Στα δέκα πρώτα χρόνια της οθωνικής περιόδου η Ελλάς κυβερνήθηκε με απόλυτη μοναρχία. Στην αρχή την κυβέρνηση ασκούσε η Αντιβασιλεία (1833 – 1835) και έπειτα ο Όθων, όταν έγινε ενήλικος.
Στο διάστημα της δεκαετίας, ούτε Βουλή λειτούργησε, ούτε οργανωμένα κόμματα υπήρχαν. Η Αντιβασιλεία, μάλιστα, φρόντισε να απομακρύνει από την Ελλάδα τους αρχηγούς των τριών κομμάτων. Τους διόρισε πρέσβεις στο εξωτερικό. Και ήταν οι τρεις αρχηγοί: του ρωσικού κόμματος ο Ανδρέας Μεταξάς, του αγγλικού ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και του γαλλικού ο Ιωάννης Κωλέττης. Οι Έλληνες υπουργοί υποβιβάστηκαν σε «γραμματείς» της Αντιβασιλείας και πλήθος από ξένους υπαλλήλους – οι περισσότεροι ήταν Βαυαροί – πήραν σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Η επίσημη αλληλογραφία γινόταν ελληνικά και γερμανικά.
Η απόλυτος μοναρχία.
Η Αντιβασιλεία δεν περιόρισε μόνο τις πολιτικές ελευθερίες, αλλά φίμωσε και τον τύπο, με αποτέλεσμα όλοι να στραφούν εναντίον της. Και ήταν φυσικό, με ενθουσιασμό να γιορταστεί από το λαό η ενηλικίωση του Βασιλιά και η απαλλαγή του από την Αντιβασιλεία. Ο Όθων, όμως, διόρισε τον Άρμανσπεργ πρωθυπουργό και τον αφήκε Αντιβασιλέα, όταν πήγε στη Γερμανία (1836) για να παντρευτεί την Αμαλία. Γυρίζοντας στην Ελλάδα από τη Γερμανία, έφερε μαζί του και τον αντικαταστάτη του Άρμανσπεργ. Ήταν ο Βαυαρός καθηγητής Ιγνάτιος Ρούδαρτ. Ο νέος πρωθυπουργός προσπάθησε να εξυπηρετήσει το Θρόνο και να γίνει ωφέλιμος στους Έλληνες. Εισηγήθηκε στον Όθωνα την απομάκρυνση των Βαυαρών από την Ελλάδα. Ο Όθων διαφώνησε στην πρόταση του πρωθυπουργού του. Και ο Ρούδαρτ παραιτήθηκε (8 Δεκεμβρίου 1837). Μετά την αναχώρηση του Ρούδαρτ, πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου έγινε ο ίδιος ο Όθων. Για τέσσερα χρόνια ήταν συγχρόνως βασιλιάς και πρωθυπουργός. Και μόνο το 1841 διορίστηκε πρωθυπουργός ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Έπρεπε να περάσουν οκτώ χρόνια, από τότε που ήταν ο Όθων στην Ελλάδα, για να διοριστεί Έλλην πρωθυπουργός!
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου.
Ο Όθων συνέχισε την απολυταρχία του και μετά το διορισμό του Μαυροκορδάτου. Δεν ήθελε να δώσει σύνταγμα, ούτε πολιτικές ελευθερίες. Στο σπίτι του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, που ήταν άλλοτε ηγεμόνας της Μολδαβίας, οργανώθηκε η Επανάσταση, που έδωκε το πρώτο σύνταγμα στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή της. Τα μεσάνυχτα της 2 – 3 Σεπτεμβρίου 1843 η φρουρά των Αθηνών, με αρχηγό το συνταγματάρχη Δ. Καλλέρη, περικύκλωσε τα ανάκτορα και εμπόδισε την είσοδο σ’ αυτά. Δεν αφήκε ούτε τους ξένους πρέσβεις, που ζήτησαν να επισκεφθούν τον Όθωνα. Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς αρχηγούς γνώριζαν το κίνημα και το ευνοούσαν. Είχε συμφωνηθεί, μάλιστα, ο Καλλέργης να φέρει το στρατό μπροστά στα ανάκτορα, ο Μακρυγιάννης τους παλιούς στρατιώτες των ατάκτων σωμάτων και ο Δήμαρχος Καλλιφρονάς να μαζέψει το λαό, για ν’ αναγκάσουν τον Όθωνα να δεχτεί τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Ο κόσμος στην αρχή ήταν φοβισμένος και δεν έβγαινε στο δρόμο και η χωροφυλακή είχε περικυκλώσει το σπίτι του Μακρυγιάννη. Εκεί έγινε και η μοναδική συμπλοκή της νύχτας εκείνης και σκοτώθηκε ένας ενωματάρχης. Ήταν το μόνο θύμα από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, που την έχει αποθανατίσει ένας κεντρικός αθηναϊκός δρόμος: η οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου. Έπειτα οι Αθηναίοι ξεθάρρεψαν και άρχισαν να μαζεύωνται κάτω από το παλάτι.
Ο Όθων εργαζόταν στο γραφείο του, όταν ο στρατός με μουσική και ζητωκραυγές για το «σύνταγμα» έφθασε στα ανάκτορα. Ο Βασιλιάς έμεινε κατάπληκτος όταν έμαθε πως είχει γίνει κίνημα. Το βράδυ οι υπουργοί του τον είχαν βεβαιώσει «πως δε θα σάλευε ποντικός την ουρά του». «Μπορείται να κοιμηθήτε, Μεγαλειότατε, ήσυχος» του είπε ο υπουργός των Στρατιωτικών Α. Βλαχόπουλος «οι επαναστάτες είναι στην καπάντζα (φάκα) αν κινηθούν». Και πρόσθεσε ο υπουργός των Εσωτερικών Δ. Χρηστίδης: «Με δέκα σταυρούς (παράσημα), πέντε προβιβασμούς και λίγα κομμένα κεφάλια, όλα θα ησυχάσουν». Και όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις της Κυβερνήσεως, το κίνημα είχε εκραγεί και το παλάτι ήταν πολιορκημένο! Η Αμαλία όταν άκουσε το θόρυβο, έτρεξε τρομαγμένη στο γραφείο του Όθωνος και έμεινε κοντά του όλη τη νύχτα. «Να μη ματώση δάκτυλο Έλληνος» επαναλάμβανε η Αμαλία στους υπουργούς και στους αυλικούς που συσκέπτονταν με τον Όθωνα.
Αντιδράσεις Όθωνος.
Σε κάποια στιγμή ο Βασιλιάς παρουσιάστηκε σ’ ένα παράθυρο του πρώτου πατώματος των ανακτόρων. Τον ακολουθούσε η Αμαλία και οι αυλικοί. «Τι θέλει ο στρατός ούτος; Τι ζητεί ο λαός;», ρώτησε δυνατά ο Όθων. Ο συνταγματάρχης Καλλέργης πλησίασε έφιππος κάτω από το παράθυρο. «Μεγαλειότατε!» του είπε «ευδοκήσατε να ικανοποιήσετε την αίτησιν του στρατού και του λαού ομογνωμόνως ζητούντων σύνταγμα!». Μια ωραία χαλκογραφία, που τυπώθηκε στο Λονδίνο, έχει αποθανατίσει τη σκηνή. «Να διαλυθώσι και θέλω μεριμνήσει περί της αιτήσεώς των», αποκρίθηκε οργισμένος ο Όθων. Κανένας όμως δεν άκουσε τη βασιλική προσταγή και ο στρατός έμεινε κάτω από το παλάτι ως τις τρεις το απόγευμα. Τότε ο Όθων υπέγραψε το διάταγμα που καλούσε την Εθνοσυνέλευση, κι’ ένα δεύτερο με τους υπουργούς της νέας κυβερνήσεως. Πρωθυπουργός γινόταν ο Α. Μεταξάς. Ο Όθων αναγκάστηκε, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, να υπογράψει και τρίτο διάταγμα. Σ’ αυτό εκφραζόταν η βασιλική ευαρέσκεια σε όσους είχαν λάβει μέρος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και η απονομή ειδικού παρασήμου.
Μετά την υπογραφή των τριών διαταγμάτων, λύθηκε η πολιορκία των ανακτόρων. Ο στρατός έκανε παρέλαση μπροστά από τον Όθωνα και την Αμαλία, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Βασιλιά και του συντάγματος. Κι’ έπειτα ξαναγύρισε στους στρατώνες του. Οι πολιτικοί είχαν πια το λόγο, χωρίς άλλη ανάμιξη του στρατού. Και αυτό θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό όλων των πολιτικών επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν στην Ελλάδα και θα γίνουν αναγκαστικά από το στρατό, που διαθέτει και τα όπλα. Θα είναι βραχύβιες. Αντίθετα, όλες οι δικτατορίες, που έχει υποστεί η Ελλάς κατά καιρούς, θα ζητήσουν να μονιμοποιήσουν την παραμονή τους στην εξουσία και τελικά θα ανατραπούν με τη βία.
Η Εθνοσυνέλευση του 1843.
Την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ακολούθησαν οι εκλογές για την Εθνοσυνέλευση. Επειδή όμως δεν υπήρχε εκλογικός νόμος, η κυβέρνηση Μεταξά χρησιμοποίησε τους νόμους και τις διατάξεις που ίσχυαν τον καιρό της Επαναστάσεως και του Καποδίστρια. Οι δύο άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, που βρίσκονταν στο εξωτερικό πρέσβεις – ο Κωλέττης, ήταν στο Παρίσι και ο Μαυροκορδάτος στην Κωνσταντινούπολη – γύρισαν στην Ελλάδα. Δεν πήραν όμως ενεργό μέρος στην κυβέρνηση. Έγιναν υπουργοί «άνευ χαρτοφυλακίου», με ψήφο στο υπουργικό συμβούλιο. Ο θεσμός αυτός, του «υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου», καθιερώθηκε από τότε. Οι εκλογές κράτησαν ένα μήνα και η Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της την 8 Νοεμβρίου 1843, με μεγάλη επισημότητα. Έγινε δοξολογία στο Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης και αφού ορκίστηκαν οι πληρεξούσιοι, πήγε και ο Όθων το απόγευμα στη Συνέλευση, μέσα σε επευφημίες και ζητωκραυγές, για να διαβάσει το βασιλικό λόγο. Για βουλευτήριο χρησιμοποίησαν το πρώτο παλάτι που είχε εγκατασταθεί ο Όθων (σπίτι του Κοντόσταυλου) στην οδό Σταδίου. Η μεγάλη αίθουσα των δεξιώσεων, που είχε προσθέσει ο Όθων, έγινε αίθουσα των συνεδριάσεων. Φρούραρχος της Εθνοσυνελεύσεως διορίστηκε ο Καλλέργης και η φρουρά των Αθηνών είχε αναλάβει να εξασφαλίσει την τάξη και ν’ απαγορεύει στους αξιωματικούς και στους υπαξιωματικούς να μπαίνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και να δημιουργούν επεισόδια. Και δεν ήταν μόνο οι στρατιωτικοί που δημιουργούσαν ζητήματα και επεισόδια. Οι πρέσβεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, είχαν κατέβει και αυτοί στον πολιτικό αγώνα. Οι δύο πρέσβεις, της Γαλλίας ο Πισκατόρι και της Αγγλίας ο Λάυονς, όχι μόνο παρακολουθούσαν με τους διερμηνείς τους όλες τις συνεδριάσεις, αλλά προσεταιρίζονταν πληρεξουσίους, τους έκαναν τραπέζια, τους χάριζαν δώρα και φέρονταν σα πραγματικοί κομματάρχες.
Το Σύνταγμα του 1844.
Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση του 1843, μέσα σε πέντε μήνες, ετοίμασε και ψήφισε το πρώτο σύνταγμα της ελευθέρας Ελλάδος. Ρεκόρ σε ταχύτητα, αν συγκρίνουμε τους μήνες και τα χρόνια που κράτησαν οι κατοπινές εθνοσυνελεύσεις και αναθεωρητικές βουλές. Η Εθνοσυνέλευση μάλιστα του 1862, τόσο αργούσε, που ανάγκασε το Γεώργιο Α΄ να απειλήσει πως θά φευγε από την Ελλάδα, αν δεν ψήφιζαν το ταχύτερο το σύνταγμα. Όταν ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1844, ο Όθων ζήτησε να το τροποποιήσει. Η Εθνοσυνέλευση, σε μυστική συνεδρίαση, δε δέχτηκε καμμία από τις τροπολογίες. Ο Κ. Κανάρης, που ήταν πρωθυπουργός – είχε διαδεχτεί το Μεταξά – πήγε στον Όθωνα, μαζί με τους αρχηγούς των κομμάτων και του είπε πως έπρεπε να δεχτεί την απόφαση της Εθνοσυνελεύσεως. Ο Βασιλιάς και πάλι είχε ενδοιασμούς. Και σε μια στιγμή άφησε να του ξεφύγει πως μπορούσε να παραιτηθεί. Τότε ο Κωλλέτης του λέει: «Βασιλεύ, πολλούς είδον βασιλείς άνευ θρόνου, ουδένα όμως θρόνον άνω βασιλέως …». Ο Όθων θύμωσε με τον υπαινιγμό. Σκέφθηκε όμως καλύτερα και όχι μόνο δέχτηκε το σύνταγμα, αλλά πήρε και τον Κωλέττη στην εύνοιά του. Ο λαός πανηγύρισε για το σύνταγμα. Κι’ ένας ενθουσιώδης «συνταγματικός», ο ποιητής Αλέξ. Σούτσος, που βρέθηκε στο Κάιρο τις ημέρες εκείνες, χάραξε επάνω σε μια από τις πυραμίδες τη φράση: «Ζήτω το Σύνταγμα της Ελλάδος, όσον και αι Πυραμίδες». Ύστερ’ από χρόνια, το 1871, ο Ισίδωρος Σκυλίτσης, διαβάζοντας την ευχή του Σούτσου, πρόσθεσε κάτω από αυτήν στις πυραμίδες:
Το σύνταγμά σου σώζεται· αλλά κατέστει εμπαιγμός·
Γενναίον μεν το φάρμακον, άλλο δ’ απήτει ο σφυγμός.
Και δεν ήταν μακρυά από την πραγματικότητα η παρατήρηση του Σκυλίτση για «εμπαιγμό». Ούτε ο Όθων τήρησε το Σύνταγμα και βρέθηκε γι’ αυτό στην εξορία, ούτε ο διάδοχός του Γεώργιος Α΄, τουλάχιστο στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του.