Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΙΟΥΤΑΧΗ

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (11 Απριλίου 1826) ο Μεχμέτ Ρεσήτ πασάς, ο λεγόμενος Κιουταχής από τον τόπο της καταγωγής του, ελεύθερος πια από το αθάνατο πρόχωμα της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, στράφηκε προς την Ανατολική με στόχο την Αθήνα. Η πτώση του Μεσολογγίου και οι κινήσεις του Κιουταχή κατατάραξαν τους Αθηναίους.

Βλέπουν τον κίνδυνο να πλησιάζει. Στέλνουν τότε τα γυναικόπαιδα στη Σαλαμίνα και στην Αίγινα και μένουν στην πόλη όσοι Αθηναίοι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Το τείχος της Αθήνας, που είχε φτιάξει ο Χασεκής, ήταν πολύ ασθενικό για να κρατήσει τον Κιουταχή. Αποφασίζεται να γίνει η άμυνα στην Ακρόπολη. Ο μόνος στρατός που υπήρχε ήταν οι άτακτοι του Γκούρα. Έλειπαν τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, μολονότι οι κυβερνήσεις της Επαναστάσεως και η Κοινότης των Αθηναίων είχαν διαθέσει σημαντικά ποσά για τον ανεφοδιασμό του Κάστρου. Οι καταχρήσεις είχαν εμποδίσει τον εξοπλισμό. Έλειπε ακόμη και αυτό το χαρτί για τα φουσέκια. Και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στην Ακρόπολη τις βιβλιοθήκες των σχολείων. Ο Γκούρας καταλόγιζε τις καταχρήσεις στο διαχειριστή του φρουρίου Χρήστο Τουφεξή, που έφυγε πριν αρχίσει η πολιορκία. Και ο διαχειριστής στον Γκούρα. Καταβάλλονται τότε σύντονες προσπάθειες για την ενίσχυση του Κάστρου. Ο Γκούρας επιβάλλει νέες βαρύτατες εισφορές στους πλουσιότερους Αθηναίους. Φθάνει στον Πειραιά με πλοίο και ο φιλέλληνας ναύαρχος Χάμιλτον. Ανεβαίνει στην Ακρόπολη και βλέπει το Γκούρα. Συναντάται και με τους Δημογέροντες. Προσπαθεί να δώσει θάρρος σε όλους. «Η ώρα της ελευθερίας» τους λέγει «πλησιάζει. Κρατήστε όσο μπορέσετε». Τον Ιούνιο του 1826 ο Κιουταχής με το στρατό του εισβάλλει στην Αττική και τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου πολιορκεί την Αθήνα με 10.000 πεζικό, 2.000 ιππικό και 20 κανόνια. Μαζί με τις εφοδιοπομπές του ο στρατός του Κιουταχή πλησίαζε τις 30.000. Απέναντί του υπήρχαν 300 άτακτοι του Γκούρα, 100 Κεφαλλονίτες και 1.000 περίπου Αθηναίοι με τη Δημογεροντία τους. Ο Κιουταχής δεν εδυσκολεύθηκε να καταλάβει την ανοχύρωτη Αθήνα (μέσα Ιουλίου) και να αρχίσει την πολιορκία του Κάστρου. Δύο αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας και των γεγονότων που διαδραματίστηκαν γύρω από την Ακρόπολη την περίοδο εκείνη, ο Χρήστος Βυζάντιος και ο Διονύσιος Σουρμελής, τα αναφέρουν διεξοδικά στις ιστορίες τους. Νεώτεροι ιστορικοί και ιδιαίτερα ο Δ. Κόκκινος στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» ασχολούνται επίσης. Χρονογραφικώς θα μνημονευθούν τα σημαντικότερα γεγονότα της μάχης για την Αθήνα, που ήταν και η τελευταία στην Επανάσταση του 1821.

Πολιορκία της Ακροπόλεως από τον Κιουταχή.

Ο πόλεμος, που έγινε γύρω από την Ακρόπολη, ήταν κυρίως αγώνας χαρακωμάτων και υπονόμων. Οι Έλληνες είχαν ταμπουρωθεί στο Σερπεντζέ, που κάλυπτε με προχώματα την είσοδο του Κάστρου από το μέρος των Προπυλαίων. Τον υπεράσπιζε ο γενναίος Μακρυγιάννης, που τραυματίστηκε βαριά (Σεπτέμβριος 1826). Από τις άλλες πλευρές του Κάστρου ήταν βράχος απότομος και απόρθητο με τα πολεμικά μέσα της εποχής εκείνης. Οι στρατιώτες του Κιουταχή, Τουρκαλβανοί και Γκέκηδες οι περισσότεροι, είχαν παραταχθεί και είχαν αποκλείσει το Σερπεντζέ με μια μεγάλη τάφρο και με χαρακώματα. Απόλυτη ήταν η υπεροχή των Ελλήνων στον πόλεμο των υπονόμων, χάρη στον Κώστα Αργυροκαστρίτη, που όχι μόνο έκανε μεγάλες καταστροφές στους Τούρκους, αλλά εξουδετέρωνε έγκαιρα και όλα τα λαγούμια που ετοίμαζαν κατά του Κάστρου. Ο Κώστας είχε γίνει θρυλικός και ο Κιουταχής έλεγε ότι, αν είχε ένα τέτοιο λαγουμιτζή θα τον πλήρωνε με τόσο χρυσάφι, όσο ήταν το βάρος του. Εκτός από τον πόλεμο των υπονόμων, έγιναν και φονικές μάχες με τις εξόδους των πολιορκημένων και τους αιφνιδιασμούς που έκαναν στα τουρκικά στρατεύματα.

Θάνατος του Γκούρα.

Με την παράταση της πολιορκίας άρχισε να παρουσιάζεται στους κλεισμένους στην Ακρόπολη Έλληνες μεγάλη έλλειψη από τρόφιμα και κυρίως από πυρομαχικά. Οι υπόνομοι που φτιάχναν χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες από μπαρούτι. Αποφασίστηκε τότε να ελαττώσουν τη δύναμη των πολιορκημένων στην Ακρόπολη. Στις 12 Αυγούστου βγήκαν κρυφά τη νύχτα κάπου 300 γυναικόπαιδα και οι έξοδοι συνεχίστηκαν ως το τέλος του μηνός. Τελικά έμειναν στην Ακρόπολη, 800 Αθηναίοι, 250 παλικάρια του Γκούρα, 80 παλικάρια άλλων αρχηγών και 500 γυναικόπαιδα. Το κακό ήταν που τις εξόδους των αμάχων τις ακολούθησαν και οι μάχιμοι. Αρχίζουν να φεύγουν από την Ακρόπολη και να λιποτακτούν οι στρατιώτες του Γκούρα. Για να εμψυχώσει τα παλικάρια του και να εμποδίσει τις λιποταξίες, ο Γκούρας πηγαίνει κάθε βράδυ στα προχώματα του Σερπεντζέ. Μένει εκεί ώσπου να ξημερώσει. Και συχνά τη νύχτα άρχιζε το ντουφεκίδι με τους απέναντι Τούρκους. Μια νύχτα, ενώ ο Γκούρας φύλαγε στα προχώματα, τον βρίσκει μια εχθρική σφαίρα στον κρόταφο και τον σκοτώνει. Ο θάνατος του αρχηγού φανάτισε τους στρατιώτες του στον αγώνα κατά του εχθρού και σταμάτησε τις λιποταξίες. Σ’ αυτό είχε συντελέσει και η γυναίκα του Γκούρα, η Ασήμω Λιδωρίκη, που είχε μείνει μαζί του στην Ακρόπολη. Μάζεψε τους στρατιώτες, ύστερ’ από το σκοτωμό του άντρα της και τους όρκισε στο νεκρό αρχηγό τους να πάρουν εκδίκηση και να σταματήσουν τις λιποταξίες. Και ο όρκος κρατήθηκε.

Φιλελληνική κίνηση.

Αλλά οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη είχαν ανάγκη από αρχηγό και από μπαρούτι, που είχε τελειώσει. Ήταν τα δύο επείγοντα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η Ελληνική κυβέρνηση. Η άμυνα της Αθήνας έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε θυσία, τη στιγμή που έφθαναν οι πρώτες πληροφορίες ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άρχισαν σοβαρά να συζητούν την ελληνική υπόθεση. Η ηρωική αντίσταση και η ένδοξη πτώση του Μεσολογγίου είχαν δημιουργήσει τεράστια εντύπωση στους φιλελεύθερους λαούς του δυτικού κόσμου. Και ενίσχυσαν το πνεύμα του φιλελληνισμού. Η αδυσώπητη Ιερά Συμμαχία είχε ατονήσει. Και ο Γεώργιος Κάννιγκ, που από τα νεανικά του χρόνια είχε μοιρολογήσει σε στίχους τη σκλαβιά της Ελλάδος, προσπαθούσε να βοηθήσει στην ελευθερία της. Με τις προϋποθέσεις αυτές η Ελληνική κυβέρνηση είχε συμφέρον να διατηρήσει την επανάσταση στην Αττική, ώστε να μπορέσει να την διεκδικήσει και να την συμπεριλάβει στα μελλοντικά σύνορα του κράτους. Την εποχή εκείνη η ευρωπαϊκή διπλωματία συζητούσε μόνο για την αυτονομία της Πελοποννήσου, και μάλιστα υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου.

Ο Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος.

Η Ελληνική κυβέρνηση, για να κρατήσει την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και να σώσει την Αθήνα, λαμβάνει έκτακτα μέτρα. Διορίζει τον Καραϊσκάκη αρχιστράτηγο. Ιδρύει στρατόπεδο στην Αττική, με βάση ανεφοδιασμού του στη Σαλαμίνα. Και αποφασίζει, μετά το θάνατο του Γκούρα, να σταλεί ο Κριεζώτης για αρχηγός και αντικαταστάτης του στην Ακρόπολη. Ο Κριεζώτης παίρνει μαζί του και άλλους οπλαρχηγούς, το Δημήτριο Λέκκα, τον Ιωάννη Μαμούρη εξάδελφο και κληρονόμο του Γκούρα, τον Τριαντάφυλο Τζουρά, πολλούς Επτανήσιους εθελοντές και φεύγει από τη Σαλαμίνα για την Αθήνα. Το σώμα του Κριεζώτη αποβιβάζεται νύχτα στους Τρεις Πύργους – στο σημερινό Παλαιό Φάληρο – και προχωρεί μέσα από τον ελαιώνα προς την Ακρόπολη. Όταν πλησίασε εξορμούν οι δικοί μας από το Σερπεντζέ, για να το βοηθήσουν να μπει στο Κάστρο. Πρωτόπειροι όμως οι περισσότεροι από τους άνδρες του Κριεζώτη, νόμισαν τους Έλληνες για Τούρκους. Αρχίζει ντουφεκίδι, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις Έλληνες και να τραυματιστούν οκτώ.

Ο Φαβιέρος ανεφοδιάζει τους πολιορκημένους.

Ένα μήνα μετά την είσοδο του Κριεζώτη στην Ακρόπολη επιχειρείται ο ανεφοδιασμός των πολιορκημένων με πυρομαχικά. Και την τολμηρή και δύσκολη αυτή επιχείρηση την αναλαμβάνει ο Φαβιέρος με το στρατό του. Από το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, που βρισκόταν ο τακτικός στρατός, μεταφέρεται στα Μέθανα για να εφοδιαστεί κάθε στρατιώτης του με σάκκους από μπαρούτι και τσακμακόπετρες. Από τα Μέθανα οι τακτικοί του Φαβιέρου έρχονται με καΐκια στην παραλία του Φαλήρου και αποβιβάζονται τη νύχτα της 29 – 30 Νοεμβρίου 1826 στο ακρωτήρι των Τριών Πύργων. Από εκεί αρχίζουν, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, την πορεία προς την Αθήνα. Περνούν αθόρυβα από τον ελαιώνα και ύστερ’ από δύο ώρες φθάνουν στο Λόφο του Φιλοπάππου. Εκεί αναπαύονται μερικά λεπτά, ανασυντάσσονται και αφήνοντας το Λόφο βγαίνουν στο ίσωμα που τον χωρίζει από την Ακρόπολη. Δέχονται τότε τις πρώτες ντουφεκιές από του Τούρκους, που φύλαγαν κοντά στο Θέατρο του Διονύσου. Τις πρώτες ντουφεκιές ακολουθούν ομοβροντίες. Ο Φαβιέρος χτυπιόταν από όλες τις μεριές, διατρέχοντας το μεγάλο κίνδυνο ν’ ανάψει κανένα από τα σακιά με το μπαρούτι που μεταφέραν οι στρατιώτες του και δει ολόκληρο το στρατό να χαθεί σε τραγικό πυροτέχνημα. Η προσωπική του όμως ανδρεία και η απαράμιλλη ψυχραιμία του, τους σώζει τη δύσκολη εκείνη στιγμή. Βάζει τους τυμπανιστές να χτυπήσουν έφοδο. Μπαίνει ο ίδιος μπροστά με γυμνό το σπαθί και φωνάζει στους στρατιώτες να προχωρήσουν τρέχοντας στην Ακρόπολη. Σκορπώντας δεξιά κι’ αριστερά το θάνατο, πέφτοντας και οι ίδιοι από τα βόλια του εχθρού, κατορθώνουν οι γενναίοι του Φαβιέρου να μπουν στην Ακρόπολη, να ανεφοδιάσουν τη φρουρά της με πυρομαχικά και να παρατείνουν την πολιορκία της ακόμη έξι μήνες. Ο στρατός του Φαβιέρου, τη νύχτα εκείνη, είχε πολλούς πληγωμένους, τέσσερεις στρατιώτες σκοτωμένους και το φιλέλληνα Γάλλο ταγματάρχη Φρ. Ροβέρο (Francois Robert). Ο γενναίος ταγματάρχης είχε πάρει 23 πληγές από σπαθιές και σφαίρες. Τον έθαψαν μέσα στην Ακρόπολη. Η είσοδος του τακτικού στην Ακρόπολη εξύψωσε το ηθικό των πολιορκημένων. Σ’ αυτό συντελέσαν και οι νίκες του Καραϊσκάκη στη Δόμβραινα, στο Δίστομο, στην Αράχωβα. Μέσα σε τέσσερεις μήνες ο Καραϊσκάκης είχε αναστήσει την Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα. Και ο Κιουταχής από πολιορκητής των κλεισμένων στην Ακρόπολη βρέθηκε πολιορκημένος από το στρατό του Καραϊσκάκη.

Καταστροφή του Ερεχθείου.

Οι μάχες γύρω από την Ακρόπολη και ο πόλεμος των υπονόμων εξακολούθησαν με την ίδια ένταση. Ένα από τα θύματα της πολεμικής εκείνης περιόδους ήταν και το Ερεχθείο. Ως τότε ήταν ακέραιο, εκτός από τη μία Καρυάτιδα, που είχε αρπάξει ο Ελγίνος. Μέσα στο Ερεχθείο έμενε η χήρα του Γκούρα με την υπηρεσία της και μερικούς συγγενείς της. Οι Τούρκοι που το πληροφορήθηκαν άρχισαν να το βομβαρδίζουν συνεχώς. Μία οβίδα έπεσε επάνω σε μια από τις κολώνες του Ερεχθείου και την έσπασε. Και τότε, ολόκληρη η στέγη σωριάστηκε στο εσωτερικό του μνημείου. Η Γκούραινα και άλλες δέκα γυναίκες και παιδιά σκοτώθηκαν. Η καταστροφή έγινε στις 13 Ιανουαρίου 1827. Ο Σουρμελής συνδέει το τραγικό τέλος της Γκούραινας με μια «ευχή» του άντρα της. Και γράφει στην ιστορία του: «Μίαν ημέραν ο Γκούρας λέγει εις την συμβίαν του παρόντος και εμού: Εάν αδελφή, φυλάξεις την τιμή του ανδρός σου μετά τον θάνατόν του, ο Θεός να σε φυλάξει υγιή· και εξ όλης καρδίας σοι εύχομαι να απολαύσεις με όλην την ανάπαυσίν σου, όσα σοι αφήνω εις την διαθήκην μου· ει δε και φανείς άπιστος, και με αλησμονήσεις, ογλήγωρα ο Θεός να σε στείλει κατόπιν μου! Η ευχή δε αύτη επληρώθει ούτω πως. Ο αυτάδελφός της Αναστάσιος Λιδωρίκης άμα έμαθε τον θάνατον του Γκούρα, έρχεται εις τον Ν. Κριεζώτην, υπόσχεται αυτώ εις γυναίκα την αδελφήν του Γκούραιναν, και με τον ερχομόν του Κριεζώτου εις το Φρούριον, κοινοποιεί δι’ επιστολής τας νέας συμφωνίας προς αυτή, συμβουλεύων και προτρέπων να στέρξει εις το συνοικέσιον, ότι εις τον Κριεζώτην θέλει εύρει τον Γκούραν και ούτως η πιστή Γκούραινα συνεννοηθεί πάραυτα μετά του Κριεζώτου, και δεν υπέμεινε την χηρείαν καν έως ου εξέλθει του Φρουρίου».

Η τραγική τριλογία.

Με το θάνατο της Γκούραινας τελειώνουν τα δραματικά γεγονότα, που συνδέθηκαν με τους φρουράρχους του Κάστρου. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα αρχαίας τραγωδίας: Ο Αθηναίος φρούραρχος Σαρρής, μια από τις ηρωικές μορφές του Αγώνα, παραδίδει την Ακρόπολη, όχι σε Αθηναίο, αλλά στο φίλο του Οδυσσέα Ανδρούτσο. Και ο Ανδρούτσος δέχεται να δολοφονήσουν τον ευεργέτη του Σαρρή. Έπειτα ο Ανδρούτσος παραδίδει την Ακρόπολη στο πρωτοπαλίκαρό του, τον Γκούρα. Και αυτός, με τη σειρά του, δολοφονεί με βασανιστήρια τον ευεργέτη του Ανδρούτσο. Και η «τριλογία» κλείνει με το σκοτωμό του Γκούρα και το τραγικό τέλος της γυναίκας του. Και το θλιβερώτερο, που η τραγωδία συνεχίστηκε με το σκοτωμό του Καραϊσκάκη και την παράδοση της Ακροπόλεως στους Τούρκους.