Τα πρώτα «μπουζούκια». Η Ιερά οδός είχε το προνόμιο τον περασμένο αιώνα να γίνει τόπος διασκεδάσεως.
Εκεί, που είχε εγκατασταθεί (1834) το πρώτο χορευτικό κέντρο με το όνομα «Πράσινο Δενδρί», θα συναντήσουμε, μετά σαράντα χρόνια, τα «σμυρνέικα σαντουράκια». Κείμενα της εποχής μας δίνουν λεπτομέρειες για την πρώτη εμφάνισή τους, το καλοκαίρι του 1874, σ’ ένα κέντρο που ονομαζόταν «Πανανθών». Οι πελάτες του πλήρωναν 25 λεπτά για είσοδο. Το περιβόλι ήταν φωτισμένο με ενετικά φανάρια και λάμπες λαδιού. Στο βάθος, σε μια ξύλινη εξέδρα, βρισκόταν το «μουσικό συγκρότημα» από δύο βιολιά, ένα λαγούτο, σαντούρια και μερικά άλλα όργανα «ανατολικής προελεύσεως». Επί κεφαλής είναι ο «διάσημος» Παναγός Βογιατζής, «διακεκριμένος εκ Σμύρνης μουσικός» κατά το κείμενο του χρονικογράφου «πολλάς ιδών πανυγύρεις και γάμους και πολλών την ευθυμίαν μελετήσας». Το κοινόν, ύστερ’ από κάθε τραγούδι, εκδηλώνει την επιδοκιμασία του με χειροκροτήματα, με «μπράβο» και «γεια σου» στον ένα ή στον άλλο μουσικό. Οι εκδηλώσεις των πελατών δεν απευθύνονται μονάχα προς τους μουσικούς, αλλά και προς τα … γκαρσόνια. Γιατί ο προοδευτικός επιχειρηματίας του «Πανανθώνος» είχε φροντίσει να φέρει στο κέντρο του, αντί φουστανελλοφόρων γκαρσονιών, τρεις νεαρές Ιταλίδες από την Κέρκυρα, για να σερβίρουν. Οι εκδηλώσεις των θαμώνων του «Πανανθώνος» προς τις τρεις νεαρές σερβιτόρες «εγίνοντο εν τω πλαισίω της καλής συμπεριφοράς» και η πελατεία του «καφέ – σαντούρ» της Ιεράς οδού ήταν ήσυχοι μικροαστοί, αν κρίνουμε από τη σχετική περιγραφή: «Το κέντρον ήτο πλήρες κόσμου και έβλεπε κανείς οικοδεσποίνας νωχελείς, νοικοκυραίους δρέποντας της εργασίας των τους γλυκείς καρπούς, κοράσια ελθόντα μετά πολυαρίθμου συνοδείας (διά παν … ενδεχόμενον), γενναίους και ιππότας υπαξιωματικούς και έτερον πλήθος φιλησύχων ανθρώπων». Το τραγούδι και η μουσική κρατούσαν ως τα μεσάνυχτα, που έκλεινε το κέντρο.
Τα «μπουζούκια» της Ιεράς οδού θα τα συναντήσουμε, ύστερ’ από οκτώ χρόνια, στην … πλατεία του Συντάγματος! Αυτό τουλάχιστο μας πληροφορεί μια εφημερίδα του 1882: «Εις τον Κήπον των Μουσών» γράφει «εγκατεστάθησαν, αντί των εννέα Μουσών, τέσσαρες μονάχα, τέσσαρες Αρμένισσες. Και μεταξύ αυτών Σμυρναία Ελληνίς, Σουλτάνα καλουμένη, κάθηται ως αληθής σουλτάνα, ρεμβώδης την μορφήν, χουζουρλούδισα και περιπαθής το άσμα. Αι δε άλλαι περί αυτή, νωχελώς καθήμεναι, σχεδόν εξηπλωμέναι και με πασουμάκια, αναπαριστώσιν ηδυπαθές χαρέμιον … Δύο βιολιντζήδες και ένας μικρός με ντέφι, με φωνήν εκ βάθους καρδίας, συνοδεύουν το άσμα το περιπαθές των Αρμενίδων αοιδών και της Σμυρναίας Σουλτάνας …».
Γρήγορα οι Αθηναίοι βαρέθηκαν τα ανατολίτικα «σαντουράκια». Και εκείνα, από έλλειψη πελατείας, αφήκαν την Πρωτεύουσα και περιορίστηκαν, από τις αρχές του αιώνα μας, σε μερικά υπόγεια «καφωδεία» στον Πειραιά. Και οι περισσότεροι Αθηναίοι είχαν μόνο ακουστά τα «σαντουράκια» και τα «καφέ – αμάν» της «γείτονος», χωρίς και να τα επισκεφθούν ποτέ. Στις ημέρες μας ξανάζησαν με το όνομα «μπουζούκια», με την ίδια σκηνοθεσία, με παραπλήσια μουσική, συνήθως παρμένη από ανατολίτικα και ινδιάνικα μοτίβα. Το ονόμασαν, για το ευφημότερο, «λαϊκά τραγούδια». Τα ξανάφερε στην Αθήνα ένας Μικρασιάτης τραγουδιστής το 1931. Τον μιμήθηκαν και άλλοι. Και από την προπολεμική εποχή τα «λαϊκά τραγούδια» άρχισαν να κατακτούν έδαφος. Στην αρχή η πελατεία τους ήταν περιορισμένη. Στις 400 – 500 χιλιάδες δίσκους γραμμοφώνου με ελληνικά τραγούδια, που ηχογραφούσαν προπολεμικά στην Ελλάδα, τα μπουζούκια αντιπροσώπευαν λιγότερο από 10%. Το 1967 στα 6.000.000 δίσκους που πουλήθηκαν στο εσωτερικό και εξωτερικό με ελληνικά τραγούδια, τα 5.000.000 ήταν «λαϊκά τραγούδια». Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του «μουσικού» γούστου που χαρακτηρίζει την εποχή μας!! …
Τα «καφέ – σαντάν».
Λίγο πριν από την εμφάνιση των «καφέ – σαντούρ» σ’ ένα άλλο εξοχικό μέρος της τότε Αθήνας – στις όχθες του Ιλισού, κοντά στις Στήλες του Ολυμπίου Διός – θα συναντήσουμε τα πρώτα «καφέ – σαντάν». Όπως μας πληροφορούν οι εφημερίδες του 1872, στην περιοχή εκείνη του Ιλισού λειτουργούσαν τρία θεατράκια: Το «Άντρον των Νυμφών», που ήταν και το παλαιότερο, ο «Κήπος των Ιλισίδων Μουσών» και αντικρύζοντας αυτά, στη δεξιά όχθη του Ιλισού, ο «Κήπος των Χαρίτων». Σε κάποιο από τα θεατράκια αυτά έκανε την εμφάνισή του ένας «θίασος ποικιλιών», με ξένες αρτίστες που φρόντιζαν να διασκεδάζουν το αθηναϊκό κοινό, με τραγούδια, χορούς και νούμερα. Η επιτυχία του πρώτου αυτού «καφέ- σαντάν», όπως το βάφτισαν οι εφημερίδες, ήταν θριαμβευτική. «Από της δύσεως του ηλίου μέχρι βαθείας νυκτός» έγραφε μια εφημερίδα του 1871 «το άνθεμον της αθηναϊκής κοινωνίας, πάσης ηλικίας και τάξεως και παντός γένους και φύλου, εκζητούσιν ίασιν και απαλλαγήν των πόνων αυτών εις τα μολπάς και τα άσματα ηδυφώνων και καλλισφύρων αυλητρίδων και ορχηστρίδων εκ Βοεμίας, Γαλλίας και Ιταλίας». Το πρώτο «καφέ – σαντάν», το ακολούθησαν αμέσως άλλα και το 1872 βρίσκουμε, εκτός από την περιοχή του Ιλισού, να λειτουργούν παρόμοια κέντρα στο Νέο Φάληρο και στην πλατεία Ομονοίας.
Οι «Τούμπλες».
Από τις πρώτες αρτίστες που εμφανίστηκαν στα παριλίσια θεατράκια, ήταν και δύο Βιεννέζες τραγουδίστριες που ξετρέλλαναν τους Αθηναίους. Ο κόσμος τις είχε βαφτίσει «Τούμπλες», από ένα τραγούδι που έλεγαν με την επωδό «τούμπλα – λα, τούμπλα – λα». Και η παρωνυμία «Τούμπλες» έμεινε κατόπιν και για τις άλλες αρτίστες που τις διαδέχτηκαν. Και ήταν τόσος ο ενθουσιασμός και οι «εκδηλώσεις» του κοινού προς τις Τούμπλες, ώστε ο φρούραρχος Αθηνών «προς αποφυγήν επεισοδίων και ατόπων» είχε ορίσει έφιππο στρατιωτικό απόσπασμα, για να τις συνοδεύει από το θέατρο στο ξενοδοχείο που έμεναν! Ένας κακεντρεχής δημοσιογράφος έγραφε ότι, « … ο κ. Φρούραρχος είχε λάβει τα μέτρα δι’ ιδικήν του ασφάλειαν, λόγω γνωριμιών με την μίαν από τας δύο Τούμπλας …». Το «Αττικόν Ημερολόγιον» του 1873 μας πληροφορεί: «Άνδρες, γυναίκες, νέοι, παιδιά, άνθρωποι πάσης τάξεως και παντός επαγγέλματος, τρέπονται στιφηδόν ανά πάσαν εσπέραν, ως ει μετέβαινον εις προσκύνημα, την προς τον Ιλισόν ή το Φάληρον άγουσαν. Εκεί ένθα ο ζύθος ρέει και άδουσιν αι περικλεείς Τούμπλαι …».
Το τραγούδι κάθε αρτίστας ακολουθούσε η «περιφορά» του δίσκου στην πλατεία, που έδινε την ευκαιρία στους θαμώνες να εκφράσουν, με ουσιαστικότερο τρόπο, το θαυμασμός τους προς την τέχνη και την καλλιτέχνιδα. Πολλές φορές έριχναν σημαντικά ποσά μέσα στο δίσκο, με μοναδικό αντάλλαγμα κάποιο μειδίαμα της «εισπραττούσης καλλιτέχνιδος». Αν πιστέψουμε τα γραφόμενα μιας εφημερίδας του 1871, στα πρώτα εκείνα «καφέ – σαντάν» της Αθήνας «απωλέσθησαν εν βραχεί διαστήμαιτι χρόνο μεγάλαι περιουσίαι». Κάποτε όμως, μερικοί νέοι, για φάρσα ή για να εκδικηθούν κάποια αρτίστα, έριξαν στο δίκο της ένα … μονόλεπτο. Η πράξη τους θεωρήθηκε «προσβολή και σκάνδαλον κατά της αβραφροσύνης» και καταδικάστηκαν από το Πταισματοδικείο Αθηνών. Η καταδίκη προκάλεσε τις διαμρτυρίες και τα σχόλια του τύπου.
Κλείσιμο των «καφέ – σαντάν».
Τον ενθουσιασμό για τα «καφέ – σαντάν» μετρίασε η επίθεση μερικών συντηρητικών εφημερίδων. Το καλοκαίρι του 1872, που τα «καφέ – σαντάν» είχαν «πληθύνει επικινδύνως», οι επιθέσεις του τύπου έγιναν βιαιότερες. Και ο διευθυντής της Αστυνομίας, επηρεασμένος από τις εφημερίδες, απαγόρευσε «την σύστασιν και διατήρησιν κινητών θεάτρων και ωδικών καφενείων εντός και εκτός των πόλεων Αθηνών και Πειραιώς». Τα αστυνομικά όργανα έκλεισαν τότε όλα τα «καφέ – σαντάν» που λειτουργούσαν στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Ένας όμως επιχειρηματίας, ο Τσόχας, «προσέφυγε» στα δικαστήρια για το παράνομο και αιφνηδιαστικό κλείσιμο των κέντρων. Η υπόθεση έφθασε ως τον Άρειο Πάγο και η Κυβέρνηση ζήτησε τη γνώμη του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Ο τότε αντισαγγελεύς Επαμειν. Λουριώτης, σε μια πολυσέλιδη γνωμάτευσή του, ερεύνησε γενικότερα το ζήτημα και τη λειτουργία παρομοίων κέντρων στο εξωτερικό και έφθασε στο συμπέρασμα ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν και στην Αθήνα, υπό την επίβλεψη της Αστυνομίας. Τελικά η Κυβέρνηση υιοθέτησε την απόφαση της Αστυνομίας και απαγόρευσε τη λειτουργία των «καφέ – σαντάν».
Τα «Παριλίσια θεατράκια».
Με τον καιρό επικράτησαν προοδευτικότερες ιδέες και τα θεατράκια του Ιλισού, αλλά και άλλα κέντρα της Αθήνας, είδαν και πάλι τις ξανθομαλλούσες αρτίστες να ξελαρυγγίζονται στο παλκοσένικο για να διασκεδάσουν το κοινό. Εκεί όπου θριάμβευαν οι δύο Τούμπλες, ύστερ’ από μερικά χρόνια, ξετρέλλανε τους Αθηναίους με το τραγούδι και το κέφι της η Γαλλίδα Ζαν ντ’ Αρράς … Ο κόσμος είχε συνηθίσει πια στην διέα του «καφέ – σαντάν» ή του «Θεάτρου Βαριετέ», όπως το είχαν μετονομάσει, και ο τύπος έπαυσε να ασχολήται, τουλάχιστο «δυσμενώς», για τα θεάματα αυτά. Άλλωστε σε μερικά από τα παριλίσια θέατρα παίζονταν τα τελευταία χρόνια του περασμένου αιώνα σοβαρότερα έργα, που συγκέντρωναν τα καλοκαίρια το αθηναϊκό κοινό σε πραγματικές «παννυχίδες» με τα δράματα και τα «κωμειδύλλια» που ανέβαζαν. Η παράσταση πολλές φορές τέλειωνε στις δύο και τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Στο θέατρο «Παράδεισος» θριάμβευε η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, ενώ η άλλη πρωταγωνίστρια της ελληνικής σκηνής, η Αικατερίνη Βερώνη, έπαιζε στο καλοκαιρινό θέατρο της Ομονοίας. Μετά το 1888 θα λειτουργήσει το πρώτο αξιόλογο θέατρο της Αθήνας: το «Δημοτικό».
Το «μαξιλάρωμα».
Στα τρία παριλίσια θεατράκια του 1872 είχαν προστεθεί αργότερα και άλλα. Θα συναντήσουμε, το τέλος του αιώνα, προχωρώντας από το Ζάππειο προς το Στάδιο, τα «Ολύμπια», εκεί που είναι σήμερα το άγαλμα του Βύρωνος, πιο πέρα τον «Παράδεισο», το «Άντρον των Νυμβών», τον «Ποσειδώνα» και τον «Απόλλωνα». Στο τελευταίο από τα θέατρα έγινε και το πρώτο «μαξιλάρωμα» σε μια θεατρική παράσταση του 1882, καθώς μας πληροφορεί ο ιστορικός του Ελληνικού Θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης. Από τότε επικράτησε, στα θεατρικά έργα που δεν άρεσαν, να διακόπτουν την παράσταση πετώντας σε ένδειξη διαμαρτυρίας το μαξιλάρι του καθίσματός τους στη σκηνή. Το «μαξιλάρωμα» κράτησε μια τριακονταετία και σταμάτησε, κυρίως, από την έλλειψη … πυρομαχικών. Όταν έπαυσε πια το μαξιλάρι να αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του πάγκου ή της καρέκλας του θεάτρου.
Πλατείες Ομονοίας και Συντάγματος.
Μετά το 1880 έγινε και η Ομόνοια κέντρο θεαμάτων. Ένα χειμερινό θέατρο, η «Ευτέρπη», που είχε χτιστεί κοντά στην πλατεία, το ακολούθησαν καλοκαιρινά θεατράκια. Γύρω από την πλατεία υψώθηκαν μεγάλα ξενοδοχεία και άνοιξαν καφενεία και ζαχαροπλαστεία που είχαν φέρει βιεννέζικες ορχήστρες και διάφορα «νούμερα», που ενθουσίαζαν τους Αθηναίους. Σώζονται και σήμερα από την εποχή εκείνη τα δύο ξενοδοχεία «Μπάγκειον» και «Μέγας Αλέξανδρος». Κοντά στην Ομόνοια είχε δημιουργηθεί και ένα άλλο κέντρο θεαμάτων, λαϊκότερης όμως μορφής, γύρω από το ξεπεσμένο πια θέατρο του Μπούκουρα στο Γεράνι.
Κέντρο συγκεντρώσεως κόσμου και θεαμάτων ήταν και το Σύνταγμα. Στη μαρμάρινη εξέδρα του έπαιζε η στρατιωτική μουσική τις Κυριακές το απόγευμα. Εκεί εμφανιζόταν ο Μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς, με ψηλό καπέλο και ζακέτα. Όλη την εβδομάδα πουλούσε κανάτια φορτωμένα σ’ ένα γαϊδουράκι. Όταν ο Μπάρμπα Γιάννης πλησίαζε στη μουσική, ο αρχιμουσικός τον χαιρετούσε στρατιωτικά και του παραχωρούσε τη θέση του, υπό τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου κόσμου. Και ο διόρρυθμος αυτός κανατάς άρχιζε να διευθύνει την μπάντα που έπαιζε το γνωστό και σήμερα τραγούδι του: «Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα κανάτια σου …». Κάποια μέρα ο Μπάρμπα Γιάννης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και κανένας δεν έμαθε πια γι’ αυτόν. Είπαν πως ήταν Βούλγαρος αξιωματικός κατάσκοπος … Για τα παριλίσια θέατρα και τα άλλα θεάματα της ιστορουμένης εποχής γράφω λεπτομερέστερα στο βιβλίο μου: «Η Αθήνα του περασμένου αιώνα». Ειδικότερα έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό οι: Ν. Λάσκαρης, Θ. Βελλιανίτης, Μπάμπης Άνινος, Γ. Τσοκόπουλος, Τ. Μωραϊτίνης. Σχετικά στοιχεία βρίσκονται και στο Ιστορικό Αρχείο Γιάννη Βλαχογιαννη.
Αποκριάτικα θεάματα.
Αχώριστοι σύντροφοι κάθε αποκριάς στην Παλιά Αθήνα, ως τις αρχές του αιώνα μας, ήταν και διάφορα αυτοσχέδια περιφερόμενα λαϊκά θεάματα. Σημειώνω μερικά από αυτά: Η Γ κ α μ ή λ α ήταν φτιαγμένη από λινάτσες και το κεφάλι της, με ένα μεγάλο στόμα που ανοιγόκλεινε, από προβιά αρνιού. Κάτω από τη γκαμήλα ήταν δύο άντρες που την κινούσαν χορεύοντας, ενώ ο γκαμηλιέρης με το ντέφι του κρατούσε το σκοπό και μάζευε τις πενταροδεκάρες που του έδιναν οι διαβάτες. Ήταν μια εύθυμη αναπαράσταση από τις γκαμήλες που χρησιμοποιούσε η Αθήνα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το Γ α ϊ τ α ν ά κ ι, παρωδία κάποιου φράγκικου χορού, ίσως από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Συνοεδευόταν από μια λαντέρνα ή και αυτοσχέδιους μουσικούς. Οι χορευτές κρατούσαν κορδέλες δεμένες στο επάνω μέρος ενός ψηλού κονταριού και χόρευαν γύρω από αυτό ντυμένοι πιερότοι και κολομπίνες. Όσοι χόρευαν στο γαϊτανάκι ήταν άντρες. Και συχνά, αυτός που μάζευε τα φιλοδωρήματα, ζητούσε συγγνώμη γιατί «οι δεσποινίδες του χορού ήταν … αξούριστες». Ο Φ α σ ο υ λ ή ς ήταν ένα κουκλοθέατρο με κύριους πρωταγωνιστές το Φασουλή και τον Περικλέτο. Το τυπικό «φινάλε» σε κάθε παράσταση, που ενθουσίαζε τους μικρούς που μαζεύονταν γύρω από το Φασουλή, ήταν ο ξυλοδαρμός του Περικλέτου από το Φασουλή. Τα Ρ ό π α λ α παρουσίαζαν διάφορα ακροβατικά γυμνάσματα, επάνω σε ικριώματα που στήνοταν πρόχειρα στο μέσο του δρόμου ή σε καμμιά πλατεία. Και η παράσταση τέλειωνε με την περιφορά του δίσκου «υπέρ των καλλιτεχνών» που είχαν λάβει μέρος.
Οι αποκριά, παλιά αθηναϊκή γιορτή, είχε τα πρώτα χρόνια της ελευθερίας εντελώς οικογενειακό χαρακτήρα. Οι μασκαράδες ντύνονταν με πρόχειρα και φτωχικά μέσα. Και το γλέντι της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς συνεχιζόταν και την Καθαρή Δευτέρα. Ο ντελάλης καλούσε τους Αθηναίους, το βράδυ της Κυριακής, να συνεχίσουν το γλέντι τους και την άλλην ημέρα στις Στήλες του Ολυμπίου Διός: «Μασκαράδες και πολίται, στις Κολώνες να βρεθήτε». Στα 1841 είχε δοθεί στο Θέατρο του Μπούκουρα ο πρώτος χορός «μετεμφιεσμένων». Κατά τις εφημερίδες της εποχής ο χορός προκάλεσε «μεγάλην περιέργειαν, συγκίνησιν και κοσμοσυρροήν», αλλά και αρκετές παρεξηγήσεις. Και δεν ξαναδόθηκε παρά μετά τρία χρόνια. Ακόμη και το 1854 ο τύπος διαμαρτύρεται «διά τους διονυσιακούς των μετεμφιεσμένων χορούς, εις ους ακατανόμαστα συμβαίνουν ατοπήματα». Στην τρικουπική εποχή, για πρώτη φορά, δίδονται ωραίοι χοροί μετεμφιεσμένων, που θα τους διαδεχτούν αργότερα οι λαμπρές χοροεσπερίδες στο Δημοτικό Θέατρο, με το «Χορό των Συντακτών» την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.