Το όνομα του Χατζή Αλή Χασεκή έχει συνδεθεί με τις πιο μαύρες σελίδες της αθηναϊκής ιστορίας.
Ο απαίσιος αυτό τύραννος της Αθήνας είχε ξεκινήσει από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας και χάρη στην «εύνοια» της Ασμά σουλτάνας έφθασε να γίνει «Χασεκής», δηλαδή σωματοφύλακας του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο, ο σουλτάνος ήταν ο γενικός κληρονόμος των υπηκόων του και ιδιαίτερα των μελών της σουλτανικής οικογενείας. Για το λόγο αυτό οι σουλτάνοι, που τους χαρακτήριζε η απληστία και η φιλοχρηματία, φρόντιζαν να παντρεύουν τις κόρες τους και τις αδελφές τους από πολύ μικρές με πλούσιους υπερήλικες. Με τους γάμους αυτούς γίνονταν οι κληρονόμοι των γαμπρών που διάλεγαν. Και αν κανένας γαμπρός, παρά την επιθυμία και τις προβλέψεις του μονάρχη, εξακολουθούσε να παρατείνει τη ζωή του, τότε αναλάμβανε το δηλητήριο ή οι σωματοφύλακες του σεραγιού να τον στείλουν το ταχύτερο στο αιώνιο ταξίδι. Συνήθως ο σουλτάνος καλούσε τα γαμπρό του σε τραπέζι, που ήταν και το τελευταίο της ζωής του …
Η Ασμά Σουλτάνα.
Ασφαλώς, από την «εθυμοτυπία» αυτή της σουλτανικής αυλής, θα πέρασε και η Ασμά σουλτάνα. Ήταν αδελφή δύο σουλτάνων: του Μουσταφά Γ΄(1757 – 1774) και του Αβδούλ Χαμήτ Α΄ (1774 – 1789). Η ιστορία δεν αναφέρει ούτε ποιους άντρες είχε πάρει η Ασμά, ούτε πόσους. Θα την συναντήσουμε για πρώτη φορά, υπερώριμη χήρα αλλά πάντα ερωτόληπτη, να βρίσκεται σε τρυφερές σχέσεις με τον πονηρό Ασιάτη Χατζή Αλή. Με τη συμβουλή του εραστή της νοικιάζει η ίδια το «μαλικιανέ», δηλαδή τους φόρους, της Αθήνας και τον στέλνει Βοεβόδα. Ήταν ο ταχύτερος και ο ευκολώτερος τρόπος να γίνουν πλούσιοι και οι δύο. Και αυτό υπήρξε η μεγάλη δυστυχία των Αθηναίων. Ως τότε, άμα είχαν παράπονα με τον εισπράκτορα των φόρων Βοεβόδα, πήγαιναν στην Κωνστατνινούπολη με τα σχετικά δώρα και πετύχαιναν την απομάκρυνσή του. Η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε τίποτε να κερδίσει αν ο Βοεβόδας καταπίεζε τους Αθηναίους και τους έπαιρνε περισσότερους φόρους. Στο Διβάνι θα πλήρωνε τα ίδια – όσα είχαν κατακυρωθεί στη δημοπρασία – είτε περισσότερα, είτε λιγότερα μάζευε από τους Αθηναίους. Για τους λόγους αυτούς, η τουρκική διοίκηση, συνήθως, άκουγε με προσοχή τις καταγγελίες κατά του Βοεβόδα και τον ανακαλούσε όταν τις εύρισκε δικαιολογημένες. Στην περίπτωση όμως του Χατζή Αλή τα πράγματα είχαν περιπλακεί. Εκμισθώτρια των φόρων ήταν η αδελφή του σουλτάνου και εισπράκτορας και Βοεβόδας της Αθήνας ο εραστής της. Και ο αιμοβόρος και φιλοχρήματος Χασέκης μπόρεσε, μια εικοσαετία, να τυραννεί τους Αθηναίους, εκτός από μερικά διαλείμματα, που κατόρθωσαν να τον απομακρύνουν. Και το πετύχαιναν όχι χάρη στις ενέργείες τους για τις κακουργίες του που είχε κάνει, αλλά γιατί από καιρό σε καιρό η Ασμά σουλτάνα επιθυμούσε τον εραστή της. Και για να κοπάσει και ο θόρυβος τον ανακαλούσε στο σεράγι της για της προσφέρει εκεί τις «υπηρεσίες» του …
Ο Χασεκής Βοεβόδας.
Το Μάρτιο του 1775 εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα ο νέος Βοεβόδας Χατζή Αλής Χασεκής. Στην αρχή προσποιείται τον καλό και το δίκαιο. Και χάρη στην επιρροή που είχε στο σεράγι, εμποδίζει και τις επιδρομές του πασά του Ευρίπου στην Αθήνα. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ζήτησαν από την Πύλη να τον στείλει και για δεύτερο χρόνο. Αλλά τότε φάνηκε ποιος ήταν: Αρπαχτικός, δόλιος, κακούργος, φιλοχρήματος και πονηρός. Είχε αρκετές ομοιότητες με τον Αλή πασά της Ηπείρου, χωρίς να έχει το μεγαλεπήβολο του Αλή και τα φιλόδοξα σχέδιά του. Οι φιλοδοξίες του Χασεκή ήταν μετριοφρονέστερες. Του έφθανε η καταλήστευση των Αθηναίων. Και για να αρπάζει περισσότερα, χρησιμοποιούσε κάθε μέσο: δολοφονίες, βασανιστήρια, κρεμάλες. «Ο Χατζή Αλής ήτο θηρίον φιλοχρήματον και αιμοβόρον·» γράφει ο Θ. Φιλαδελφεύς «είχεν όλας τας κακίας των τυράννων, ουδεμίαν δε αρετήν και υπό τους γαμψούς αυτού όνυχας οι Αθηναίοι κατεσπαράχθησαν, η δε πόλις αυτών ηρημώθει και πάλιν».
Την πρώτη φορά ο Χασεκής έμεινε στην Αθήνα βοεβόδας δύο χρόνια (1775 – 76). Είχε κατορθώσει να τα έχει καλά με τους Δημογέροντες και τις αρχοντικές οικογένειες. Διατηρούσε τον πρώτο καιρό φιλικές σχέσεις και με το Μητροπολίτη Αθηνών Βαρθολομαίο. Ενώ όμως η Δημογεροντία και ο Μητροπολίτης αδρανούσαν απέναντι του Χασεκή, ξεηκώθηκε ο λαός, που τον καταλήστευε ο τύραννος και παραμερίζει τους Προεστούς. Οι μεσαίες τάξεις στέλνουν κρυφά και χωρίς να πουν τίποτε στους Δημογέροντες, μία πρεσβεία στην Πόλη εναντίον του Χασεκή, και περιτυχαίνουν την ανάκλησή του. «Ίσως» καθώς παρατηρεί ο Θ. Φιλεδελφεύς «εις την ευόδωσιν της αγωγής συνετέλεσε και ο πόθος της Ασμά του να επανίδει τον αγαπητόν προστατευόμενον». Αλλά η απουσία του Χασεκή δεν κράτησε παρά ένα χρόνο. Με τη βοήθεια των φίλων του Δημογερόντων Αθηναίων, που έστειλαν αναφορά και τον ζητούσαν, ξαναγυρίζει το 1777.
Το τείχος.
Ο Χασεκής, με τη δικαιολογία να προστατεύσει την Αθήνα από τις αλβανικές ορδές που είχε εξαπολύσει η Τουρκία στην Πελοπόννησο μετά τα Ορλωφικά, υποχρεώνει τους Αθηναίους να περιτειχίσουν την πόλη τους. Μέσα σε τρεις μήνες (1778) η Αθήνα περιφράχτηκε με μια ψηλή μάντρα με εφτά πόρτες και πολεμίστρες. Το περιτείχισμα αυτό χρησίμευε στο Χασεκή και για να περιμαντρώσει τους Αθηναίους, ώστε να μη μπορούν να φύγουν. Και είχαν αρχίσει πολλοί να εγκαταλείπουν την Αθήνα για ν’ αποφύγουν τον τύραννο. Για την κατασκευή του «τειχίου» χρησιμοποίησε υλικό από παλιές οικοδομές, παλιές εκκλησίες και αρχαία μνημεία. Και μόλις το τέλειωσε, υποχρέωσε τους Αθηναίους να του πληρώσουν με έρανο «ανεξέλεγκτα» το λογαριασμό των εξόδων που είχε κάνει και τα οποία, ασφαλώς, θα είχε διπλασιάσει ή τριπλασιάσει. Και όσοι δεν τον πλήρωναν αμέσως, τους έπιανε, τους φυλάκιζε και τους ξολοκοπούσε αγρίως, ώσπου να φέρουν τα χρήματα. Και κανένας δεν μπορούσε πια να σωθεί φεύγοντας. «Διά του τείχους εκείνου» γράφει ο Θ. Φιλαδελφεύς «ενέκλεισεν ούτος τους πολίτας εντός μεγάλης ειρκτής ίνα απογυμνώνει και κακοποιεί ασφαλέστερον».
Τρομοκρατία Χασεκή.
Τους τελευταίους μήνες του 1778 ο Χασεκής πήγε στην Κωνσταντινούπολη, προφανώς για να περιποιηθεί την Ασμά σουλτάνα. Στο διάστημα της απουσίας του συνεννοήθηκαν Έλληνες και Τούρκοι, έκλεισαν τα μαγαζιά τους και ζήτησαν από τον Καπουδάν πασά (τον Τούρκο αρχιναύαρχο), που είχε φθάσει στη Σαλαμίνα με την αρμάδα, να φύγει ο τύραννος. Επί κεφαλής της πρεσβείας των Αθηναίων ήταν ο Μητροπολίτης Βαρθολομαίος, που τώρα είχε γίνει άσπονδος εχθρός και διώκτης του Χασεκή. Ο αρχιναύαρχος της αρμάδας Χασάν πασάς συμπαθούσε τους χριστιανούς, ίσως χάρη και στον Έλληνα διερμηνέα του στόλου του Νικόλαο Μαυρογέννη. Ο Χασάν δέχτηκε την αναφορά των Αθηναίων και την έστειλε στο Διβάνι με συστάσεις να γίνει δεκτή. Αλλά ισχυρότερη από τον Χασάν πασά ήταν η Ασμά, που ματαίωσε την απομάκρυνση του εραστή της από το βοεβοδαλίκι της Αθήνας. Ύστερ’ από οκτάμηνη παραμονή στην Πόλη, ο Χασεκής ξαναγυρίζει στην Αθήνα πανίσχυρος. Και είχε τόση δύναμη στο σεράγι, ώστε ο σουλτάνος, καθώς αναφέρει ο I. L. Bartholdy, του είχε υπογράψει «φιρμάνια» καταδίκης σε θάνατο, χωρίς το όνομα του καταδικαζομένου. Το όνομα θα το πρόσθετε ο Χασεκής κατά τις επιθυμίες του.
Νέα τρομοκρατία αρχίζει για τους δύστυχους Αθηναίους που αποδεκατίζονταν και από την ευλογιά. Καινούργια πρεσβεία Αθηναίων με το Μητροπολίτη Βαρθολομαίο πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και με τη βοήθεια του Χασάν πασά πετυχαίνει να φύγει αμέσως ο Χασεκής από την Αθήνα. Ο Χασάν πασάς είχε τώρα την απεριόριστη εύνοια του σουλτάνου, μετά την εξόντωση των αλβανικών ορδών της Πελοποννήσου. Ο Χασεκής, όταν έμαθε την ανάκλησή του, αναγκάστηκε να υποκύψει στη σουλτανική διαταγή και στον πανίσχυρο Χασάν πασά. Το 1780 έφυγε από την Αθήνα για την Κωνσταντινούπολη. Και από το σεράγι της Αμά περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να γυρίσει στο βεοβοδαλίκι του. Στο μεταξύ ήλθε σε συνεννοήσεις με του κοτζαμπάσηδες της Αθήνας, που τον υποστήριζαν, για να προετοιμάσουν με αναφορές τους την επιστροφή του. Όσο ζούσε ο Μητροπολίτης Βαρθολομαίος, τα σχέδια του Χασεκή και των συνεταίρων του Αθηναίων αποτυγχάνουν. Αλλά το 1781 πεθαίνει ο Βαρθολομαίος «σχεδόν εβδομηκοντούτης από υδρωπικίαν». Τον διαδέχεται ο πρώην Πισσιδείας Βενέδικτος. Με το θάνατο του Βαρθολομαίου παίρνουν θάρρος και αρχίζουν να κινούνται ο Χασεκής και οι φίλοι του Αθηναίοι. Και το Νοέμβριο του 1782 ξαναγυρίζει ο Χασεκής στην Αθήνα.
Φυλακίσεις, απαγχονισμοί και βιασμοί.
Τώρα πια ο τύραννος αφήκε τα προσχήματα. Κάθε ημέρα έβαζε νέους φόρους και αγγαρείες. Και όσους δεν πλήρωναν ή μιλούσαν εναντίον του, τους έπιανε, τους μαστίγωνε ανηλεώς και τους έριχνε στη φυλακή. Δε δίσταζε να απαγχονίζει ή να πνίγει μέσα στη φυλακή Τούρκους και Έλληνες. Ένα μέσο σωτηρίας έμενε για τους Αθηναίους, η φυγή. Αλλά τα όργανα του Χασεκή φρουρούσαν τις πόρτες και δεν άφηναν κανένα να βγει. Τότε πολλοί από τους κατοίκους δραπέτευαν τη νύχτα, διασκελίζοντας με σκάλες τα τείχη, ή την ημέρα μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες που πήγαιναν τάχα να δουλέψουν στα χωράφια. Και πολλές νέες Αθηναίες αναγκάστηκαν να φύγουν. Ο τύραννος είχε εγκαταστήσει διάφορα γύναια στα δημόσια λουτρά (χαμάμια), που τον πληροφορούσαν για τις όμορφες χριστιανές. Και άμα νύχτωνε, έστελνε ανθρώπους του να τις πάρουν με τη βία από τους άντρες τους ή τους γονείς τους, για να περάσουν τη νύχτα μαζί του. Και αν κανένας είχει προφθάσει να φυγαδεύσει τη γυναίκα του ή την κόρη του, τον πιάναν την άλλην ημέρα τα όργανα του Χασεκή και τον άφηναν μισοπεθαμένο από το ξύλο.
Αρπαγή κτημάτων.
Αλλά ο πανάθλιος αυτός τύραννος βρήκε και έναν άλλο τρόπο για να θησαυρίζει «αγοράζοντας» τα κτήματα των Αθηναίων. Άμα έβαζε στο μάτι κανένα καλό κτήμα, έστελνε ανθρώπους του να ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη του αν του το πουλάει. Και, φυσικά, κανένας δεν τολμούσε να αρνηθεί την πώληση στο Χασεκή. Ακολουθούσε έπειτα η ίδια σκηνοθεσία: έφθαναν στον ιδιοκτήτη ως «εκτιμηταί» για την αξία του ακινήτου, ο γραμματικός του Βοεβόδα Χειλάς και ο συμβαολαιογράφος Κακούρης και την προσδιόριζαν σε εξευτελιστική τιμή. Αμέσως υπογράφαν το συμβόλαιο της αγοράς. Τον πωλητή τον έστελνε ο γραμματικός να πληρωθεί από τον εισπράκτορα, που του έδινε, αντί για χρήματα, μια βεβαίωση με το ποσό και ότι κρατήθηκε από το Χασεκή «έναντι των οφειλομένων εις αυτόν παρά των Αθηναίων». Και τα «οφειλόμενα» τα όριζε κάθε φορά ο ίδιος ο Χασεκής, σε τέτοια υπέρογκα ποσά, που ήταν αδύνατο να τα πληρώσουν οι Αθηναίοι. Ο τύραννος φρόντιζε όχι μόνο να αποκτά δωρεάν τα καλύτερα κτήματα της Αττικής, αλλά και να τα καλλιεργεί δωρεάν. Έβαζε σε αναγκαστική αγγαρεία τους κατοίκους να του καλλιεργούν τα κτήματα που είχε αρπάξει και να μεταφέρουν στα δικά του, όπου έβλεπε καλά δέντρα σε άλλα κτήματα. Και όταν πλησίαζε η συγκομιδή, έκλεινε στη φυλακή, με κάποια πρόφαση, τους αγρότες που είχαν κτήματα και έπαιρνε αυτός την εσοδεία.
Τα κονάκια του Χασεκή.
Με τη μέθοδο της υποχρεωτικής αγγαρείας έχτισε μέσα στην πόλη, πίσω από το Μοναστηράκι, ένα τεράστιο κονάκι, για κατοικία του Βοεβόδα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος το κονάκι του Χασεκή χρησιμοποιήθηκε για στρατώνας. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν έπειτα οι «Φυλακές του Παλιού Στρατώνα». Μαζί με το κονάκι της Αθήνας ο Χασεκής, πάντοτε με το ανέξοδο, έχτισε και μια εξοχική έπαυλη κοντά στην Αγία Τριάδα. Στο κτήμα αυτό είναι σήμερα ο Βοτανικός Κήπος. Παλιές χαλκογραφίες και εικόνες έχουν διασώσει και τα δύο κονάκια του περιβόητου τύραννου. Είχε φροντίσει να φέρει και στα δύο, με την εργασία των Αθηναίων, άφθονο νερό του υδραγωγείου. Το ίδιο έκανε και στα άλλα κτήματά του. Κατά τον Bartholdy, τα κονάκια του Χασεκή έδιναν την εντύπωση πύργων, με πολεμίστρες. Είχαν τάφρο με νερό, κινητή γέφυρα και σιδερένια πόρτα, ώστε να μπορούν ν’ αντέχουν σε προσβολές και επιθέσεις απ’ έξω.
Το χτίσιμο των οικοδομών του Χασεκή γινόταν κατά τον εξής πρωτότυπο τρόπο. Έστελνε τους ανθρώπους του και μάζευαν εργάτες και τεχνίτες και τους έφεραν στην οικοδομή. Έπρεπε να εργαστούν από το πρωί ως τη νύχτα. Και τη νύχτα τους έκλειναν στη φυλακή, για να μη δραπετεύσουν και τους χάσει την άλλην ημέρα. Ύστερ’ από ένα οκταήμερο τους άφηνε ελεύθερους και έπαιρνε άλλους. Η εργασία ήταν υποχρεωτική. Τους μόνους που πλήρωνε ήταν τους χτίστες – 24 παράδες την ημέρα – για να δουλεύουν ευσυνείδητα και με τους κανόνες της τέχνης! Κι’ αυτό το έκανε από υπολογισμό. Φοβόταν, πως ψευτοχτίζοντας τους τοίχους, μπορούσαν να πέσουν με τη στέγη στο … κεφάλι του.
Δίκη του Χασεκή και των Δημογερόντων.
Όταν η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο, εξήντα εργάτες Αθηναίοι, Έλληνες, Τούρκοι και χωρικοί από την Αττική, πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη (Μάρτιος 1785) μαζί με το Μητροπολίτη Βενέδικτο και ζητούν την επέμβαση του προστάτου των αρχιναυάρχων Χασάν πασά, ο οποίος και δέχτηκε να τους βοηθήσει. Ο μεγάλος βεζύρης Γιουσούφ αγάς, που ήταν άνθρωπος του Χασάν πασά και διορισμένο από αυτόν, καλεί σε απολογία στην Κωνσταντινούπολη το Χασεκή και τους Δημογέροντες της Αθήνας, γιατί δεν είχαν προστατεύσει το λαό. Στο Διβάνι έγινε τότε μια περίεργη δίκη, με κατηγορούμενους το Χασεκή και τους Δημογέροντες και κατηγόρους το Μητροπολίτη και την πρεσβεία του αθηναϊκού λαού. Το Διβάνι, παρά την επέμβαση και τις ενέργειες της Ασμά, απαγόρευσε στο Χασεκή να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Μητροπολίτης με την πρεσβεία ξαναγύρισαν. Ο λαός τους υποδέχτηκε πανηγυρίζοντας τη λύτρωσή του από τον τύραννο. Συγχρόνως αναθεμάτισε τους Δημογέρονες. Μαζεύτηκαν όλοι οι πολίτες σ’ ένα ανοικτό χώρο, έξω από την Αθήνα και ο καθένας έριχνε μια πέτρα φωνάζοντας: «Ανάθεμα στους αλητήριους, τους οπαδούς του τυράννου Χατζή Αλή».
Οι Αθηναίοι κατά των Δημογέροντων.
Λίγο καιρό μετά το ανάθεμα έφθασαν από την Πόλη με πλοίο στο Λαύριο και οι Δημογέροντες φίλοι του Χασεκή. Από εκεί ξεκίνησαν για την Αθήνα. Όταν όμως έφθασαν στην Κερατέα και έμαθαν τα όσα είχαν γίνει και το ανάθεμα, προτίμησαν να ξαναγυρίσουν στο Λαύριο και να πάνε να μείνουν στο κοντινό νησί της Τζιας. Στο μεταξύ ο αθηναϊκός λαός μαζεύεται σε γενική συνέλευση και καθαιρεί, παμψηφεί, τους Δημογέροντες. Εκλέγει νέους και αποφασίζει στο μέλλον να μην εκλέγωνται οι άρχοντες από ορισμένες μόνο οικογένειες, όπως γινόταν ως τότε, αλλά από όλο το λαό. Το πνεύμα της δημοκρατίας άρχισε να ριζώνει και να δίνει τους πρώτους καρπούς του. Το κακό ήταν που άρχισαν διώξεις εναντίον των οπαδών του Χασεκή και το χειρότερο που στις διαμάχες μπήκε και η Εκκλησία.
Ανάμιξη της Εκκλησίας.
Μετά το διώξιμο του Χασεκή, η Ασμά σουλτάνα ζήτησε από τον Πατριάρχη να συστήσει στο Μητροπολίτη Βενέδικτο να παύσει να καταφέρει κατά του ευνοουμένου της και να πείσει τους Αθηναίους να ανακαλέσουν την καταγγελία που είχαν κάνει. Τότε ο Πρωτοσύγγελος του Πατριαρχείου Αθανάσιος, «ανήρ παιδείας ουκ άμοιρος, πονηρός όμως και ραδιούργος», θέλησε να επωφεληθεί από την περίσταση, και με την υποστήριξη της Ασμά να γίνει αυτός Μητροπολίτης Αθηνών αντί του Βενεδίκτου. Άρχισε συνεννοήσεις με το Χασεκή και την Ασμά και με την πίεσή τους το Πατριαρχείο ζήτησε από το Βενέδικτο να παραιτηθεί. Ο Βενέδικτος αρνήθηκε και ο Πατριάρχης τον «καθήρεσε» από Μητροπολίτη και τον εξόρισε στο Άγιον Όρος. Μητροπολίτη στην Αθήνα έστειλε τον Αθανάσιο. «Έκτοτε», γράφει ο Θ. Φιλαδελφεύς «ήρξατο αμείλικτος μεταξύ των δύο σεβασμιωτάτων μητροπολιτών Βενεδίκτου και Αθανασίου πόλεμος, καθ’ ον αδιακρίτως εχρησιμοποίησαν κατ’ αλλήλων την συκοφαντίαν και την δωροδοκίαν ως όπλα εξοντώσεως». Οι αθηναίοι δε δέχτηκαν τον Αθανάσιο και τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Λιβαδειά. Τα πάθην είχαν εξαφθεί επικίνδυνα μεταξύ των χριστιανών της Αθήνας. Το μικρόβιο μεταδόθηκε και στους Τούρκους, που διαιρέθηκαν και αυτοί σε δύο στρατόπεδα. Έλληνες και Τούρκοι έδιωχναν τους βοεβόδες που έστελνε η Ασμά και βάζαν δικούς τους. Στο τέλος πέτυχαν, με την προστασία του Χασάν πασά, να πάρουν το μαλικιανέ της Αθήνας από την Ασμά. Και λίγο αργότερα να εξορίσουν στο Άγιον Όρος το Μητροπολίτη Αθανάσιο και να φέρουν πίσω το Βενέδικτο. Τον άλλο χρόνο (1788) οι Αθηναίοι πανηγυρίζουν. Είχε φθάσει η είδηση ότι η Ασμά σουλτάνα είχε «αποδημήσει εις … Αλλάχ». Και πίστευαν πως θα απαλλάσσονταν όριστικά από το Χασεκή. Μάταιη ελπίδα… Ο πονηρός Ασιάτης και τύραννος της Αθήνας κατόρθωσε να εξαγοράσει με δώρα το διώκτη του και πανίσχυρο Χασάν πασά. Στη σουλτανική Τουρκία όλοι εξαγοράζονταν … Το Σεπτέμβριο του 1788 ο Χασεκής ξαναγυρίζει στην Αθήνα Βοεβόδας, με σουλτανικό διάταγμα. Κατά τον Ιωάννη Μπενιζελο, «ο Χατζή Αλής, ως δράκων ερπίσας εκ της φωλεάς αυτού εις ην εκρύπτετο, εξανέλαβε τον μαλικιανέ».
Κακουργήματα Χασεκή.
Ο Χασεκής ξαναπήρε το βοεβοδαλίκι για μια τριετία (1788 – 1791), που ήταν και η τελευταία του. Και υπήρξε χειρότερος και φοβερώτερος από όλες τις προηγούμενες σε εγκλήματα και καταλήστευση των Αθηναίων. Σκοπός του ήταν να μαζέψει όσα μπορούσε περισσότερα χρήματα, να εξοντώσει τους αντιπάλους του και να αφήσει οριστικά την Αθήνα για ανώτερες θέσεις, που υπολόγιζε να πετύχει με την προστασία του Χασάν πασά. Αυτή τη φορά δεν περιορίστηκε μόνο στο αξίωμα του Βοεβόδα, αλλά έγινε συγχρόνως με σουλτανική διαταγή και φρούραρχος του Κάστρου. Συγκέντρωσε στο πρόσωπό του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία στην Αττική. Μετά την επιστροφή του Χασεκή ο Μητροπολίτης Βενέδικτος φεύγει κρυφά από την Αθήνα και πηγαίνει στη Λιβαδειά. Το Πατριαρχείο τον καθαιρεί και φέρνει Μητροπολίτη τον Αθανάσιο. Μετά δύο χρόνια το Πατριαρχείο εξορίζει τον Αθανάσιο και ξαναφέρνει το Βενέδικτο! Οι Αθηναίοι που δεν μπόρεσαν να δραπετεύσουν και έπεσαν στα νύχια του θηρίου, έπαθαν τα πάνδεινα. Μέσα σε μια εβδομάδα ο Χασεκής κρέμασε πολλούς Τούρκους και Έλληνες, από εκείνους που είχαν τη μεγαλύτερη δημοτικότητα στο λαό. Συγχρόνως έβαζε εξοντωτικές φορολογίες και πρόστιμα στους Αθηναίους, που ήταν αδύνατο να τα πληρώσουν. Και όταν δεν είχαν, τους φυλάκιζε. «Οι φυλακές εγέμισαν, αντρίκια φυλακή και γυναίκια φυλακή» γράφει ο Παναγής Σκουζές στα Απομνημονεύματά του «δεν έλειπαν από τις δύο φυλακές από 150 έως 250 άνδρες, και εις την γυναίκια από 25 έως 50 γυναίκες· ήτον οι άνδρες ορθοί εις την φυλακήν, δεν εχωρούσαν καθιστοί. Διά να πάει κανένας εις το παράθυρον της φυλακής, όπου ήτον με σίδηρα, να ομιλήσει κανενός φυλακισμένου, αν ήταν εμπρός ωμιλούσεν εύκολα, ει δε ήτον οπίσω τον εσήκωναν σηκωτά από πάνω από τους ανθρώπους ή πολλά σπρωχτά δια να πάει να ομιλήσει … Από το παράθυρον της φυλακής έβγαινεν ένας καπνός, μια αχνιά ωσάν σύγνεφον μαύρον, του αναγκαίου η βρώμα τόσων ανθρώπων. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι εκινδύνευαν, έρχονται εις τα ολοίσθια και ολίγοι εξημερώθησαν αποθαμένοι …». Ο Παναγής Σκουζές στα Απομνημονεύματά του, που παρουσιάζουν και γενικότερο ενδιαφέρον, δίνει παραστατικές εικόνες από τη ζωή της Αθήνας την εποχή του Χασεκή και από τις κακουργίες του. Ο ίδιος ο Σκουζέ, που ήταν μικρό παιδί τότε, έμεινε στη φυλακή ώσπου να βρει ο πατέρας του τα χρήματα που του ζητούσε ο τύραννος. Για την πολιτεία του Χασεκή, εκτός του Παναγή Σκουζέ, έχουν γράψει οι σύγχρονοί του Ιωάννης Μπενιζέλος και Δημήτριος Καλεφορνάς, οι ξένοι περιηγητές και ιστορικοί Dodwell και Bartholdy. Επίσης οι Γ. Τερτσέτης, Χ. Βυζάντιος, Μ. Γεδεών, Δ. Πανταζής, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Δ. Καμπούρογλους, Γ. Κωνσταντινίδης. Λεπτομερώς έχει γράψει για το Χασεκή στην «Ιστορία των Αθηνών 1400 – 1800» ο Θ. Φιλαδελφεύς.
Βασανιστήρια και φυγή των Αθηναίων.
Η κακουργία και η αρπαγή ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτείας του Χασεκή και κατά την τελευταία τριετία του. Είχε εφαρμόσει ειδικά βασανιστήρια, το φάλαγγα και τα τσιγκέλια, για να εξαναγκάζει τα θύματά του να του πληρώνουν περισσότερα. Φρόντιζε όμως να τα έχει καλά με τις αρχοντικές οικογένεις της Αθήνας και μόλις γύρισε ξανάφερε Δημογέροντες εκείνους που είχε καταργήσει ο αθηναϊκός λαός. Εντούτοις, η απληστία του, μερικές φορές, τον έσπρωχνε και φορολογούσε άγρια και αυτούς τους προστατευόμενούς του κοτσαμπάσηδες. Και αναφέρει ο Παναγής Σκουζές ότι, κάποτε έπιασε 24 από τους Προύχοντες και τους ανάγκασε, απειλώντας με ανασκολοπισμό, να του πληρώσει ο καθένας – ανάλογα με την περιουσία του – από 5 – 25 πουγγιά. Και για να τους φοβίσει τους παρουσίασε «παλούκια πελεκημένα και χρωματισμένα κόκκινα», λέγοντας ότι, «όποιος δεν ήθελε να πληρώσει, θέλει παλουκωθεί μετά προθεσμίαν οκτώ ημερών».
Η μόνη σωτηρία των Αθηναίων ήταν η φυγή. «Οι δυστυχείς είχον καταντήσει» γράφει ο Θ. Φιλαδελφεύς «εις εσχάτην πενίαν, ήσαν ρακένδυτοι, ανυπόδητοι, όχι μόνον τα κινητά, τα τιμαλφή των γυναικών κοσμήματα και αυτά τα οικιακά και μαγειρικά σκεύη, αλλά και τα ακίνητα κτήματα οι πλείστοι επώλησαν προς πληρωμήν των «τεφτεριών», δηλάδη του αναλογούντος ενί εκάστω εκ της καταναγκαστικής φορολογίας, όπερ ην εγγεγραμμένον εις τα κατάστιχα (τεφτέρια) του τυράννου… Παντού πείνα και γύμνωσις και οιμωγαί και θρήνοι και δαρμοί! Τας ημέρας του Πάσχα διήλθον οι χριστιανοί εν τοις δεσμωτηρίοις εν φρικώδη συνωστισμώ· εκεί εύρον πλείστοι τον θάνατον, τον μόνον τότε λυτρωτήν από των ατελευτήτων βασάνων και στερήσεων. Οι δε άθλιοι προεστώτες, αντί να υπερασπισθώσι τον λαόν, εκολάκευον τον τύραννον και κατεπρόδιδον την πόλιν, λαμβάνοντες ως αντάλλαγμα την ασφάλειαν εαυτών και της περιουσίας τους …».
Η Αθήνα άρχισε να αδειάζει από τους κατοίκους της που φεύγαν για να σωθούν… Στην ελάττωση του πληθυσμού είχαν συντελέσει και οι επιδημίες, που θέριζαν συχνά την πόλη την εποχή εκείνη και αποδεκάτιζαν τους κατοίκους της. Στην επιδημία ευλογιάς του 1778 πέθαναν 700 παιδιά και πολλοί ενήλικες. Στην πανώλη του 1789 πέθανα 1.200 Έλληνες και 500 Τούρκοι, σε 10.000 πληθυσμό που είχε τότε η Αθήνα.
Ο «από μηχανής θεός».
Όπως γίνεται στις αρχαίες τραγωδίες, έτσι παρουσιάστηκε και για τους Αθηναίους το 1792 ως «από μηχανής θεός» ο πασάς του Ευρίπου Χαλήλ αγάς. Είχε διοριστεί πασάς τον προηγούμενο χρόνο. Ήταν εχθρός του Χασεκή. Και πέτυχε να τον διώξει. Ο Χασεκής εγκαταλείπει οριστικά την πόλη, που επί μία εικοσαετία είχε βασανίσει. Από την Κωνσταντινούπολη όπου πήγε, κατόρθωσε, με δωροδοκίες και τα γνωστά του μέσα, να κρατήσει το μαλικιανέ (τους φόρους) της Αθήνας και να φορολογεί αγρίως τους Αθηναίους με αντιπροσώπους του. Οι Αθηναίοι κινήθηκαν και πάλι για να πετύχουν την έκπτωση του Χασεκή. Έστειλαν στην Πόλη μια αντιπροσωπεία με επί κεφαλής το Διονύσιο Πετράκη, Ηγούμενο της Μονής Ασωμάτων (της γνωστής σήμερα με το όνομα Μονή Πετράκη). Παρ’ όλη τη μυστικότητα που τηρήθηκε στην αναχώρηση της αντιπροσωπείας, οι άνθρωποι του Χασέκη στην Αθήνα τον ειδοποίησαν. Και όταν ο Ηγούμενος έφθασε στην Πόλη, ο Χασεκής τον κάλεσε στο σεράγι του να συζητήσουν. Κατά την τουρκική συνήθεια του πρόσφερε τσιμπούκι και καφέ. Στον καφέ είχε βάλει δηλητήριο. Ο Ηγούμενος, που το υποψιάστηκε, προσποιήθηκε πως πίνει τον καφέ. Εντούτοις, και με το ελάχιστο που πήρε, κόντεψε να πεθάνει. Για μέρες ήταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Η λαϊκή μούσα αποθανάτισε τη σκηνή:
«Ώρα καλή σου, Χατζαλή», «καλώς τον τον Πετράκη»,
Κι’ ο Χατζαλής του έδωκε καφέ με το φαρμάκι.»
Αποκεφαλισμός του Χασεκή.
Στην Κωνσταντινούπολη είχαν γίνει γνωστά τα εγκλήματα του Χασεκή και η απόπειρα κατά του ηγουμένου προκάλεσε την αγανάκτηση και αυτών ακόμη των Τούρκων που κυβερνούσαν. Η καταδίκη του Χασεκή αποφασίστηκε τότε από το μεγάλο βεζύρη. Δεν έμενε παρά μόνο η σκηνοθεσία για την εκτέλεσή του. Οι προστάτες του περιβόητου τυράννου είχαν εκλείψει. Η Ασμά είχε πεθάνει και ο πανίσχυρος άλλοτε Χασάν πασάς ήταν γέρος και στο περιθώριο. Και ο Σελήμ Γ΄, που είχε διαδεχθεί τον αδελφό της Ασμά Αβδούλ Χαμήτ Α΄, ήταν άνθρωπος πρακτικός. Αφού κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία της Ασμά, σωστό ήταν να κληρονομήσει και εκείνους που εξ αιτίας της είχαν πλουτίσει … Στην περιουσία του Χασεκή φαίνεται πως είχε βλέψεις και ο μεγάλος βεζύρης. Αυτό τουλάχιστο μας βεβαιώνει ο Bartholdy. Για όλους αυτούς τους λόγους, και λιγότερο από αγανάκτηση για τα εγκλήματα που είχε κάνει ο Χασεκής, ο μεγάλος βεζύρης συγκρότησε ένα ψευτοδικαστήριο που τον καταδίκασε σε εξορία στην Κω. Και η σκηνοθεσία συμπληρώθηκε με την αποστολή στην Κω του δολοφόνου (Δεκέμβριος 1795). «Ο μέγας βεζύρης» γράφει ο Bartholdy «εποφθαλμιών την περιουσίαν αυτού, προσεπάθησε πολλάκις, πλην εις μάτην, να τον δολοφονήσει. Τέλος, απλούς τις τσαούσης (λοχίας) αναδέχεται την εκτέλεσιν και πορευθείς εις Κω, κατορθώνει να επισκεφθεί κατ’ οίκον τον Χατζή Αλή, εντελώς ανυπόπτως έχοντα … Μετά την πρώτην εγένετο και Δευτέρα επίσκεψις· τότε εντυχών εν μια στιγμή μόνο το τύραννον, ανασπά το εγχειρίδιον και εν ριπή οφθαλμού εμπήγει εις το στήθος του καταδίκου». Περιγραφή της καταδίκης και του φόνου του Χασεκή μας δίνει και ο Παναγής Σκουζές στα Απομνημονεύματά του.
Το κεφάλι του Χασεκή το έφεραν στην Κωνσταντινούπολη και για τρεις ημέρες το είχαν εκθέσει, μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τους λόγους της καταδίκης του. Μετά την εκτέλεση τα κτήματα που είχε αρπάξει από τους Αθηναίους βγήκαν σε δημοπρασία από το τουρκικό δημόσιο. Ελάχιστα τα πήραν μερικοί Αθηναίοι, Έλληνες και Τούρκοι, και τα περισσότερα, χωρίς δημοπρασία ή με κάποια εικονική, ο βεγάλος βεζύρης και η μητέρα (Βαλιντέ Χανούμ) του Σελήμ Γ΄. Το νεόχτιστο κονάκι του Χασεκή στους Αέρηδες το αγόρασε το «Κοινόν των Αθηναίων», για να χρησιμεύει στο μέλλον για κατοικία του Βοεβόδα.
Αυτό υπήρξε το τέλος του περιβόητου Χατζή Αλή Χασεκή, που τυράννησε και καταλήστεψε την Αθήνα μια εικοσαετία. Θα ακολουθήσει η τελευταία εικοσιπενταετία της τουρκικής κυριαρχίας. Στο διάστημα αυτό οι Αθηναίοι θα αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον Τούρκο τύραννο, αλλά θα υποστούν και τις επιδρομές διαφόρων ξένων «αρχαιοφίλων», που θα λεηλατήσουν τις αθηναϊκές αρχαιότητες.