ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ

Μισόν αιώνα μετά την παραμονή του Κώνστα Β’ στην Αθήνα, οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι την ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την εποχή των Εικονομάχων. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος (717  – 741), μαζί με τις άλλες πολιτικές και εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις του, απαγορεύει και τη λατρεία των εικόνων.

Στην απόφαση του Λέοντος ήταν αντίθετοι ο Πάπας Γρηγόριος Β’ και ο διάδοχός του Πάπας Γρηγόριος Γ’ (731 – 740), που συγκαλεί μια τοπική σύνοδο στη Ρώμη. Η σύνοδος κατακρίνει τον αυτοκράτορα και κηρύσσει εχθρούς του Θεού και της Εκκλησίας, όσους δε θα προσκυνούν τις εικόνες.

Η Εκκλησία των Αθηνών αποσπάται από τη Ρώμη.

Ως την εποχή εκείνη, ολόκληρη η Ελλάς και η Εκκλησία των Αθηνών υπαγόταν στην πνευματική εξουσία του πάπα. Και ο Λέων, για να τιμωρήσει τον αντάρτη Πάπα, του αφαιρεί από τη δικαιοδοσία του την Κρήτη, την κυρίως Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Ιλλυρία, καθώς και την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Η απόφαση αυτή του αυτοκράτορα είχε αποφασιστικές συνέπειες για τη διατήρηση και τη διάσωση του Ελληνισμού. Αν η Εκκλησία της Ελλάδος υπαγόταν στον Καθολικισμό και στην επιρροή της παπικής Ρώμης, είναι αμφίβολο αν θα διατηρούσε τον εθνικό χαρακτήρα και την ελληνική συνείδηση και αν θα έπαιζε το ρόλο που έπαιξε για την επιβίωση του ελληνικού γένους. Όταν μάλιστα ακολούθησαν και τριακόσια χρόνια Φραγκοκρατίας. Στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία την εποχή του Λέοντος Γ’ η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες. Γρήγορα όμως ξαναγύρισαν στην εξουσία του Πάπα. Και οι ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί έχασαν, με την πάροδο των αιώνων, την εθνική τους συνείδηση κάτω από την παπική κυριαρχία. Οπωσδήποτε, οι Αθηναίοι την εποχή των αγώνων κατά της εικονολατρίας, που δίχασαν το Βυζαντινό κράτος σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, είχαν μείνει ουδέτεροι. Η Εκκλησία των Αθηνών δεν πέρασε από τη δοκιμασία των άλλων επαρχιών του Βυζαντίου. Οι εικόνες διατηρήθηκαν στην Αθήνα, κυρίως γιατί οι Αθηναίοι ήταν συνηθισμένοι, από την αρχαία θρησκεία, σε εικόνες και αγάλματα θεών.

Το 742 πέθανε ο Λέων Γ’ και τον διαδέχτηκε ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’. Ήταν, όπως και ο προκάτοχός του, ένας από τους μεγάλους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Στο διάστημα της βασιλείας του (741 – 775) ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του στο ζήτημα των εικόνων. Απαγόρευσε με αυστηρές διατάξεις τη χρησιμοποίησή τους και ζήτησε να περιορίσει τα μοναστήρια και τη δύναμη των καλογέρων, που λυμαίνονταν την αυτοκρατορία. Οι καλόγεροι, για εκδίκηση, τον ονόμασαν «Κοπρώνυμο». Ότι, τάχα, είχε κοπρίσει μέσα στην κολυμπήθρα όταν βαφτίστηκε. Και με το όνομα αυτό έμεινε στην ιστορία …