ΟΙ «ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ»

Μετά τον Ιουστινιανό, ακολουθεί για την Αθήνα μία περίοδος «σκοτεινών χρόνων», κατά την έκφραση των νεώτερων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την ιστορία της. Στην περίοδο αυτή, που αρχίζει από τον 7ο αιώνα και φθάνει ως τον 11ο, οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι ελάχιστα αναφέρουν την Αθήνα.

Αυτή η έλλειψη πληροφοριών, που ήταν φυσική για μια μικρή πόλη, έδωκε την ευκαιρία στο Γερμανό σλαβόφιλο ιστορικό J. Fallmerayer, να διατυπώση (1830 – 1835) σε βιβλία διάφορες ασύστατες θεωρίες, για τον εκσλαβισμό των Ελλήνων και για την ερήμωση της Αθήνας από τον 7ο ως τον 10ο αιώνα, εκτός από την Ακρόπολη που είχε διατηρηθεί κάστρο, έλληνες και ξένοι ανατρέψαν τις θεωρίες του Φαλλμεράυερ, που ο Γρηγορόβιος τις αποκαλεί «τερατώδεις», ο Ουίλ. Μίλλερ τις «απορρίπτει εντελώς» και ο διεθνούς κύρους βυζαντινολόγος Α. Α. Βασίλιεφ, αν και Σλάβος, γράφει στην «Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας» ότι, ο Φαλλμεράυερ «εφαρμόζει τα συμπεράσματά του, χωρίς να έχει πραγματικές βάσεις». Αλλά τη μεγαλύτερη διάψευση στις θεωρίες του Φαλλμεράυερ, μας την έδωκαν οι ανασκαφές, που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην αρχαία Αγορά και σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Επιβεβαίωσαν τη συνέχεια στη ζωή της πολιτείας. Και μάλιστα μπορεί να υποστηριχτεί ότι, ως τον 11ο αιώνα η Αθήνα διατηρούσε ακέραια πολλά από τα αρχαία μνημεία της. Στις ανασκαφές βρέθηκαν νομίσματα, της περιόδου από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα, σπίτια και εκκλησίες που χτίστηκαν ή επισκευάστηκαν στην περίοδο εκείνη, αγγεία, γλυπτά και άλλα αντικείμενα, που πιστοποιούν ζωή και κίνηση στην πολιτεία των «σκοτεινών χρόνων».

Για την Αθήνα των «σκοτεινών χρόνων» μας δίνουν πληροφορίες οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι: Θεοφάνης, Κεδρηνός, Ζωναράς, Μιχαήλ Ψέλλος, Λέων Γραμματικός, Μιχαήλ Γλυκάς, Άννα Κομνηνή, κ.λ. Έχουν γράψει επίσης πολλοί Έλληνες και ξένοι, που τα βιβλία τους τα αναφέρω στη βιβλιογραφία. Με βάση τα γραφόμενά τους και τα πορίσματα των ανασκαφών, θα δώσω στις σελίδες που θα ακολουθήσουν τη σκιαγραφία της Αθήνας των «σκοτεινών χρόνων» και τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνδέθηκαν με την πόλη.

Επιδρομές ξένων.

Η Αθήνα, μετά τον εκχριστιανισμό της, περιορίστηκε σε μια μικρή πολιτεία, που διατήρησε όμως ακόμη κάποια πνευματική παράδοση και ακτινοβολία. Αυτό, τουλάχιστο, μαρτυρεί ο γάμος δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου με Αθηναίες των «σκοτεινών χρόνων», που η μία μάλιστα έπαιξε και μεγάλο πολιτικό ρόλο. Η ενίσχυση του κάστρου της Αθήνας και του αρχαίου τείχους της από τον Ιουστινιανό, εξασφάλισε τους Αθηναίους από τις επιδρομές των διαφόρων ξένων (Ούννων, Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων, Αλβανών, Σαρακηνών, κ.λ.) που πολλές φορές είχαν εισβάλει στο Βυζαντινό κράτος στην περίοδο από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα. Πολλοί από αυτούς κατέβηκαν ως την Αττική. Οι Βυζαντινοί όμως χρονικογράφοι πουθενά δεν αναφέρουν ολική καταστροφή και ερήμωση της Αθήνας. Απεναντίας, οι ανασκαφές πιστοποιούν ότι, σπίτια και εκκλησίες χτίστηκαν στην περίοδο αυτή – ιδίως από τον 9ο αιώνα – όχι μόνο γύρω από την Ακρόπολη, αλλά σε ολόκληρη την περιοχή που εξασφάλιζε το αρχαίο τείχος. Μια επιδρομή Σαρακηνών πειρατών, που είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την Αθήνα, όπως μας πληροφορεί το μεσαιωνικό ποίημα: «Θρήνος περί της αναλώσεως και της αιχμαλωσίας ή γέγονεν υπό Περσών εις Αττικήν Αθήνα», συνέβηκε, το πιθανότερο, τον 11ο αιώνα. Ο σοφός αθηναιογράφος Δ. Καμπούρογλου τοποθετεί την καταστροφή στα 896 και υποστηρίζει ότι, οι Σαρακηνοί έμειναν στην Αθήνα έξι χρόνια και μόνο το 902 τους έδιωξε ο στρατηγός της Θράκης Νικηφόρος Φωκάς. Στο διάστημα της παραμονής τους εξολόθρευσαν τον πληθυσμό και καταστρέψαν όλες τις εκκλησίες. Και γι’ αυτό δεν υπάρχουν βυζαντινές εκκλησίες στην Αθήνα, παρά μόνο μετά το 10ο ή 11ο αιώνα. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, αν οι Σαρακηνοί έκαναν ολοκληρωτική καταστροφή της Αθήνας, δε θ’ άφηναν άθικτο το Θησείο, που ήταν επίσης χριστιανική εκκλησία, ούτε τα άλλα αρχαία μνημεία που διατηρούνται και σήμερα. Άλλωστε, οι κουρσάροι δε μέναν καιρό στις πολιτείες που έκαναν επιδρομές. Τις λαφυραγωγούσαν και άρπαζαν τους κατοίκους, για να τους πουλήσουν για δούλους. Το πιθανότερο είναι πως η Αθήνα, μετά το κλείσιμο των σχολών της και το σταμάτημα του τουρισμού, μπήκε στο δρόμο της παρακμής, που τον επιτάχυναν οι επιδρομές των πειρατών. Την καταστρεπτικότερη από τις επιδρομές αυτές, η λαϊκή φαντασία ή κάποιος από τους παθόντες την παρουσίασε παραστατικότερα και ζωηρότερα στο «Θρήνο των Αθηνών».

Για τη διοίκηση και τη ζωή της Αθήνας των «σκοτεινών χρόνων» δεν έχουμε αποσαφηνισμένες πληροφορίες. Φαίνεται, όμως, πως οι Αθηναίοι είχαν διατηρήσει και μετά τον Ιουστινιανό, μερικά από τα παλαιότερα προνόμια και ιδίως απαλλαγή από φόρους. Πλήρωναν όμως τις έκτακτες εισφορές για την κατασκευή στόλου και στέλναν σε κάθε νέο αυτοκράτορα ένα χρυσό στεφάνι, σα σημείο υποταγής. Η πόλη διατηρούσε ακόμη κάποια ανεξαρτησία. Δεν είχε μόνιμο αυτοκρατορικό διοικητή και απαγορευόταν στους κρατικούς υπαλλήλους να επεμβαίνουν στα αθηναϊκά πράγματα και στο στρατηγό της Στερεάς Ελλάδος «να εισέρχεται εις το όριον Αθηνών». Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους στρατηγούς να μπαίνουν στην Αθήνα και να καταληστεύουν τους κατοίκους, με το πρόσχημα έκτακτης φορολογίας. Αλλά και η υπόλοιπη Ελλάς δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, την εποχή εκείνη, με τη βυζαντινή κακοδιοίκηση και τις επιδρομές διαφόρων βαρβάρων λαών.

Αντιλήψεις παπαδοκρατίας.

Μετά τον Ιουστινιανό, το όνομα  «Έλληνες» είχε χάσει τη σημασία του σαν εθνικό όνομα. Χαρακτήριζαν με αυτό μόνο τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας και το χρησιμοποιούσαν σε αντιδιαστολή προς τους «χριστιανούς». Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι (Προκόπιος, Ζωναράς, κ.λ.) κάνουν αυτή τη διάκριση. Ο Ζωναράς, γράφοντας για τον Κωνσταντίνο Κοπρώνυμο, λέγει ότι, «δεν ήτο, ούτε χριστιανός, ούτε Έλλην, ούτε Ιουδαίος, αλλά κυκεών ασεβείας». Η έκφραση «ελληνικόν ιερόν» σήμαινε τότε «ναός εθνικών». Και για ν’ αποφύγουν οι Βυζαντινοί το αντιχριστιανικό και δυσάρεστο όνομα «Έλληνες», το έκαναν «Ελλαδικοί». Με αυτό αναφέρουν τους χριστιανούς Έλληνες της κυρίως Ελλάδος. Και το όνομα «Αθηναίος» στα βυζαντινά χρόνια είχε παύσει να είναι δηλωτικό καταγωγής. Σήμαινε, κυρίως, φιλόσοφος – ρήτορας, και μάλιστα φιλόσοφος της εθνικής θρησκείας. Τις αντιλήψεις αυτές απηχούν και οι στίχοι του αφιερωμένου στην Παναγία «Ακαθίστου Ύμνου». Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ο ύμνος – «Οίκοι της Θεοτόκου» – γράφηκε το 629, από τον πατριάρχη Σέργιο, όταν οι Άβαροι με τους Πέρσες πολιόρκησαν την Κωνσαντινούπολη.

 

Χαίρε φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα· Χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα·

Χαίρε των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα· Χαίρε των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα.

 

Οι «τεχνολόγοι» του «Ακαθίστου Ύμνου» είναι οι ρήτορες – σοφιστές των αρχαίων. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι η περιφρόνηση της «παπαδοκρατίας» προς τους «τεχνολόγους», τους «φιλοσόφους» και γενικότερα τους «Έλληνες», κράτησε για καιρό στο Βυζάντιο. Έπρεπε να περάσουν αιώνες, για ν’ αποκατασταθούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να πάρουν θέση τιμής οι Μεγάλοι της Αρχαίας Ελλάδας.

Ο Κώνστας Β΄ στην Αθήνα.

Οι χρονικογράφοι του Βυζαντίου σημειώνουν την επίσκεψη και παραμονή του αυτοκράτορα στην Αθήνα του 622. Ο Κώνστας, πηγαίνοντας στη Σικελία, για την εκστρατεία του εναντίον των Λογγοβάρδων, έφθασε με το στόλο του στον Πειραιά το χειμώνα του 622 και έμεινε στην Αθήνα ως την άνοιξη του άλλου χρόνου. Κατά τους χρονικογράφους, ο Κώνστας έμεινε τόσους μήνες στην Αθήνα «για να συναθροίσει και να εξασκήσει τον κατά των Λογγοβάρδων στρατό του». Οι ίδιοι χρονικογράφοι μας πληροφορούν ότι, ο Κώνστας στρατολόγησε τότε επί τόπου και μεγάλο αριθμό στρατιωτών. Θα πρέπει επομένως να δεχτούμε πως η Αττική και η Αθήνα θα είχαν ακόμη αρκετό πληθυσμό, για να γίνεται επί τόπου στρατολογία και αρκετά μέσα, για τη στάθμευση του στόλου και την οργάνωση σημαντικού στρατού επί τόσου μήνες.

Την ίδια εποχή (μέσα του 7ου αιώνα) ο Άγιος Γισλήνος, καθώς αναφέρει ο βιογράφος του, έγραφε ότι η Αθήνα ήταν τότε «η ευγενεστάτη των πόλεων της Ελλάδος ήτις προσέφερεν εις τα έθνη πάσης γλώσσης το άνθος της ευγλωττίας». Και προσθέτει ο βιογράφος του ότι, ο Γισλήνος είχε γεννηθεί στην Αττική εκ «γονέων επιφανών» και είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα. Και από εκεί ξεκίνησε, σαν ιεραπόστολος, για να κατηχήσει το Χριστιανισμό στους ειδωλολάτρες της Γερμανίας. Υπάρχουν και άλλες πληροφορίες μη εξακριβωμένες όμως ιστορικά, που παρουσιάζουν την Αθήνα στα «σκοτεινά χρόνια» με αξιόλογη πνευματική κίνηση. Και το χρονικό της «Πάπισσας Ιωάννας» αναφέρει ότι στην Αθήνα μορφώθηκε και σπούδασε φιλοσοφία (το 10ο αιώνα) η περιβόητη ηρωίδα του.

Οι τελευταίες ανασκαφές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικής βυζαντινής πολιτείας γύρω από την Ακρόπολη και μακρύτερα, μέσα στο τείχος του Αδριανού. Μας αποκάλυψαν συγκροτήματα βυζαντινών σπιτιών, που δε διαφέρουν μάλιστα, σε διάταξη και σχέδιο, από τα αρχαία. Διατηρείται ακόμη η εσωτερική αυλή και γύρω από αυτή τα δωμάτια. Και το πιο αξιοπρόσεχτο είναι, που η βυζαντινή Αθήνα διατηρούσε ρυμοτομία ίδια με την αρχαία. Οι δρόμοι, σε ορισμένα μέρη, είναι λίγο στενότεροι. Το ίδιο πολεοδομικό σχέδιο διατηρήθηκε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα σε ορμισμένες περιοχές της Πλάκας και του Ριζόκαστρου.