ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Επί των διαδόχων του Μ. Κωνσταντίνου, Κώνσταντος και Κωνσταντίου (337 – 361), οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να λατρεύουν ανενόχλητοι τους αρχαίους θεούς τους.

Μόνο οι θυσίες είχαν απαγορευθεί στους ναούς τους. Την ίδια εποχή είχαν αρχίσει, σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, εξοντωτικοί διωγμοί εναντίον των εθνικών. Πολλοί ναοί και έργα τέχνης καταστράφηκαν τότε. Η Αθήνα όμως, ξέφυγε από τους διωγμούς και τις καταστροφές. Ο Κώνστας, μάλιστα, που είχε γνωρίσει στη Γαλλία τον Αθηναίο ρήτορα και σοφιστή Προαιρέσιο, τόσο γοητεύτηκε από τις γνώσεις και την ευφράδειά του, ώστε για χάρη του παραχώρησε στην Αθήνα μερικά νησιά, της έδωκε απαλλαγή από φόρους και της έστειλε σιτοφορτία. Και οι Αθηναίοι από ευγνωμοσύνη ονόμασαν τον Κώνσταντα στρατηγό. Ο Ευνάπιος στο βίο του Προαιρεσίου αναφέρει ότι οι Αθηναίοι εκλέξαν τον Κώνσταντα «στρατοπεδάρχη». Τέτοιος βαθμός δεν υπήρχε στην Αθηναϊκή Πολιτεία. Προφανώς πρόκειται για στρατηγό. Γνωρίζουμε ακόμη ότι στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας φοιτούσαν την εποχή εκείνη, χωρίς καμμιά διάκριση, εθνικοί και χριστιανοί. Στις σχολές των σοφιστών Ιμερίου και Προαιρεσίου σπούδαζαν οι στύλοι της Ορθοδοξίας, Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, μαζί με τον Ιουλιανό, τον κατοπινό αυτοκράτορα και με άλλους ονομαστούς φιλοσόφους του εθνικού κόσμου. Με την επέμβαση μάλιστα του Ιουλιανού, και ενώ ζούσε ακόμη ο Κωνστάντιος, οι Αθηναίοι ξανάρχισαν τις θυσίες στους ναούς, κατά το αρχαίο έθιμο.

Ιουλιανός.

Από την Αθήνα ξεκίνησε ο Ιουλιανός το 355 για να γίνει «καίσαρ» και μετά πέντε χρόνια ν’ ανεβεί στο θρόνο του Βυζαντίου. Ο ελληνολάτρης αυτός αυτοκράτορας, επηρεασμένος από τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, σκέφθηκε να αναστηλώσει τους θεούς του Ολύμπου και να ξαναφέρει για επίσημη θρησκεία την αρχαία εθνική. Τους δύο Αθηναίους δασκάλους του, Χρύσανθο και Μάξιμο, τους έστειλε με τον ιεροφάντη των Ελευσινίων να γυρίσουν την Ελλάδα και να φροντίσουν για την επιδιορθώσει των ρημαγμένων ναών. Τους έδωκε βασιλικά δώρα και τους εφοδίασε με άφθονα χρήματα για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι ναοί τότε άνοιξαν και μεγαλόπρεπες θυσίες και αγώνες έγιναν σε όλη την Ελλάδα και περισσότερο στην Αθήνα, που εξακολουθούσε να μένει στην αρχαία θρησκεία. Η Αθήνα ήταν ακόμη «η κατείδωλος πόλις», που είχε βρει ο Απόστολος Παύλος πριν από τρεις αιώνες. Το πολίτευμά της λειτουργούσε όπως και στα αρχαία χρόνια, αν κρίνουμε από ένα γράμμα που έστειλε ο Ιουλιανός, όταν έγινε Αύγουστος, στους Αθηναίους. Το απευθύνει: «Αθηναίων τη Βουλή και τω Δήμω».

Στην προσπάθεια του Ιουλιανού για την επαναφορά της αρχαίας θρησκείας αναφέρεται επίσης και ο χρησμός που του έδωκε το Μαντείο των Δελφών. «Είπατε τω βασιλεί» ήταν η απάντηση του μαντείου «χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν του μάντιδα δάφνην, ου παγάν  λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ». Το Μαντείο των Δελφών προειδοποιούσε τον Ιουλιανό, ότι ήταν αργά πια για τέτοια προσπάθεια. «Η πολυδαίδαλος αυλή του μαντείου είχε γκρεμιστεί. Ο Φοίβος Απόλλων δεν είχε πια κατοικία, δεν είχε τη μαντική δάφνη και την πηγή που πρόλεγε τα μελλούμενα. Είχε στερέψει και το μιλητό νερό». Την απάντηση του μαντείου στον Ιουλιανό την αναφέρει ο Γεώργιος Κεδρηνός. Δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο, αν την απάντηση την είχε δώσει πραγματικά το Μαντείο ή την είχαν φιλοτεχνήσει «εκ των υστέρων» μερικοί χριστιανοί καλόγεροι. Οπωσδήποτε, ήταν πια αργά για να πετύχει η προσπάθεια του εμπνευσμένου αυτοκράτορα. Είχε περάσει μισός αιώνας από τότε που ο Μ. Κωνσταντίνος, και θείος του Ιουλιανού, είχε κάνει ισότιμη τη χριστιανική θρησκεία. Στο διάστημα αυτό είχαν δημιουργηθεί, καταστάσεις, συμφέροντα και πεποιθήσεις, που δεν ήταν εύκολη η ανατροπή τους. Ιδίως στις ανατολικές επαρχίες, από τις οποίες είχαν ξεκινήσει και οι Απόστολοι. Στην κυρίως Ελλάδα τα πράγματα ήταν ευκολότερα για την προσπάθεια του Ιουλιανού. Σε μερικές ελληνικές επαρχίες δέχτηκαν το Χριστιανισμό αιώνες μετά τον Ιουλιανό.

Το σπουδαιότερο όμως για την αποτυχία της προσπάθειας του Ιουλιανού, ήταν που δεν έμεινε στο θρόνο του Βυζαντίου παρά μόνο τρία χρόνια. Σκοτώθηκε (363) σε ηλικία 31 χρονών στην εκστρατεία που είχε κάνει εναντίον των Περσών. Το αναφερόμενο ότι πήρε αίμα από το τραύμα του, πριν πεθάνει και το έριξε προς τον ουρανό, φωνάζοντας: «Νενίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε!», είναι μάλλον χριστιανικό εφεύρημα. Ο Ιουλιανός τάφηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Μια επιγραφή στον τάφο του έγραφε ότι, υπήρξε βασιλεύς «αγαθός, κρατερός τ’ αιχμητής». Οι χριστιανοί τον ονόμασαν «Παραβάτη» και «Αποστάτη». Και με την παρωνυμία αυτή έμεινε στην ιστορία. Για τον Ιουλιανό γράφουν οι σύγχρονοί του:  Αμμιανός, Λιβάνιος, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ευνάπιος, Ζώσιμος και άλλοι. Και από τους νεώτερους πολλοί ξένοι και Έλληνες. Αν είχε μείνει πολλά χρόνια στο θρόνο, ίσως η προσπάθειά του να είχε θετικότερα αποτελέσματα, τουλάχιστο στο χώρο της κυρίως Ελλάδος.

Φιλαθηναίοι αυτοκράτορες.

Οι διάδοχοι του Ιουλιανού, ο Ιοβιανός (363 – 364), ο Βαλεντιανός και ο Ουάλης (364 -378), αν και χριστιανοί αυτοκράτορες, άφησαν τους Έλληνες ελεύθερους να λατρεύουν τη θρησκεία τους. Και μολονότι είχαν απαγορευθεί, με την ποινή του θανάτου, οι γοητείες, οι μαγείες και οι νυχτερινές θυσίες και τελετές, εντούτοις τα ελευσίνια μυστήρια εξακολουθούσαν με τις νυχτερινές ιεροτελεστίες τους και το 375 γιορτάστηκαν στην Αθήνα τα Παναθήναια. Ακόμη και επί Θεοδοσίου Α΄ (379 – 395) επιτρεπόταν σιωπηρά στους Αθηναίους η εθνική λατρεία. Μια πλάκα μαρμάρινη που βρέθηκε στην Κηφισιά, μας πληροφορεί ότι, το 387 είχε γίνει μια τελετή «Σταυροβόλος» της αρχαίας θρησκείας. Και ως το τέλος του τετάρτου αιώνα οι ιεροφάντες των Ελευσινίων υπήρχαν στην Αθήνα. Ο Θεοδόσιος Α΄, από σεβασμό προς την παλιά της δόξα, δεν είχε εφαρμόσει στην Αθήνα τα ίδια εξοντωτικά μέτρα κατά των εθνικών, όπως στο υπόλοιπο κράτος του. Με το διάταγμα του 381 καταργεί την ανεξιθρησκία και με νεώτερα διατάγματα αρχίζει αμείλικτο διωγμό κατά των εθνικών. Τότε κλείστηκε το Μαντείο των Δελφών, απαγορεύτηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και λεηλατήθηκαν τα ιερά. Την Αθήνα όμως δεν την πείραξε, κατ’ εξαίρεση.

Από το θάνατο του Θεοδοσίου Α΄ αρχίζει η παρακμή της Αθήνας. Σ’ αυτό συντελέσαν κυρίως οι επιδρομές των πειρατών που λυμαίνονταν τις ελληνικές θάλασσες την εποχή εκείνη και η εισβολή στην Ελλάδα βαρβάρων λαών, που κατέβηκαν ως την Αττική. Ένας μεγάλος σεισμός που είχε γίνει επί Ουαλεντιανού (Ιούλιος 365) στη Μεσόγειο και έκανε φοβερές καταστροφές «όσας ουδέποτε άλλοτε είχεν ίδει οφθαλμός ανθρώπου», δεν φαίνεται να έβλαψε την Αττική. Κατά τον Έλληνα ιστορικό του 5ου αιώνα και εθνικό το θρήσκευμα Ζώσιμο, η Αθήνα χρωστούσε τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Αθηνάς. Ο ιεροφάντης των Ελευσινίων, ύστερ’ από ένα όνειρο που είδε, τοποθέτησε κάτω από το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς, που ήταν στην Ακρόπολη, ένα μικρό ομοίωμα του Αχιλλέως. Και αυτό, κατά το Ζώσιμο, έσωσε την πόλη!…

Επιδρομή του Αλαρίχου.

Σε θαύμα της θεάς Αθηνάς, που εξακολουθούσε πάντοτε να προστατεύει την πόλη, αποδίδει ο Ζώσιμος και τη σωτηρία της Αθήνας από την επιδρομή του Αλαρίχου, όταν κατέβηκε (περί το 395) με τους Γότθους στην Αττική. Τότε εμφανίστηκε, στην κρισιμότερη στιγμή της μάχης, στα τείχη η Πρόμαχος Αθηνά με την πανοπλία της. Ο αρχηγός των Γότθων τρόμαξε και αποφάσισε να λύσει την πολιορκία. Από τα γραφόμενα του Ζωσίμου προκύπτει ότι, ως το τέλος του 4ου αιώνα ήταν ακόμη στη θέση του το χάλκινο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς στην Ακρόπολη. Και από τις ανασκαφές των τελευταίων χρόνων διαπιστώθηκε ότι, η Αθήνα στην επιδρομή του Αλαρίχου ήταν καλά περιτειχισμένη. Είχε τον εξωτερικό περίβολο (τείχος Θεμιστοκλή και Αδριανού), επισκευασμένο και ενισχυμένο μετά την επιδρομή των Ερούλων (257), και ένα μικρότερο εσωτερικό τείχος, γύρω από την Αγορά (υστερορωμαϊκό). Επί πλέον ήταν ισχυρά οχυρωμένη και η Ακρόπολις. Και ο χριστιανός Αλάριχος, περισσότερο από τη θεά των εθνικών, φοβήθηκε μήπως φθάσουν ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη και προτίμησε να συνθηκολογήσει με τους Αθηναίους, που του πλήρωσαν και βαρύτατες αποζημιώσεις. Ο Αλάριχος επισκέφθηκε ειρηνικά την Ακρόπολη και έπειτα έφυγε για την Πελοπόννησο, όπου συνέχισε το έργο της καταστροφής. Κατά το Ζώσιμο, ο Αλάριχος «δώρα λαβών, ανεχώρει την τε πόλιν αβλαβή και την Αττικήν πάσαν καταλιπών». Κατά το Φιλοστόργιο όμως «Αλάριχος … τας Αθήνας είλεν». Ο Ζώσιμος αναφέρει ακόμη ότι οι Αθηναίοι υποδέχτηκαν τον Αλάριχο με τιμές, ότι λούστηκε στην πόλη και έλαβε μέρος σε μεγάλη συνεστίαση με τους λογάδες και τους φιλοσόφους.

Αν η Αθήνα σώθηκε από τα στίφη του Αλαρίχου, δε συνέβηκε το ίδιο με την υπόλοιπη Ελλάδα. Σφαγή και λεηλασία συνόδευαν το πέρασμα των Γερμανών Γότθων και οι αγροίκοι και φανατικοί καλόγεροι, που περιστοίχιζαν τον αρχηγό τους, καταστρέφαν συστηματικά τα αρχαία μνημεία και τα αγάλματα. Τότε έπαθε μεγάλες καταστροφές και το ιερό της Ελευσίνος και έπαυσε να λειτουργεί, αφού σκότωσαν τους τελευταίους ιερείς του. Και σα να μην έφθαναν οι καταστροφές από τον Αλάριχο, αλλά ο διάδοχος του Θεοδοσίου Α΄ Αρκάδιος (395 – 408), έδωκε καινούργιο χτύπημα εναντίον των αρχαίων ιερών, αφαιρώντας από αυτά τα εισοδήματά τους. Με τον τρόπο αυτό τα καταδίκασε σε μαρασμό και εξαφάνιση. Ένας ξένος, που έφθασε στην Αθήνα την εποχή εκείνη (γύρω στα 400), ο Συνέσιος εκ Κυρήνης, γράφει για την πόλη ότι δεν της απόμειναν παρά ονομασίες από ένδοξους τόπους και κτίρια, που τώρα τα έχουν εγκαταλείψει. Και από αυτή την Ποικίλη Στοά είχαν αφαιρέσει τους πίνακες που είχε ζωγραφίσει τον καιρό του Περικλή ο ζωγράφος Πολύγνωστος. «Και η Αθήνα» προσθέτει ο Συνέσιος «που ήταν άλλοτε η πόλη των σοφών, τώρα υπερηφανεύεται για τους μελισσουργούς της». Και παρομοιάζει, την Αθήνα που βρήκε, με το δέρμα σφαγμένου ζώου, που όταν το βλέπει κανένας σκέπτεται πως κάποτε υπήρχε σ’ αυτό και το ζώο.

Αθηναΐς.

Λίγο καιρό μετά την επιδρομή των Γότθων ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου μία ευφυεστάτη και ωραία Αθηναία. Ήταν κόρη του σοφιστή Λεοντίου. Ονομαζόταν Αθηναΐς και όταν παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408 – 450), διάδοχο του Αρκαδίου, βαφτίστηκε (το 421) και πήρε το όνομα της Ευδοκίας, με το οποίο έμεινε γνωστή στην ιστορία. Δύο χρόνια αργότερα ανακηρύχτηκε Αυγούστα. Η Ευδοκία υποστήριξε την Αθήνα και τα ελληνικά γράμματα. Είχε απόλυτη επιρροή στον αυτοκράτορα, που ήταν αδύνατος χαρακτήρας και τον απασχολούσε περισσότερο η καλλιγραφία από τις υποθέσεις του κράτους. Η πανίσχυρη όμως Ευδοκία βρήκε την αντίδραση της αδελφής του Θεοδοσίου Πουλχερίας. Και είναι γνωστό το μίσος που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο γυναικών. Η Πουλχερία, συνεννοήθηκε με αυλικούς, συκοφάντησε την Ευδοκία στον αυτοκράτορα ότι είχε ερωτικές σχέσεις με τον αυλικό Παυλίνο. Ύστερ’ από τη συκοφαντία, ο Παυλίνος θανατώθηκε και η Ευδοκία εξορίστηκε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στα Ιεροσόλυμα. Εκεί έμεινε 19 χρόνια, ως το θάνατό της (460). Καταγινόταν σε φιλανθρωπικά έργα και έγραψε βιβλία με θρησκευτικό κυρίως περιεχόμενο, που αναφέρονται όμως και ορισμένα πολιτικά γεγονότα. Εξομολογουμένη στην επιθανάτιο κλίνη αρνήθηκε κάθε ένοχη σχέση με τον Παυλίνο.

Διωγμοί Αθηναίων.

Η Πουλχερία καταδίωξε, όχι μόνο την Ευδοκία, αλλά και τους Έλληνες. Θρησκόληπτη, καθώς ήταν, έπεισε τον αδελφό της να αρχίσει άγριο διωγμό εναντίον των εθνικών Ελλήνων. Στο διωγμό αυτό τα μεγαλύτερα πλήγματα τα έπαθε η Αθήνα, που εξακολουθούσε να είναι το μεγάλο εθνικό κέντρο. Όσοι Αθηναίοι δεν ήταν χριστιανοί, καταδιώχτηκαν. Η Βουλή του Αρείου Πάγου διαλύθηκε και αφαιρέθηκε από την Αθήνα η αυτοδιοίκηση και η ελευθερία. Πολλά ιερά και μνημεία καταστράφηκαν στο μεγάλο διωγμό του Θεοδοσίου Β΄. Τα πηγάδια των Αθηναίων γέμισαν από σπασμένα αγάλματα των αρχαίων θεών και από έργα τέχνης που συνδεόνταν με την παλιά θρησκεία. Και σα να μην έφθαναν αυτά, ο Θεοδόσιος έστειλε στην Αθήνα ένα πατρίκιο, για να σφραγίσει τους ναούς και να φέρει στο Βυζάντιο τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά έργα. Και πριν από το διωγμό του Θεοδοσίου, οι μεγάλοι ναοί της Αθήνας είχαν παύσει να λειτουργούν, αλλά είχαν μείνει απείραχτοι ως την εξορία της Ευδοκίας, προφανώς χάρη στην επέμβασή της.

Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος, που έφθασε στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη το 429, ανέβηκε να προσκηνήσει στον Παρθενώνα. Βρήκε όμως το ναό κλειστό και σφραγισμένο, γιατί τις ημέρες εκείνες είχαν φθάσει οι διαταγές του Θεοδοσίου. Περίλυπος κατέβηκε από την Ακρόπολη και πήγε στο Ασκληπιείο, που βρισκόταν στους πρόποδες. Βρήκε όμως και το Ασκληπιείο κλειστό. Και κατόρθωσε τη νύχτα κρυφά – ίσως με τη βοήθεια του φύλακα, που θα ήταν εθνικός – να μπει στο ιερό του Ασκληπιού και να προσευχηθεί. Ήταν οι τελευταίες ημέρες των αθηναϊκών ιερών, που επί αιώνες είχαν δοξάσει την πόλη. Ο Θεοδόσιος είχε δώσει πρόσταγμα να τα κλείσουν και να χαράξουν ένα σταυρό «προς εξαγνισμόν».

Λεηλασία ιερών επί Θεοδοσίου Β΄.

Τα τελευταία χρόνια της μακράς βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ – που η ιστορία τον ονόμασε «Μικρό» -]άρχισε η συστηματική λεηλασία των αθηναϊκών ιερών και η μεταφορά των αγαλμάτων και των άλλων καλλιτεχνημάτων, που τα κοσμούσαν, στην Κωνσταντινούπολη. Οι απεσταλμένοι του Θεοδοσίου ξεπέρασαν σε πνεύμα καταστροφής τις οδηγίες του αυτοκράτορα. Γκρέμισαν ναούς για να πάρουν τις κολώνες και να τις πάνε στην Κωνσταντινούπολη και μάζεψαν τα σπουδαιότερα αγάλματα. Τότε, λέγουν, πως μεταφέραν στην Κωνσταντινούπολη και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, που βρισκόταν στον Παρθενώνα. Δηλαδή, ό,τι είχε απομείνει από αυτό, γιατί το χρυσάφι είχε αφαιρεθεί από πολύ παλαιότερα. Επί του Θεοδοσίου του Μικρού μεταφέρθηκαν στη νέα πρωτεύουσα καλλιτεχνικοί θησαυροί, όχι μόνο από την Ακρόπολη και την Αθήνα, αλλά και από όλα τα ιερά της Ελλάδος, που κυριολεκτικά λεηλατήθηκαν. Πολλά από τα αγάλματα δεν έφθασαν ποτέ στην Κωνσταντινούπολη. Τα φόρτωναν σε μικρά ιστιοφόρα και, καθώς ήταν βαριά και κακοφορτωμένα, βούλιαζαν εύκολα στην πρώτη τρικυμία. Άλλα πάλι αγάλματα τα έθαβαν στη γη ή τα ρίχναν σε πηγάδια, οι ίδιοι οι εθνικοί Αθηναίοι, ελπίζοντας πως κάποτε θα μπορέσουν να τα αναστηλώσουν. Ίσως, τότε να ενταφιάστηκαν στη γη και τα θαυμάσια χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν πριν από λίγα χρόνια στον Πειραιά. Εκεί που βρέθηκαν, ήταν στην αρχαιότητα ο Ναός του Διός Σωτήρος. Και, πιθανόν, κάποιος από τους ιερείς του ναού να τα έκρυψε στη γη, για να τα σώσει…

Παρακμή της Αθήνας.

Μαζί με τη μεταφορά των αθηναϊκών καλλιτεχνημάτων στην Κωνσταντινούπολη, άρχισαν να πηγαίνουν εκεί και πολλοί Αθηναίοι για να βρουν δουλειά. Ωστόσο, μερικές φιλοσοφικές σχολές εξακολουθούσαν ακόμη να λειτουργούν με ονομαστούς σοφιστές, τον Προαιρέσιο, Λιβάνιο, Λεόντιο, Πλούταρχο, Πρόκλο και να τραβούν ξένους. Άλλοι όμως σοφιστές προτιμούσαν το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, που πλήρωνε μεγάλους μισθούς. Η εθνική Αθήνα άρχισε να φθίνει. Τα ιερά είχαν κλείσει και οι Αθηναίοι λάτρευαν στα σπίτια τους κρυφά τους αρχαίους θεούς. Ομαδικοί διωγμοί εναντίον των εθνικών της Αθήνας δε σημιεώθηκαν, όπως σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Σ’ αυτό είχε συντελέσει το ήμερο των κατοίκων και γιατί οι Αθηναίοι χριστιανοί εξακολουθούσαν να είναι μικρή μειοψηφία. Η μεγάλη πλειοψηφία έμεινε εθνική. Για το λόγο αυτό στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες η Εκκλησία των Αθηνών δεν έπαιξε ρόλο. Από καιρό σε καιρό αναφέρονται τα ονόματα επισκόπων της, που έλαβαν μέρος σε συνόδους, όπως ο Επίσκοπος Πιστός στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), ο Μόδεστος στην Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο (431), ο Αθανάσιος στη Σύνοδο της Κορίνθου (458), ο Ανατόλιος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (469). Η Επισκοπή των Αθηνών υπαγόταν ακόμη στην πρεσβυτέρα Εκκλησία της Ρώμης.

Από το Θεοδόσιο Β΄ ως τον Ιουστινιανό πέρασαν ογδόντα χρόνια ησυχίας για τους Αθηναίους. Οι μεγάλες επιδρομές των Ούννων και των άλλων βαρβάρων, που έγιναν στο Βυζαντινό κράτος, δεν έφθασαν ως την Αττική. Στην ειρηνική αυτή περίοδο η Αθήνα διατήρησε κάποια αυτοδιοίκηση. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες, μετά το Θεοδόσιο Β΄, σεβάστηκαν τις ελευθερίες που είχαν δώσει οι προκάτοχοί τους Ρωμαίοι στους Αθηναίους. Η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή και οι άλλες αρχές, φαίνεται πως ξαναλειτούργησαν, έστω και σε υποτυπώδη μορφή. Οι Επώνυμοι άρχοντες εξακολουθούν να εκλέγωνται από το λαό, τουλάχιστον ως το 500, που αναφέρεται από το Σουΐδα ο «άρχων Θεαγένης». Φυσικά, τα περισσότερα αξιώματα την εποχή εκείνη είχαν καταντήσει απλοί τιμητικοί τίτλοι, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

Στα χρόνια αυτά της ησυχίας για την Αθήνα, οι φιλοσοφικές σχολές σημειώνουν κάποια ακμή. Αυτό το χρωστούσαν και στο ότι η ελληνική γλώσσα άρχισε να κατακτά το επίσημο κράτος και να γίνεται ισότιμη με τη λατινική. Από την εποχή του Αρκαδίου τα ελληνικά εισάγονται, με νόμο, στα δικαστήρια και ο Θοεδόσιος Β΄ από τις 30 έδρες που είχε ορίσει για το Πανεπιστήμιο, οι 15 ήταν για την ελληνική γλώσσα και τη φιλολογία. Σ’ αυτό είχε παρακινηθεί και επηρεαστεί από τη γυναίκα του, την Αθηναία Ευδοκία. Ως την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού οι χριστιανοί αποτελούν ακόμη τη μειοψηφία στην Αθήνα. Τα κείμενα αναφέρουν μόνο «χριστιανούς Αθηναίους», που είχαν και τον επίσκοπό τους, και όχι συγκροτημένη και οργανωμένη «Επισκοπή Αθηνών». Τον καιρό του Ιουστινιανού έγινε η μετατροπή σε χριστιανικές εκκλησίες των αρχαίων ναών. Ως τότε χρησιμοποιούσαν σποραδικά για εκκλησίες μερικά ιερά που είχαν εγκαταλειφθεί. Όλοι οι άλλοι μεγάλοι αθηναϊκοί ναοί είχαν μείνει κλειστοί, λεηλατημένοι από τον εσωτερικό τους διάκοσμο και με χαραγμένο το σταυρό, που είχε διατάξει ο Θεοδόσιος Β’ για εξαγνισμό. Ο Ιουστινιανός, στη μακρά βασιλεία του, θα δώσει το τελευταίο χτύπημα στην εθνική Αθήνα και θα την εκχριστιανίσει.