Ο ΚΡΙΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΧΟΛΕΡΑ ΤΟΥ 1854

Την ειρηνική ζωή της Αθήνας του 1853 ήλθε να διακόψει ο Κριμαϊκός πόλεμος. Ενθουσιασμός και πολεμικός οργασμός σημειώνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα και όλοι ονειροπολούσαν ένα καινούργιο 21.

Ζητούσαν να πολεμήσουν μαζί με την Ορθόδοξο Ρωσία εναντίον της Τουρκίας, που την υποστήριζαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Στην «εθνική αυτή πολιτική», όπως την ονόμαζαν οι εφημερίδες, πρωτοστατούσαν οι βασιλείς της Ελλάδος. Η Αθήνα έδινε το σύνθημα. Ο Όθων με την Αμαλία μελετούσαν να μπουν έφιπποι, με την αυλή και την ακολουθία τους, στο τουρκικό έδαφος και να προχωρήσουν προς την Πόλη ξεσηκώνοντας τον υπόδουλο Ελληνισμό σε επανάσταση εναντίον των Τούρκων!… Και ο ονειροπόλος εκείνος Βασιλιάς συζητούσε, στα σοβαρά, με τους συμβούλους του παρόμοια σχέδια … Της περίεργης αυτής «επιχειρήσεως» πληροφορίες, εκτός των άλλων, μας δίνει με πολλές λεπτομέρειες και η Πηνελόπη Παπαλεξοπούλου, Κυρία των Τιμών της Αμαλίας, στα Απομνημονεύματά της. Φαίνεται πως τον Όθωνα σταμάτησε στην πρωτότυπη εκστρατεία του, την τελευταία στιγμή, ο αρχηγός του ρωσόφιλου κόμματος Ανδρέας Μεταξάς. Αλλά και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, Αλέξ. Μαυροκορδάτος και Σπυρ. Τρικούπης, είχαν συστήσει στον Όθωνα την ουδετερότητα της Ελλάδος. Και αυτός ο Κωνσταντίνος Κανάρης, στο Συμβούλιο του Στέμματος, εισηγήθηκε μετριοπάθεια. «Τρέμω» είπε στον Όθωνα «για τους κινδύνους που βλέπω να περικυκλώνουν τον τόπο με τη φιλοπόλεμη πολιτική …». Και όταν ο πρωθυπουργός Αντώνιος Κριεζής παρατήρησε ότι, «απορεί να ακούη από το γενναίο Κανάρη πως τρέμει», ο Κανάρης του είπε: «Τρέμω τώρα, για να μην τρέμω ύστερα …».

Η αγγλογαλλική κατοχή.

Η κατοχή του Πειραιώς (Μάιος 1854) από γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα ανάγκασε τους Έλληνες να υποστείλουν τη φιλοπόλεμη σημαία τους. Οι παλικαράδες του Ψυρή και της Πλάκας που απειλούσαν θεούς και δαίμονες, αν αποβιβάζονταν ξένα στρατεύματα στην Ελλάδα, έμειναν μόνο με το τραγούδι τους:

 

Αν σας βαστάει Φράγκοι εβγάτε στη στεριά

που θαύρετε της Πλάκας και του Ψυρή παιδιά.

 

Από την αγγλογαλική κατοχή τράβηξαν πολλά οι Αθηναίοι, οι Πειραιώτες και οι ελληνικές αρχαιότητες, που άφθονες διοχετεύθηκαν από το στρατό της Κατοχής στο εξωτερικό, με όλες τις … στρατιωτικές τιμές. Με το πρόσχημα δημοσίων έργων ή και ανασκαφών, τα στρατεύματα του Γάλλου ναυάρχου Καρόλου Τινάν (Τinan), αρχηγού της Κατοχής, είχαν καταλαφυραγωγήσει το υπέδαφος της Αττικής από κάθε αρχαιότητα. Τρία χρόνια, σχεδόν, κράτησε η Κατοχή (13 Μαΐου 1854 – 15 Φεβρουαρίου 1857) και ο τόπος υπέφερε από τις επεμβάσεις των ξένων στρατευμάτων και τη συμπεριφορά τους. Ιδίως οι Γάλλοι προσπαθούσαν, σε κάθε ευκαιρία, να εξευτελίσουν τον Όθωνα. Πολλές φορές αποσπάσματα γαλλικού στρατού ανέβαιναν από τον Πειραιά στην Αθήνα, ξεπέζευαν επιδεικτικά  στην πλατεία των Ανακτόρων και βρώμιζαν. Οι εφημερίδες που διαμαρτύρονταν για τις ασχημίες αυτές καταδιώκονταν από τις αρχές της Κατοχής. Με διαταγή του ναυάρχου Τινάν, Γάλλοι στρατιώτες έσπασαν τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Αιών» και μεταφέραν στον Πειραιά το διευθυντή της Ιωάννη Φιλήμονα, όπου και τον φυλάκισαν. Την ίδια τύχη είχε και ο άλλος διαπρεπής τότε δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας «Ελπίς» Κωνσταντίνος Λεβίδης, που με την αρθρογραφία του κατάκρινε τις αυθαιρεσίες των Γάλλων και των Άγγλων. Και το περίεργο είναι που το όνομα του μισέλληνα εκείνου ναυάρχου έχουν δώσει σ’ ένα δημόσιο κήπο στον Πειραιά, τον Τινάνειο!!…

Η χολέρα.

Το χειρότερο από όλα ήταν η χολέρα που έφερε στην Ελλάδα ο ξένος στρατός. Όταν σημειώθηκαν τα πρώτα κρούσματα στα γαλλικά στρατεύματα στον Πειραιά, η Κυβέρνηση ζήτησε να δημιουργηθεί μια υγειονομική ζώνη μεταξύ της Αθήνας και του Πειραιώς. Ο Τινάν δε δέχτηκε. Και τα ξένα στρατεύματα μεταδώσανε τη χολέρα στην Πρωτεύουσα. Το δέκατο του πληθυσμού της Αθήνας πέθανε τότε από τη φοβερή αρρώστια και η πόλη ερημώθηκε. Ο Ν. Δραγούμης, «αυτόπτης μάρτυς», γράφει: «Πολλοί Αθηναίοι εγκατέλειπον τους φιλτάτους των οικείων παλαίοντας προς τον θάνατον. Και δεν έβλεπες άλλο ειμή οχήματα και υποζήγια μετακομίζοντα σωρούς ανδρών, γυναικών και παίδων, εις τους λιμένας, εις του αγρούς και αλλαχού και άλλο δεν ήκουες ειμή κατρακύλισμα τροχών και ίππων ποδοβολητόν και υλακάς κυνών και ολοφυρμούς των μενόντων. Μετ’ ολίγον δε αι οδοί μετεβλήθησαν εις ερήμους, τα εργαστήρια εκλείσθησαν, εντός των οικιών εξέφυγε πάσα φωνή και η πόλις απ’ άκρου εις άκρον εσίγησεν ως απέραντον νεκροταφείον …».

Πολλές αθηναϊκές οικογένειες ξεκληρίστηκαν στη φοβερή επιδημία. Όταν η χολέρα έφθασε στη μεγάλη της ένταση, πέθαιναν στην Αθήνα 200 – 250 την ημέρα, σε πληθυσμό 30 χιλιάδων κατοίκων. Συνολικά πέθαναν επάνω από τρεις χιλιάδες. Οι πεθαμένοι ρίχνονταν σε κάρα με ασβέστη και θάβονταν ομαδικά σε μεγάλους λάκκους που άνοιγαν στο νεκροταφείο. Και επειδή οι περισσότεροι νεκροθάφτες είχαν εξαφανιστεί, αναλάβαν τα καθήκοντά τους διάφορα κακοποιά στοιχεία, που έβαλε ο γαλλικός στρατός κατοχής να κάνουν τη δουλειά αυτή με μεγάλη αμοιβή. Από τότε έμεινε, για τους τύπους αυτούς, η παρωνυμία του «μόρτη», βγαλμένη από τη γαλλική λέξη mort (πεθαμένος). Παρωνυμία που αργότερα πήρε τη γενικότερη σημασία που έχει και σήμερα. Με την ομαδική ταφή έγινε και ένα μακάβριο επεισόδιο. Στο κάρο έριξαν και ένα μεθυσμένο, που τον βρήκαν αναίσθητο στο δρόμο και τον πέρασαν για πεθαμένο. Με το τράνταγμα όμως του αμαξιού ο μεθυσμένος άρχισε να συνέρχεται. Και όταν κατάλαβε που τον πήγαιναν, έβαλε γοερές κραυγές. Πανικός έπιασε τους νεκροθάφτες που συνόδευαν το κάρο, νομίζοντας πως βρυκολάκιασαν οι πεθαμένοι. Ο πανικός μεταδόθηκε και στη γύρω συνοικία και όλοι φεύγανε, για να αποφύγουν τους βρυκόλακες. Χρειάστηκε να επέμβει ο διευθυντής της Αστυνομίας, για να συνεχίσει, ύστερ’ από ώρες, «το μακάβριον άρμα την πορείαν του προς το Νεκροταφείον».

Το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο.

Στη χολέρα του 1854 χρωστάει τη γένεσή του το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Οφείλεται σε μια φιλάνθρωπη και αξιόλογη δέσποινα της εποχής εκείνης, την Μαρία Υψηλάντη – το γένος Μουρούζη – που έμεινε στην Αθήνα, όταν όλοι φεύγανε, για να βοηθήσει τα θύματα της φοβερής επιδημίας. Η Υψηλάντη μάζευε στο σπίτι της όλα τα ορφανά, που οι οικογένειές τους είχαν εξαφανιστεί από τη χολέρα. Και όταν πέρασε η επιδημία, ο αριθμός των μικρών που είχε περιθάλψει, ανερχόταν σε αρκετές δεκάδες. Παρουσιάστηκε τότε η ανάγκη μιας γενικότερης προστασίας των ορφανών κοριτσιών. Με την πρωτοβουλία της Μαρίας Υψηλάντη και άλλων κυριών της αθηναϊκής κοινωνίας και με τη συμπαράσταση της βασίλισσας Αμαλίας, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, οργανώθηκε και λειτούργησε το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, που συνεχίζει τη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.

Η πυρκαϊά της Βουλής.

Στο διάστημα του Κριμαϊκού πολέμου και της αγγλογαλλικής κατοχής, κάηκε (1854) και το κτίριο που στέγαζε τη Βουλή. Το ίδιο κτίριο (αρχικά σπίτι του Κοντόσταυλου), είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτο παλάτι του Όθωνος (1834 – 37) και είχε στεγάσει και την Εθνοσυνέλευση του 1843. Δεν εξακριβώθηκε, αν η πυρκαϊά του 1854 ήταν βαλτή, όπως υποστήριζαν οι εφημερίδες, ή τυχαίο γεγονός. Όταν η Βουλή έμεινε χωρίς στέγη, φιλοξενήθηκε για 8 χρόνια σε μια από τις πτέρυγες του Πανεπιστημίου και μετά το 1862 σ’ ένα πρόχειρο οίκημα, που χτίστηκε στη θέση της Παλιάς Βουλής. Οι εφημερίδες της εποχής το αναφέρουν για «ανεκδιήγητον και αναξιοπρεπές». «Και το χειρότερον» γράφουν «ότι τα δημόσια θεωρεία ευρίσκονται εις μικρόν ύψος, ώστε το ακροατήριον συχνάκις λαμβάνει μέρος εις τας συζητήσεις». Κοντά στο πρόχειρο εκείνο κατασκεύασμα άρχισε να χτίζεται από το 1858, σε σχέδιο του Γάλλου αρχιτέκτονα Φραγκίσκου Μπουλανζέ, το σωζόμενο στην οδό Σταδίου κτίριο της Παλιάς Βουλής, που την ελάμπρυναν αργότερα ο Χ. Τρικούπης και ο Ελ. Βενιζέλος. Η κατασκευή του κτιρίου τέλειωσε μόλις το 1871, όταν είχαν φύγει πια από την Ελλάδα οι πρώτοι βασιλείς, που την είχαν θεμελιώσει. Σήμερα το κτίριο της Παλιάς Βουλής στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.