Πριν ακόμη η Αθήνα γίνει πρωτεύουσα, ευτύχησε να αποκτήσει το πρώτο αξιόλογο ξενοδοχείο.
Το 1832 δεν υπήρχε κανένα ξενοδοχείο στην Αθήνα. Οι ξένοι που φθάναν καταφεύγαν σε κάποιο από τα ερειπωμένα σπίτια ή προτιμούσαν τη φιλοξενία του αττικού ουρανού, που ήταν και η προτιμότερη τις ξάστερες καλοκαιρινές νύχτες. Ωστόσο, ο Στράτφορτ Κάννιγκ, που ήλθε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1832, αναφέρει ότι «εύρεν αναψυκτικά στο Χάνι του Φρανσουά». Ήταν το μοναδικό για ξένους κατάλυμμα την εποχή εκείνη. Το κρατούσε η χήρα του Φραγκίσκου Βιτάλη, ο οποίος πριν από την Επανάσταση διατηρούσε οικοτροφείο στην Αθήνα. Το πρώτο όμως κανονικό ξενοδοχείο λειτούργησε το 1832 και το χρωστάμε σ’ ένα ζεύγος ξένων. Τους έλεγαν Κάζαλι (Casali). Ο σύζυγος ήταν Ιταλός – λοχαγός την εποχή του Ναπολέοντος – και η γυναίκα του Βιεννέζα. Ο αρχαιολόγος Ρως μας πληροφορεί ότι «η κ. Κάζαλι είχε γνωρίσει από κοντά μερικούς από τους μεγάλους άνδρες που είχαν λάβει μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης». Και οι δυο τους ήταν μονόφθαλμοι. Ο Κάζαλι είχε μόνο το αριστερό μάτι και η γυναίκα του μόνο το δεξί …
Το ξενοδοχείο των Κάζαλι.
Το ζεύγος αυτό των μονοφθάλμων ξένων πήρε το σπίτι ενός Τούρκου που έφευγε. Το σπίτι ήταν κοντά στο Μοναστηράκι, επιπλώθηκε και έγινε το ξενοδοχείο «Η Ευρώπη». Ο Λαμαρτίνος, που πέρασε από την Αθήνα τον Αύγουστο του 1832, γράφει ότι το ξενοδοχείο των Κάζαλι ήταν πολύ καλό και «δεν θα εύρισκε κανείς καλύτερο εξοχικό ξενοδοχείο ταξιδεύοντας στην Ιταλία, στην Αγγλία ή στην Ελβετία». Περιγράφει, μάλιστα, το ξενοδοχείο στο βιβλίο του «Voyage en Orient» αλλά προσθέτει ο ίδιος: «Αλλοίμονον!, επί σαράντα οκτώ ώρες κανένας ξένος δεν είχε περάσει το κατώφλι του και δεν είχε ταράξει την ησυχία του». Σύντομα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Δικοί μας και ξένοι έρχονται στην Αθήνα και οι Κάζαλι κάνουν χρυσές δουλειές. Ένας Άγγλος, που έμεινε στο ξενοδοχείο το 1834, αναφέρει ότι, εκτός από τους άλλους πελάτες, είχε μετρήσει και 13 Άγγλους περιηγητές. Και προσθέτει ότι το εστιατόριο ήταν λαμπρό και είχε βρει και αγγλική μπύρα Πόρτε. Διαφορετική εικόνα μας δίνει στα Απομνημονεύματά του ο υπολοχογός Χριστ. Νέζερ, που έμεινε στο ξενοδοχείο μαζί με άλλους αξιωματικούς του βαυαρικού τάγματος. Ο Νέζερ γράφει ότι, στο ξενοδοχείο των Κάζαλι οι τιμές αυξάναν συνεχώς, ενώ αντιστρόφως μίκραιναν οι μερίδες του φαγητού. Και προσθέτει: «Μολονότι το ζεύγος Κάζαλι είχε από ένα οφθαλμόν, εν τούτοις, οι δύο εκείνοι οφθαλμοί ήσαν οξυδερκέστατοι εις τους λογαριασμούς τους. Όσον εμεγάλωνεν η πελατεία του ξενοδοχείου, τόσον εγέμιζε και το ταμείον των κυρίων Κάζαλι, που ταχέως επλούτισαν και έγιναν υπερήφανοι. Τα δέκα κυνάρια της κυρίας Κάζαλι απέκτησαν δύο φύλακας, που καθημερινώς τα έλουζαν, τα εκτένιζαν και τα έβγαζαν εις περίπατον. Το κομμωτήριόν της ήτο τόσον λαμπρόν, ώστε η μέλλουσα βασίλισσα της Ελλάδος θα ηδύνατο να το λάβει ως πρότυπον… Αλλ’ ο κύριος Κάζαλι καθημερινώς εγίνετο αναδέστερος εις τας τιμάς και τραχύτερος εις τας απαιτήσεις του και ο βίος εις το ξενοδοχείον δαπανηρότερος και ανυποφορότερος». Η αύξηση των τιμών του ξενοδοχείου ανάγκασε μερικούς από τους μόνιμους κατοίκους του, να βρουν τρόπο και να απαλλαγούν από την περιποίηση των Κάζαλι. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησαν οι αξιωματικοί του βαυαρικού τάγματος. Έκαναν έναν έρανο μεταξύ τους, μάζεψαν 65 ισπανικά τάλληρα και αγόρασαν το αμπέλι ενός Τούρκου που έφευγε. Το αμπέλι βρισκόταν στην αρχή της οδού Πατησίων. Εκεί που είναι σήμερα το Πολυτεχνείο. Στο αμπέλι αυτό χτίστηκε το δεύτερο ξενοδοχείο της Αθήνας.
Το ξενοδοχείο των Χάρτμαν.
Του δεύτερου αυτού ξενοδοχείου τη διεύθυνση την πήρε ένα αντρόγυνο Γερμανών, οι Χάρτμαν, που είχαν ξεπέσει στον Πειραά από κάποιο ναυάγιο και βρίσκονταν χωρίς χρήματα και εργασία. Ο σύζυγος έκανε χρέη ξενοδόχου και η σύζυγος είχε αναλάβει το μαγειρείο. Χάρη στην ικανότητα των Χάρτμαν το ξενοδοχείο επιπλώθηκε και άρχισε να λειτουργεί καλά. Η πελατεία του ήταν Γερμανοί περιηγητές και Βαυαροί αξιωματικοί, που το είχαν μεταβάλει σε ένα είδος στρατιωτικής λέσχης. Ο Νέζερ γράφει: «Ο τουρκικός αμπελών μετεβλήθει εις μικράν Γερμανίαν και εν βραχεί εμορφώθει γερμανικός βίος υπό τον κυανούν και εύδιον ουρανόν της Αττικής.
Το ξενοδοχείο των Χάρτμαν λειτούργησε για μερικά χρόνια. Οι Βαυαροί αξιωματικοί, που είχαν αγοράσει το αμπέλι του Τούρκου και ήταν ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, το πούλησαν στο Χάρτμαν. Με τα χρήματα που πήραν αγόρασαν το 1838, ένα οικόπεδο και έχτισαν τη γερμανική λέσχη «Φιλαδέλφεια», επί της οδού Ομήρου, που διατηρήθηκε ως την εποχή μας. Ο Χάρτμαν πέθανε το 1839. Το ξενοδοχείο του έγινε έπειτα εξοχικό κέντρο με το όνομα «Παυσίλυπον». Το 1858 η Ελένη Τοσίτσα αγόρασε το οικόπεδο και το χάρισε για γήπεδο του Πολυτεχνείου. Το αμπέλι του Τούρκου, που είχε πουληθεί 65 τάληρα, αγοράστηκε από την Ελένη Τοσίτσα, μετά 25 χρόνια, 48.000 τάληρα (240.000 δραχμές). Τέτοια ραγδαία ανατίμηση έπαιρναν τα κτήματα στην Αθήνα την εποχή εκείνη.
Θλιβερό τέλος των πρώτων ξενοδόχων.
Αλλά και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Η Ευρώπη» δεν έζησε πολύ καιρό. Μετά μία δεκαετία ο Κάζαλι έχασε τα χρήματά του. Φυλακίστηκε για χρέη, τρελλάθηκε και αυτοκτόνησε στη φυλακή. Αργότερα, επίσης στη φυλακή, πέθανε και η γυναίκα του. Ωστόσο το πρώτο αυτό ξενοδοχείο της Πρωτεύουσας, που είχε φιλοξενήσει και τον Όθωνα, εξακολουθούσε να είναι ένα από τα καλύτερα. Μια εφημερίδα του 1842 μας πληροφορεί ότι «το Σάββατον της Τυροφάγου το εσπέρας, το δικηγορικόν σώμα των Αθηνών συνηθροίσθει εις την μεγάλην αίθουσαν του ξενοδοχείου του Κάζαλι και συνεκρότησε λαμπρόν συμπόσιον». Το ξενοδοχείο το αναφέρει το 1850 και ο Εδμόνδος Αμπού στο βιβλίο του «Η Σύγχρονη Ελλάς».
Το εστιατόριο «Η Πετρούπολις».
Αργότερα χτίστηκαν καλύτερα και μεγαλύτερα ξενοδοχεία. Τα δύο όμως αυτά, του Κάζαλι και του Χάρτμαν, ήταν για την εποχή τους ένας σταθμός προόδου και μια όαση για τους ξένους που έφθαναν στο ερειπωμένο από τον πόλεμο χωριό, που έφερε το ένδοξο όνομα της Αθήνας. Δίχως τα δύο αυτά ξενοδοχεία η Πρωτεύουσα της Ελλάδος θα είχε μείνει με το «Χάνι του Φρανσουά» και το εστιατόριο «Η Πετρούπολις», που ήταν στην οδόν Αιόλου, κοντά στην Αγία Ειρήνη. Για το εστιατόριο «Η Πετρούπολις» έγραφε ένας κακεντρεχής χρονικογράφος της εποχής, πως άμα ήθελαν οι πελάτες να σκουπίσουν τα χέρια τους, φώναζαν το μοναδικό γκαρσόνι που υπήρχε, του έλεγαν να κάνει «μεταβολή» και τα σκούπιζαν στο πίσω μέρος της φουστανέλλας του. Το μπροστινό μέρος της φουστανέλλας, το χρησιμοποιούσε το γκαρσόνι για τα δικά του χέρια. Και, κατά την έκφραση του χρονικογράφου, «ήτο ως εκ τούτου απροσπέλαστον εις την πελατείαν του εστιατορίου». Ύστερ’ από 25 χρόνια το εστιατόριο «Η Πετρούπολις» εργαζόταν στην ίδια θέση. Μόνο που δεν υπήρχαν πια φουστανελλοφόρα γκαρσόνια και καθώς μας πληροφορούν οι εφημερίδες της εποχής, «το εστιατόριον ήτο πολύ καθαρόν, ευρωπαϊκής όψεως και είχε τραπεζομάνδηλα και πετσέτας».
Νεώτερα ξενοδοχεία.
Το 1840 η Αθήνα είχε πέντε ξενοδοχεία: «Βασιλικόν», που ήταν και το καλύτερο, «Μόναχον», «Γαλλία», «Ευρώπη» και «Brunot». Την ίδια εποχή στη Δυτική Ευρώπη πόλεις, πολύ μεγαλύτερες από την Αθήνα, δεν διαθέταν καλύτερα και περισσότερα ξενοδοχεία.