Μερικοί ξένοι που έζησαν στην Αθήνα τα πρώτα οθωνικά χρόνια γράφουν ευνοϊκά για την κοινωνική ζωή της νέας πρωτεύουσας.
Και η Κυρία των Τιμών της Αμαλίας Ιουλία φον Νόρντενφλυχτ αναφέρει ότι, το 1838 μπορούσε να βρει κανείς στα αθηναϊκά καταστήματα τα πολυτελέστερα πράγματα. Γράφει επίσης η ίδια πως στις βασιλικές δεξιώσεις προσκαλούσαν πεντακόσια πρόσωπα και ότι πολλές από τις κυρίες ήταν ντυμένες με την τελευταία παριζιάνικη μόδα. Οι πληροφορίες αυτές ανταποκρίνονται, ίσως, στη ζωή που έκαναν μερικοί ξένοι και Έλληνες του εξωτερικού. Ιδίως οι Φαναριώτες, που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση και έφεραν μαζί τους τις ευρωπαϊκές μόδες και το δυτικό τρόπο ζωής. Η αστική όμως τάξη, ακόμη και οι ευπορώτεροι από τους Αθηναίους, ζούσαν πολύ μετριοφρονέστερα. Το αθηναϊκό σπίτι στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας κρατάει πάντα το φτωχό και περιορισμένο χαρακτήρα του. Συμπληρώνεται όμως με τη γραφικότητα που του δίνει η απαραίτητη αυλή με το περιβόλι της, το πηγάδι με την κλιματαριά, η γαζία και τα λουλούδια που εξωράιζαν την αυλόπορτα και τη φτωχική πρόσοψη του σπιτιού.
Κοσμική ζωή.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής γράφει για την Αθήνα του 1835 ότι, μετά τη μεταφορά και την εγκατάσταση των αρχών στη νέα πρωτεύουσα «συνέρευσε τάχιστα και πάσα η κοινωνία της Αθήνας ερημωθέντος σχεδόν του Ναυπλίου». Και προσθέτει: «Όσον αφελής και αν ήτο τότε η αθηναϊκή κοινωνία αι διασκεδάσεις όμως και αυταί αι ταραχωδέστεραι δεν έλειπαν απ’ αυτής». Ο αρχαιολόγος Ρως μας πληροφορεί για την Αθήνα των χρόνων εκείνων ότι, ήταν μια μικρή πόλη που δεν υπήρχαν, ούτε μέγαρα, ούτε αίθουσες. «Ακόμη και το σπίτι» γράφει ο Ρως «του πρέσβυ της Βαυαρίας και πρώην αντιβασιλέως Κόβελ – που χρησίμευε και για Γερμανική πρεσβεία – δεν ήταν καλύτερο από ένα παράπηγμα καπήλου». Το πιο κοσμικό σπίτι ήταν του προέδρου της Αντιβασιλείας Άρμανσπεργ, όπου δίδονταν χοροί και επίσημες δεξιώσεις. Πήγαινε πάντοτε ο Όθων και διαπρέπαν οι ωραίες κόρες του Άρμανσπεργ και η φιλόδοξη γυναίκα του. Ο νεαρός Βασιλιάς φαίνεται πως είχε ερωτευθεί τη μία από τις κόρες. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως το ειδύλιο το υποβοηθούσε η ίδια η κυρία Άρμανσπεργ, που φιλοδοξούσε να δει την κόρη της βασίλισσα της Ελλάδος. Γι’ αυτό και οι κοσμικοί κύκλοι την είχαν βαφτίσει: «Η κυρία Βασιλομήτωρ».
Αθηναϊκές καλλονές.
Ένα άλλο σπίτι, που για μια δεκαετία κράτησε τα σκήπτρα στην πνευματική και κοινωνική ζωή, ήταν του Μιχαήλ Βόδα. Εκεί μαζεύονταν ο κόσμος των γραμμάτων και της πολιτικής, αλλά και οι ωραίες Αθηναίες. Και ήταν πλούσια τότε η Πρωτεύουσα σε καλλονές. Η Ασπασία Δοντά, η κόρη του αξιωματικού Αλαμάνου, που το πορτραίτο της δημοσιεύθηκε στις αγγλικές εφημερίδες και τα περιοδικά, η Ελένη Γεωργαντά, η Αργυροπούλου, η Ζωή Μαυροκορδάτου, η Ρόζα Μπότσαρη και η αδελφή της, οι κόρες Λιανοσταφίδα, η Φωτεινή Μαυρομιχάλη και πολλές άλλες, είχαν δημιουργήσει πραγματικό θρύλο για την αθηναϊκή καλλονή. Ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, όταν ήλθε στην Αθήνα το 1835, έγραφε ότι είχε μείνει κατάπληκτος «από την περίσσειαν των ωραίων γυναικών, αίτινες ενθυμίζουσι τους αμιγεστέρους τύπους της κλασικής αρχαιότητος». Και φυσικά η μαρτυρία του ποιητή και καλλιτέχνη ηγεμόνα έχει την αξία της. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι και την εποχή της Τρουρκοκρατίας η Αθήνα φημιζόταν για τα ωραία κορίτσια της. Το βεβαιώνουν πολλοί περιηγητές στα βιβλία τους και αυτός ακόμη ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπής.
Η αστική τάξη. Α
ν σε λίγα αθηναϊκά σπίτια επικρατούσαν οι ευρωπαϊκές συνήθειες, εντελώς διαφορετικές ήταν οι αντιλήψεις στο λαό και στην αστική τάξη, που δεν καλόβλεπαν μάλιστα την ανώτερη κοινωνία για τη ζωή που έκανε. Εκεί οι διασκεδάσεις ήταν απλούστερες. Το κρασί, ο χαλβάς με σιμιγδάλι και η κολοκυθόπιτα, αποτελούσαν την πολυτέλεια στις «βεγκέρες» των αστικών σπιτιών, όπου έπαιζαν αθώα παιχνίδια και η βραδυά συμπληρωνόταν με λίγη μουσική και απαγγελία. Κομμάτια από ιταλικές όπερες και ελληνικά τραγούδια, με τη συνοδεία κιθάρας, αποτελούσαν το μουσικό ρεπερτόριο της βεγκέρας. Η ελληνική φορεσιά διατηρήθηκε για χρόνια στην αστική τάξη και το λαό. Η οικογένεια ζούσε απομονωμένη και η γυναίκα περιορισμένη. Οι ευρωπαϊκοί χοροί άργησαν να εισαχθούν. Αλλά και στους ελληνικούς χορούς οι άντρες με τις γυναίκες δεν έδιναν τα χέρια. Κρατούσε ο ένας τον άλλο από το μαντήλι «προς αποφυγήν επαφής και παρεξηγήσεων». Όταν πρωτοφάνηκαν στην Αθήνα Έλληνες με ευρωπαϊκά ρούχα, τα παιδιά τρέχαν από πίσω και τους φώναζαν: «Φραγκολελέγκους»! … Όσους ξυρίζονταν τακτικά και φρόντιζαν για την εξωτερική τους εμφάνιση τους θεωρούσαν θηλυπρεπείς. Ύποπτες ήταν και οι γυναίκες που πλένονταν συχνά. Από τότε βγήκε και ο χαρακτηρισμός της «παστρικιάς», για τις λιγότερο σοβαρές κυρίες.
Η διαπόμπευση.
Βάρβαρες ήταν και οι τιμωρίες που επιβάλαν την εποχή εκείνη. Τους κλέφτες και τις μοιχαλίδες τους γύριζαν επάνω σ’ ένα γάιδαρο, καβάλα ανάποδα, με γιουχαϊσμούς και λιθοβολισμούς. Από την «πομπή» που τους ακολουθούσε, έμεινε και η έκφραση: «Αυτή έχει τις πομπές της». Το έθιμο κράτησε ως το 1858 και απαγορεύθηκε ύστερα από τον τραγικό θάνατο μιας αμαρτωλής, την ώρα που την «διαπόμπευαν» και την λιθοβολούσαν. Η διαπόμπευση γινόταν κάτω από την Ακρόπολη, κοντά στο Διονυσιακό θέατρο.
Εισροή Ελλήνων και ξένων.
Οι κοινωνικές αυτές αντιλήψεις, υπόλειμμα των χρόνων της σκλαβιάς και αρχαίων εθίμων, με τον καιρό παραμερίστηκαν από τους ξένους και τους Έλληνες που ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Αν η Πρωτεύουσα είχε μείνει μόνο με τους αυτόχθονες κατοίκους, τους «Γκάγκαρους», περιορισμένους σε κοινωνική ζωή και παντός σε οικονομικά μέσα, ασφαλώς θα γινόταν η πόλη που προεξοφλούσαν οι στενοκέφαλοι των πρώτων χρόνων της ελευθερίας. Η πολιτεία των τριάντα ή σαράντα χιλιάδων κατοίκων. Ευτυχώς, όμως, που ο πληθυσμός της Πρωτεύουσας, εκτός από τους αυτόχθονες Αθηναίους – που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα της Ελευθερίας και αποτέλεσαν τον πυρήνα στη νεώτερη πόλη – συμπληρώθηκε από όλα τα μέρη της Ελλάδος και από τη μεγάλη δεξαμενή των Ελλήνων του εξωτερικού. Ο πάππος μου Αναστάσιος Κ. Στασινόπουλος, Μεσολογγίτης την καταγωγή, ήλθε στην Αθήνα το 1842 από το εξωτερικό, που είχε σπουδάσει νομικά και έγινε δικηγόρος. Έπειτα ακολούθησε το δικαστικό κλάδο. Λίγο αργότερα ήλθε από την Πελοπόννησο και ο εκ μητρός πάππος μου Επαμεινώνδας Αθανασιάδης, για να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο και έμεινε από τότε μονίμως στην Αθήνα. Σημείωσα τις δύο περιπτώσεις, για να υπογραμμίσω ότι και αυτοί οι Αθηναίοι του 1840 και 1850, όταν η Πρωτεύουσα ήταν μια μικρή πολιτεία, λίγων χιλιάδων κατοίκων, ήταν οι περισσότεροι ξένοι.
Αυτόχθονες και ετερόχθονες.
Από τους Έλληνες του εξωτερικού και τους ξένους που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, την πρώτη θέση παίρνουν όσοι ήλθαν στην Επανάσταση και ευθύς μετά την απελευθέρωση, για να μείνουν στην ελεύθερη πια Αθήνα. Με κοινωνικά προσόντα και γραμματισμένοι οι περισσότεροι, ήταν φυσικό να πάρουν σημαντικές θέσεις στην κρατική ιεραρχία. Οι συντηρητικοί Παλαιοελλαδίτες σκανδαλίζονταν από το φράγκικο φέρσιμό τους και τους κακόβλεπαν, γιατί πίστευαν πως τους είχαν πάρει τις δημόσεις θέσεις. Σε μερικά χρόνια η αντίθεση μεταξύ «ντόπιων» και «επήλυδων» θα πάρει οξύτατο πολιτικό χαρακτήρα. Η Εθνοσυνέλευση του 1843, που ακολούθησε την ανακήρυξη του Συντάγματος, θα εγκρίνει το άθλιο εκείνο ψήφισμα «περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων», που διαιρούσε τον Ελληνισμό και ήθελε να αποκλείσει από τις κρατικές υπηρεσίες τους Έλληνες που είχαν έλθει από το εξωτερικό μετά την απελευθέρωση. Και στους δρόμους της Αθήνας θα τραγουδιέται με πάθος από τους οπαδούς του Κωλέττη:
Πέντε πήχες φουστανέλλα, βράζουν τα ψηλά καπέλα.
Τα «αθηναϊκά τζάκια».
Η αντίθεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων είχε εκδηλωθεί και στην κοινωνική ζωή της Αθήνας. Έγινε φανερώτερη όταν η Αμαλία παντρεύτηκε τον Όθωνα και επρόκειτο να σχηματιστεί το αυλικό περιβάλλον. Οι Αγωνιστές ζητούσαν να πάρει αυτούς ο Όθων στο παλάτι και οι Φαναριώτες επιδίωκαν το ίδιο, έχοντας συνηγόρους τη μόρφωσή τους και το ευρωπαϊκό φέρσιμό τους. Η Αμαλία προσπάθησε να δώσει τη λύση. Πάντρεψε τα παιδιά των Αγωνιστών με τα παιδιά των Φαναριωτών και δημιουργήθηκε έτσι μια καινούργια γενεά, τα «αθηναϊκά τζάκια, που αποτελέσαν ολόκληρο τον περασμένο αιώνα την ανώτερη και ιθύνουσα τάξη της Πρωτεύουσας. Επιγραμματικά ο Κολοκοτρώνης έλεγε στο γάμο του γιου του Κολλίνου με την κόρη του Φαναριώτη άρχοντα Καρατζά, ότι «έσμιξε η γούνα με την κάπα». Και πρέπει να σημειώσουμε, προς τιμή του Όθωνος, ότι σε όλο το διάστημα της βασιλείας του η ιδιαίτερη προτίμησή του ήταν στραμμένη στους Αρχηγούς του Αγώνα που επιζούσαν ακόμη. Και φρόντιζε να μπαίνουν στο παλάτι μόνο άνθρωποι που είχαν προσφέρει εθνικές υπηρεσίες στον τόπο. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τη δεύτερη δυναστεία.
Οι Εθνικοί Ευεργέτες.
Μια άλλη κατηγορία εθνικών ανδρών, στην οποία χρωστάει πολλά η Πρωτεύουσα, είναι η μεγάλη τάξη των Ευεργετών. Σ’ αυτούς οφείλονται όλα σχεδόν τα ευαγή ιδρύματα, τα φιλανθρωπικά καταστήματα και τα ωραιότερα κτίρια της Αθήνας του περασμένου αιώνα. Το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο, το Αστεροσκοπείο, ο Μητροπολιτικός Ναός, το Οφθαλμιατρείο, το Αρσάκειο, το Παναθηναϊκό Στάδιο και άλλα ακόμη, που διατηρούνται και σήμερα και λαμπρύνουν την Πρωτεύουσα, είναι έργα ιδιωτικής ευεργεσίας.
Στη μεγάλη αυτή τάξη των Εθνικών Ευεργετών ανήκουν όλοι εκείνοι οι εξαίρετοι πατριώτες, που μόχθησαν και πλούτισαν στο εξωτερικό και χρησιμοποίησαν τον πλούτο τους όχι μόνο για το «ευ ζην», αλλά και για το «ευ πράττειν». Πολλοί από αυτούς είχαν βάλει πρόγραμμα της ζωής τους να αποκτήσουν χρήματα, για να βοηθήσουν την Ελλάδα. «Πρέπει να μείνωμεν ανύπανδροι» έγραφε ο Κωνσταντίνος Ζάππας στον εξάδελφό του Ευαγγέλη, όταν ο τελευταίος τον συμβούλευε να παντρευτεί «ώστε απερίσπαστοι από τας οικογενειακάς μερίμνας να αφιερωθώμεν εξ ολοκλήρου εις την εξυπηρέτησιν της Πατρίδος μας». Η μεγάλη αυτή γενεά των Εθνικών Ευεργετών αρχίζει την εποχή της πρώτης δυναστείας και ξεφτάει με το τέλος του αιώνα. Η εποχή μας είναι μάλλον φειδωλή σε δείγματα ευποιΐας, παρά τις τεράστιες περιουσίες που έχουν αποκτήσει σήμερα πολλοί Έλληνες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια έχει μετατραπεί, σε πολλές περιπτώσεις, το Ελληνικό κράτος σε «ευεργέτη» της πλουτοκρατίας … Εντούτοις και στον 20ο αιώνα δεν έλειψαν οι δωρεές και οι ευεργεσίες προς την Πόλη. Θα μας δοθεί η ευκαιρία, να αναφέρουμε αναλυτικά τους παλαιότερους και νεώτερους Εθνικούς Ευεργέτες, στον ιδιαίτερο τόμο που θα περιλάβει τα Ιστορικά Κτίρια της Αθήνας. Στον τόμο αυτό θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα και με τους αρχιτέκτονες που δημιούργησαν τα μνημειακά αυτά κτίρια.
Οι πλουτοκράτες.
Από το τέλος του περασμένου αιώνα και κυρίως από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε φτερά στο μικρό βασίλειο, έρχονται και εγκαθίστανται στην Αθήνα διαδοχικά κύματα πλούτου. Τα «σλέπια» του Σουλινά και το «Χαβιαρόχανο» της Πόλης θα μας στείλουν τους πρώτους πλούσιους, που θα χτίσουν τα μέγαρά τους στην Πρωτεύουσα. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ελλάδα, τα εύκολα κέρδη των δύο παγκοσμίων πολέμων, ιδίως στον τομέα της εμπορικής ναυτικίας, δημιούργησαν μια τάξη πλούτου στην Πρωτεύουσα. Και οι πλουτοκράτες αυτοί θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια «ψευτοαριστοκρατία», σ’ έναν τόπο που από το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) δεν αναγνώρισε τίτλους και διακρίσεις ούτε σ’ αυτούς τους Αγωνιστές της Ελευθερίας. Ο Σπ. Μαρκεζίνης στην «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», γράφει για την αθηναϊκή κοινωνία: «Το περίεργον είναι ότι από της εποχής του Όθωνος και εντεύθεν, συναντά κανείς ωρισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών προέχουν η τάσις προς την πολυτέλειαν, η επίδειξις και ο μιμητισμός ενός ψευτοαριστοκρατισμού. Και – το σπουδαιότερον – πάντα ταύτα συμβαίνουν εις μίαν κοινωνίαν με πλαίσιον δημοκρατικόν, ως είναι η ελληνική».