωδείο Αθηνών. Στο άλλο που ήταν απέναντι, και δεν υπάρχει σήμερα, είχε μείνει ο Αντιβασιλεύς Άρμανσπεργ και είχε συγκεντρώσει την κοσμική κίνηση τα πρώτα οθωνικά χρόνια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη το σπίτι του Ανάργυρου Πετράκη στη γωνία των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους, του Καντακουζηνού και της Δούκισας της Πλακεντίας στην οδό Μυλλέρου. Η πλουσιοτάτη και ιδόρρυθμη αυτή Δούκισσα – που το όνομά της ήταν Σοφία Barbe Marbois ducesse de Plaisanse – είχε εγκαταστήσει στο υπόγειο του σπιτιού της οδού Μυλλέρου και το βαλσαμωμένο σώμα της μονάκριβης κόρης της Ελίζα, όταν πέθανε το 1837. Επί δέκα χρόνια η Δούκισσα κατέβαινε στην υπόγεια κρύπτη και άρχιζε μονόλογο με τη νεκρή κόρη της επί ώρες. Μια πυρκαϊά έκαψε το σπίτι της οδού Μυλλέρου και μαζί μ’ αυτό και το ταριχευμένο πτώμα. Τότε η Δούκισσα της Πλακεντίας εγκαταστάθηκε στο μέγαρο των «Ιλισίων», επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας, όπου σήμερα στεγάζεται το Βυζαντινό Μουσείο. Η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε έλθε στην Αθήνα από την εποχή του Καποδίστρια.
Οι ιεραπόστολοι Χιλλ και Κιγκ.
Στα πρώτα αξιόλογα σπίτια της νεώτερης Αθήνας θα πρέπει να σημειώσουμε και το σπίτι του Αμερικανού ιεραποστόλου Χιλλ, που άνοιξε το πρώτο παρθεναγωγείο, στην ίδια θέση όπου βρίσκεται και σήμερα στην Πλάκα. Ο αρχαιολόγος Ross αναφέρει ότι το σπίτι του Χιλλ είχε την εξαιρετική πολυτέλεια να διαθέτει κουνιστές πολυθρόνες. «Η εφεύρεση» προσθέτει ο Ρως «είναι αμερικανική. Πριν από είκοσι χρόνια ήταν εντελώς άγνωστη στην Ευρώπη. Και μόλις τώρα αρχίζει να παίρνει θέση στον καλλωπισμό των αιθουσών». Ο Χίλλ και ο ιεραπόστολος Κιγκ είχαν έλθει στην Αθήνα (1832) σταλμένοι από φιλανθρωπικά αμερικανικά σωματεία, για να ιδρύσουν σχολεία και να φροντίσουν για την περίθαλψη των επαναπατριζομένων Αθηναίων.
Μαζί με τους Έλληνες και πολλοί ξένοι αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις, με την προοπτική οι περισσότεροι να τις πουλήσουν κατόπι για οικόπεδα με μεγάλη υπερτίμηση. Άγγλοι και Αμερικανοί κάνουν κυρίως την επιχείρηση των οικοπέδων. Αργότερα θα δημιουργήσουν μεγάλα ζητήματα και θα εμποδίσουν τη ρυμοτομία στην πόλη, ζητώντας υπέρογκες αποζημιώσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να σημειώσουμε τον Άγγλο δημοσιογράφο και ιστορικό Finlay και τον Αμερικανό ιεραπόστολο Κιγκ. Για το δεύτερο γράφει ο αρχαιολόγος Ρως ότι, «με όσο φαινομενικό ζήλο λαλούσε στα κηρύγματά του για τα επουράνια αγαθά, με άλλο τόσο πραγματικό ζήλο και επιμονή φρόντιζε και για τα δικά του επίγεια αγαθά, ζητώντας υπέρογκες αποζημιώσεις για τα οικόπεδα που του έπαιρνε η ρυμοτομία της πόλεως». Το εμπόριο των οικοπέδων εξακολούθησε και αργότερα. Και σημαντικές περιουσίες σχηματίστηκαν από τους οικοπεδοφάγους. Ο αριθμός των τελευταίων δεν ήταν ευκαταφρόνητος στην Αθήνα.
Έλλειψη στέγης.
Τα πρώτα εκείνα χρόνια παρατηρήθηκε μεγάλη έλλειψη στέγης. Τα νοίκια ήταν πανάκριβα. Έφθαναν κάποτε τα 20 – 30% το χρόνο, επί της αξίας του σπιτιού. Πολλοί δανείζονταν με μεγάλους τόκους χρήματα και χτίζαν πρόχειρα σπίτια, που τα νοίκιαζαν και έβγαζαν τα λεπτά τους σε 4 – 5 χρόνια. Η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει μέτρα και να ορίσει πως δεν μπορούσε το νοίκι να είναι ανώτερο από 15% της αξίας του σπιτιού. Αλλά οι υπουργικές αποφάσεις έμειναν στα χαρτιά. Και το πράγμα διορθώθηκε μόνο όταν άρχισε να γίνεται μια σοβαρή εργασία για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η οικοδομική καθυστέρηση στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας πρέπει ν’ αποδοθεί και στα περιορισμένα μέσα των παλιών κατοίκων της. Οι περισσότεροι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί οικονομικώς στην Επανάσταση. Και όσοι είχαν χρήματα δεν αποφάσιζαν να τα ξοδέψουν για οικοδομές σε μια πόλη που την θεωρούσαν για προσωρινή πρωτεύουσα. Όλοι πίστευαν την εποχή εκείνη και για χρόνια έπειτα, πως η Ελληνική πρωτεύουσα σύντομα θα μεταφερόταν στην Κωνσταντινούπολη. Και ήταν τόσο έμμονη η πατριωτική αυτή ψύχωση, ώστε πολλοί δε βάφτιζαν τα παιδιά τους περιμένοντας να τα βαφτίσουν στην Αγία Σοφία!
Οι αντιλήψεις αυτές, πως η Αθήνα ήταν προσωρινή πρωτεύουσα, επικρατούσαν όχι μόνο στο λαό αλλά και στην ιθύνουσα τάξη. Τον τόνο τον έδινε ο Βασιλιάς και οι κυβερνήτες του τόπου. Όταν ο γιατρός της αυλής Ρόζερ είπε στον Όθωνα να ανταλλάξουν οικόπεδα με την Τουρκία, στην Αθήνα και στην Πόλη, για να χτίσουν πρεσβείες, ο Βασιλιάς θύμωσε: «Ποτέ» του είπε «δεν μπορώ να δεχθώ τέτοια πρόταση, που θα αναγνώριζε την τουρκική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη». Με τις ιδέες αυτές δεν είναι περίεργο που η ανοικοδόμηση της Αθήνας καθυστέρησε τα πρώτα χρόνια. Σύμφωνα με μια απογραφή της Δημογεροντίας, το 1832 μονάχα 160 σπίτια ήταν κατοικήσιμα στην Αθήνα. Στην καθυστέρηση συντελούσε και η έλλειψη οικοδομικών υλικών, που δύσκολα φθάναν από το εξωτερικό με τα πρωτόγονα τότε μέσα της συγκοινωνίας. Τα περισσότερα από τα σπίτια νοικιάζονταν χωρίς τζάμια στα παράθυρα, εκτός αν στο συμβόλαιο για την ενοικίαση αναγραφόταν ρητώς ότι «τα δωμάτια έπρεπε να εφοδιασθούν δι’ υαλωτών παραθύρων».
Ιδιόρρυθμη κατάσταση.
Ο αρχαιολόγος Ρως μας δίδει μερικές χαρακτηριστικές πληροφορίες για την κατάσταση της Αθήνας ευθύς μετά την επιστροφή των κατοίκων της. Μας πληροφορεί ότι, έκπληκτοι οι Αθηναίοι είδαν, το χειμώνα του 1832, δύο κάρα να χρησιμοποιούνται σε μεταφορές. Τα είχε φέρει από τη Μάλτα ο Άγγλος ναύαρχος της Μεσογείου Pulteney Malcolm, για να μεταφέρουν τα υλικά για την έπαυλη που έχτιζε στα Πατήσια. «Και οι μεν γεροντότεροι» γράφει ο Ρως «είχαν το ευτύχημα να ιδούν ένα είδος φορτηγού αμαξίου στο διάστημα του πολέμου. Οι περισσότεροι όμως από τους κατοίκους έτρεξαν, μετά σπουδής, στην οδό Πειραιώς, για να παρατηρήσουν το θαύμα αυτό της φραγκικής μηχανής». Τον άλλο χρόνο θα κάνει την εμφάνισή του και το πρώτο αμάξι στην Αθήνα. Θα το φέρει η Δούκισσα της Πλακεντίας. Η αγροτική έπαυλη του ναυάρχου Μάλκωμ σώζεται και σήμερα και στεγάζει ένα τμήμα του Ασύλου των Ανιάτων. Είχε χτιστεί στη θέση ακριβώς που ο Κιουταχής είχε στήσει τη σκηνή του όταν πολιορκούσε την Ακρόπολη. Ο φιλέλληνας ναύαρχος, που ξόδεψε για την έπαυλή του τρεις χιλιάδες λίρες, ήθελε με τον τρόπο αυτό να δείξει την πεποίθησή του για την οριστική απελευθέρωση της Ελλάδος και την αισιοδοξία του για το μέλλον της. Την έπαυλη την αγόρασε κατόπιν ο Σπυρίδων Τρικούπης για κατοικία του. Ένα διάστημα στέγασε και τη Γαλλική πρεσβεία.
Ακόμη πιο μεγάλη έκπληξη, από τα κάρα του Μάλκωμ, αισθάνθηκαν οι Αθηναίοι, όταν ο Γερμανός Luders έβαλε στο σπίτι του μια συνηθισμένη σιδερένια σόμπα με σωλήνα. Όλοι οι κάτοικοι, Έλληνες και Τούρκοι, πήγαν να την θαυμάσουν. Ως τότε είχαν δει μόνο μαγκάλια και τζάκια. Στο τέλος, ο Τούρκος Κατής είπε γεμάτος θαυμασμός: «Μεγάλος είναι ο Αλλάχ, αλλά μεγάλη και η σοφία των Φράγκων!». Η μόνη τακτική επικοινωνία που είχε η Αθήνα, με το εσωτερικό και το εξωτερικό, ήταν ο ταχυδρόμος που ερχόταν από το Ναύπλιο μία ή δύο φορές το μήνα. Την άφιξή του την γνωστοποιούσε ο ντελάλης. Ο ταχυδρόμος έφερνε τα επίσημα έγγραφα και τα νέα από την Πρωτεύουσα, καθώς και τα γράμματα. Ανέβαινε επάνω σ’ ένα σκαμνί στο Μοναστηράκι και αφού ανακοίνωνε τις κυβερνητικές εντολές, έκανε και τη διανομή της αλληλογραφίας. Φώναζε τα ονόματα αυτών που είχαν γράμματα. Στους παρόντες τα έδινε. Τα γράμματα των απόντων τα έριχνε … στη φωτιά επί παρουσία όλων …
Ο τελευταίος Βοεβόδας.
Από τις πληροφορίες των χρονικογράφων μαθαίνουμε και για τη διοικητική κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα στη μεταβατική εκείνη περίοδο από το 1830 – 1833. Οι τουρκικές αρχές εξακολουθούσαν να παραμένουν. Ο δισδάρης – ο φρούραρχος στην Ακρόπολη – εμφανιζόταν στην πόλη έφιππος, ακολουθούμενος από ένα τυμπανιστή και μερικούς ρακένδυτους στρατιώτες, των οποίων όμως έλαμπαν τα όπλα. Βοεβόδας της Αθήνας ήταν ένας νεαρός μπέης από την Κάρυστο, που έκανε επισκέψεις στον Επίσκοπο και φερόταν με ευγένεια. Κάποτε όμως μεθυσμένος χτύπησε ένα αγορανόμο – κάποιο σεβάσμιο Αθηναίο – που πέθανε από τα χτυπήματα. Ο μπέης φοβήθηκε και ζήτησε καταφύγιο στην Ακρόπολη. Ο λαός πήρε τα όπλα και τράβηξε για το Κάστρο να τον λιντσάρει. Τρέξαν ο Επίσκοπος, ο Ρώσος πρόξενος και οι Δημογέροντες και πρόλαβαν τη σύρραξη. Την άλλη νύχτα ο Βοεβόδας έφυγε κρυφά για την Εύβοια. Τον διαδέχτηκε ο επίτροπός του Εγιούπ αγάς. Ένας φιλάνθρωπος Κούρδος, που έδωσε όλα τα διαθέσιμα χρήματα του μπέη σε μια φτωχή ελληνική οικογένεια, που δεν είχε ούτε ψωμί να φάει. Ο Εγιούπ αγάς ήταν θιασώτης και θαυμαστής του δημοκρατικού πολιτεύματος και της ελευθερίας του τύπου. Είχε επηρεαστεί από την αντικαποδιστριακή εφημερίδα της Ύδρας «Απόλλων». Την έπαιρνε τακτικά και έβαζε αμέσως να του την μεταφράσουν τουρκικά. Η δικαιοδοσία του Εγιούπ θεωρητικά επεκτεινόταν σε όλη την Αττική. Στην πραγματικότητα όμως περιοριζόταν στην Αθήνα. Πέρα από το Χαλάνδρι εξουσίαζε ο καπετάν Βάσσος με τα παλικάρια του. Κυρίως ο Βοεβόδας φρόντιζε τους Τούρκους και τις υποθέσεις τους. Τα ζητήματα των Ρωμιών τα έλυε η Δημογεροντία.
Απονομή δικαιοσύνης.
Η δικαιοσύνη ήταν υποτυπώδης. Όταν κάποιος Τούρκος σκότωσε έναν άλλο Τούρκο, την άλλη μέρα βρέθηκε το πτώμα του ακέφαλο. Ο Βοεβόδας είχε υποδείξει τον τρόπο αυτό της τιμωρίας! Οι Έλληνες δικάζονταν από τον Επίσκοπο και τους Δημογέροντες. Προκειμένου όμως για υποθέσεις που αφορούσαν πρόσωπα διαφόρων εθνικοτήτων, γινόταν ένα πρόχειρο μικτό δικαστήριο για να δικάσει την υπόθεση. Ένα τέτοιο δικαστήριο δίκασε ένα Μαλτέζο, που είχε κλέψει το ρολόγι του πρίγκιπα Καρατζά και το πούλησε στον Ιταλό Κάζαλι. Το δικαστήριο το αποτελέσαν οι Έλληνες Ψύλλας και Κλεάνθης, οι Γερμανοί Ρως και Φορμάχερ, ο Άγγλος Φίνλεϋ και άλλοι έξι.
Επίσημοι ξένοι.
Παρά την ιδιόρρυθμη αυτή κατάσταση, η ζωή στην Αθήνα ήταν πολύ ευχάριστη για τους ξένους, αν και η μόνη διασκέδαση ήταν οι ελληνικοί χοροί, που χόρευαν οι Αθηναίοι στους δρόμους τις Κυριακές και τις γιορτές. Και είχαν μαζευτεί τότε στην Αθήνα πολλοί διάσημοι ξένοι. Άλλοι περαστικοί και άλλοι που έμεναν μονιμότερα. Το 1830 επισκέπτεται την Αθήνα ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Αγγλίας Δισραέλι. Ευθύς αμέσως ο Άγγλος ναύαρχος Μάλκωμ, που έχτισε την εξοχική έπαυλη στα Πατήσια, οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι Κιγκ και Χιλλ, ο Άγγλος ποιητής Wordsworth, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ρως, που έζησε 13 χρόνια στην Ελλάδα και αφήκε ενδιαφέροντα απομνημονεύματα για την οθωνική εποχή. Έρχονται ακόμη οι αρχιτέκτονες Pennythorn, Schaubert, Luders και Goure, ο ιστορικός της τέχνης Gaye, ο Άγγλος πρέσβυς Stratford Canning, ο Βρετανός μεγαλοκτηματίας Νόελ, εξάδελφος του Βύρωνος, που αγόρασε το κτήμα του Αχμέτ αγά στην Εύβοια, οι ζωγράφοι Green και Wοlgensberger. Ο τελευταίος ήταν Ελβετός, τύπος ιδιόρρυθμος και πασίγνωστος στην Αθήνα. Τον είχαν βγάλει «Κολοξημέρωμα», γιατί ήταν η μόνη ελληνική λέξη που είχε μάθει, αν και έμεινε αρκετό καιρό στην Ελλάδα. Την χρησιμοποιούσε σε κάθε περίσταση. Είτε για να χαιρετήσει κάποιον, είτε για να απαντήσει όταν τον ρωτούσαν κάτι ελληνικά.
Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο.
Μεταξύ εκείνων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, πριν ακόμη γίνει πρωτεύουσα, πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τον Έλληνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και το Γερμανό συνάδελφό του Εδουάρδο Σάουμπερτ (Schaubert), στους οποίους οφείλεται και το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της κατόπιν πρωτεύουσας. Οι δύο λαμπροί αρχιτέκτονες, που είχαν σπουδάσει στην Ακαδημία του Βερολίνου, κατέβηκαν στην Ελλάδα το 1830 και ανάλαβαν δημοσία υπηρεσία, επί Καποδίστρια, στην Αίγινα. Μετά ένα χρόνο παραιτήθηκαν και ήλθαν στην Αθήνα, όπου έκαναν διάφορες αρχιτεκτονικές εργασίες. Το τέλος του 1832 τέλειωσαν και το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, ως πρωτεύουσα. Είχαν εργαστεί με μεγάλη ευσυνειδησία και παρουσίασαν ένα σχέδιο μεγάλης πνοής, με ευρύτατες λεωφόρους, μεγάλες πλατείες, πάρκα, επιβλητικά δημόσια κτίρια, φαρδείς δρόμους. Αλλά το σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ δεν εφαρμόστηκε όπως το είχαν προβλέψει οι δύο μεγαλόπνοοι αρχιτέκτονές του. Στενοκεφαλιά και ιδιωτικά συμφέροντα το κουτσούρεψαν, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Ο Όθων στην Ελλάδα.
Την 25 Ιανουαρίου 1833 έφθασε στο Ναύπλιο ο Βασιλεύς Όθων. Ο λαός τον υποδέχτηκε με δάφνες και κλωνάρια από ελιές, σα δεύτερο Μεσία, για να τον λυτρώσει από τη δυστυχία που είχε εξαπολύσει ο εμφύλιος πόλεμος. Τον Όθωνα, που ήταν ανήλικος, συνόδευε μία Αντιβασιλεία, που θα κυβερνούσε τον τόπο ως την ενηλικίωσή του. Την Αντιβασιλεία αποτελούσαν ο διπλωμάτης κόμης Άρμανσπεργ, ως πρόεδρος, ο νομομαθής Μάουερ και ο συνταγματάρχης Εύδεκ, ως μέλη. Την άφιξή του Όθωνος πληροφορήθηκε με ενθουσιασμό και ο αθηναϊκός λαός. Αμέσως οργανώθηκε πάνδημο συλλαλητήριο και έπειτα όλοι μαζί πήγαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, όπου έγινε δοξολογία. Αποφασίστηκε να αποσταλεί μία πρεσβεία στο Ναύπλιο, για να χαρετήσει «εξ ονόματος της πόλεως»τον Όθωνα. Επειδή όμως δε συμφωνούσαν για τα πρόσωπα που θα αποτελούσαν την πρεσβεία, αποφασίστηκε τελικά να στείλουν ένα γράμμα στο Βασιλιά και να του εκφράσουν τα αισθήματα του «Δήμου Αθηναίων». Τότε, για πρώτη φορά, έγινε χρήση του όρου «δήμος», που τον άλλο χρόνο καθιερώθηκε νομοθετικώς. Μέχρι τότε, και σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας, οι δήμοι ονομάζονταν κοινότητες.