1966: «Βραδιά Αθηναϊκού Τραγουδιού και Καντάδας» (Παρνασσός)’

ΒΡΑΔΥΑ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ & ΚΑΝΤΑΔΑΣ

Στον «Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσός”» (31 Μαρτίου 1966)

 

Το έτος 1966 ο «Σύλλογος των Αθηναίων» προγραμμάτισε δράσεις που αποσκοπούσαν στην αναβίωση και διάδοση της Αθηναϊκής Καντάδας. Οι δράσεις επικεντρώθηκαν σε δύο εκδηλώσεις, οι οποίες κλήθηκαν αφενός να επαναφέρουν στην επικαιρότητα όμορφες μελωδίες και αφετέρου να μυήσουν τους νεότερους στην ομορφιά της αρμονίας. Διότι είναι γνωστό πως επικρατούσε η άποψη πως οι σύγχρονες τότε, δηλαδή την δεκαετία 1960, μουσικές εκφάνσεις δεν διακρίνονταν για την αρμονίας τους. Επίσης ό,τι ακολουθούσαν ξένα και κακής ποιότητας «μοτίβα» ή μιμούνταν εγχώρια αλλά ανατολίτικης επιδράσεως πρότυπα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά άρθρο στο περιοδικό «Τα Αθηναϊκά».

Η πρώτη εκδήλωση προγραμματίσθηκε να πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του «Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”» την τελευταία ημέρα του Μαρτίου 1966. Πρώτος υποδέχθηκε τους προσκεκλημένους ο ακάματος Πρόεδρος Δημήτριος Σκουζές, «βάρδος» του αθηναϊκού παρελθόντος, δηλώνοντας ακόμη μία φορά λάτρης της παράδοσης. Ακολούθησε ο δικηγόρος και Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Δημήτριος Αλ. Γέροντας, ο οποίος προσπάθησε να μεταφέρει στους ακροατές την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον παλαιότερων εποχών, με την ομιλία που παραθέτουμε παρακάτω υπό τον τίτλο «Η ομορφιά μιας εποχής».

Στη συνέχεια βραβεύθηκε η Αθηναία ηθοποιός Μαρίκα Νέζερ, τακτικό και πιστό μέλος του Συλλόγου από τα προπολεμικά χρόνια. Ως αντίδωρο η ηθοποιός παρουσίασε στο κοινό την νοσταλγική παρλάτα «Μια Κυρία στα πενήντα». Η χορωδία και η μαντολινάτα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, υπό την άψογη διεύθυνση του Διονύσιου Αποστολάτου, εκτέλεσε παλαιά αθηναϊκά τραγούδια με τρόπο αριστουργηματικό.

 

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

            Του Δημητρίου Αλ. Γέροντα

 

Βραδιά μιας εποχής που πέρασε είναι η σημερινή· και τα περασμένα είναι μια ανάμνησις που στο βάθος του χρόνου αφίνει, σχεδόν πάντοτε, μόνον τις καλές και αγαθές εντυπώσεις. Η αναπόλησις, ακόμη, είναι συγκινητικά γλυκειά, γιατί μας θυμίζει, συνήθως, τα νεώτερα χρόνια της ζωής μας. Ήταν λοιπόν η εποχή της αθηναϊκής καντάδας και του αθηναϊκού τραγουδιού όμορφη γιατί πέρασε, ή μήπως έκλεινε μέσα της τη δροσιά της γαλήνης και τη ψυχική ξενοιασιά;

Μπορεί τα ιστορικά δεδομένα να μην είναι ενθαρρυντικά, γιατί στην Αθήνα των τελευταίων δεκαετηρίδων του 19 αιώνος και των δύο πρώτων του 20 είναι αναμφισβήτητο πως δεν βάδιζαν όλα με ομαλό και συντονισμένο ρυθμό. Εκείνοι που προσπαθούν, ακόμη και σήμερα να ωραιοποιήσουν απόλυτα την εποχήν αυτήν, γνωρίζουν στο βάθος πως οι απόψεις τους δεν ανταποκρίνονται ολοκληρωτικά προς την πραγματικότητα. Είναι όμως νοσταλγοί, νοσταλγοί μιας εποχής που είχε σαν όλες τις εποχές, πτυχές ευχάριστες και στιγμές συγκινητικές. Σαν νοσταλγούς πρέπει να τους σεβόμεθα, ίσως και να τους μακαρίζουμε ακόμη.

Η Αθήνα, σαν πόλις παρουσίαζε – είναι γνωστόν αυτό – πολλές ελλείψεις την εποχήν εκείνην, στερήσεις θα ελέγαμε καλύτερα, που αν υπήρχαν σήμερα, θα ήταν χτυπητές και θα προκαλούσαν, ασφαλώς, τις αντιδράσεις του αθηναϊκού λαού. Αυτές όμως οι ελλείψεις δεν ασκούσαν αποφασιστική επίδραση στην καθημερινή ζωή του τότε Αθηναίου, γιατί ο Αθηναίος εκείνος ήταν ολιγώτερον απαιτητικός από το σύγχρονο και περισσότερον συναισθηματικός από τον σημερινό.

Η εξασφάλισις του επιουσίου και η βασική διαβίωσίς του ήταν στοιχεία επαρκή για να προσδώσουν σ’ αυτόν τον Αθηναίο την μικρή του ευτυχίαν. Το αιώνιο κυνηγητό για τις ανικανοποίητες ανάγκες και τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής, έχει προσδώσει στο σημερινό Αθηναίο τη μορφή του αλόγου εκείνου που τρέχει διαρκώς πίσω από ένα καρότο που φεύγει, χωρίς ποτέ να μπορέσει να το φθάσει! Αυτό όμως το αδιάκοπο κυνηγητό, προσδίνει στα άτομα, λόγω του ανικανοποιήτου, στιγμές δυστυχίας και τα απομακρύνει από τον πλούσιο συναισθηματισμόν του ψυχικού κόσμου.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην πιο παληά Αθήνα, στην πόλιν εκείνην που η ευτυχία της άρχιζε μέσα από αυτό το ίδιο το ελληνικό σπίτι. Η ζωή της οικογενείας ήταν, τότε, πιο σφιχτή και ο δεσμός μεταξύ των μελών της πιο εκδηλωτικός. Τα παιδιά αντίκρυζαν με κάποιο σεβασμό τον γονέα τους και τις περισσότερες φορές υπάκουαν αδιαμαρτύρητα στις συμβουλές και νουθεσίες του. Ο πατέρας, σαν αρχηγός της οικογενείας, στο καθημερινό τραπέζι, όπου συγκεντρωνόταν απαραιτήτως ολόκληρη αυτή η οικογένεια, άρχιζε με την ευχαριστία προς τον Ύψιστον και μετά η μητέρα επιδινόταν στο σερβίρισμα αρχίζοντας από τους μεγαλυτέρους προς τον μικρότερον.

Οι διασκεδάσεις, όπως τις νοούμε σήμερα, εσπάνιζαν και μόνον κατά τις απόκρηες, κυρίως, ξεφάντωνε ολόκληρος ο πληθυσμός της Αθήνας. Και αλήθεια, το Κομιτάτο, τότε, ο αξέχαστος ποιητής του κάρου, οι ξεχυμένοι στους δρόμους μασκαράδες, πλαισιωμένα όλα αυτά από το θρυλικό γαϊτανάκι και τη φτωχογκαμήλα, προσέδιναν, για τρεις εβδομάδες, στην παλαιότερη Αθήνα την εικόνα της πραγματικής χαράς και του αληθινού γλεντιού.

Ύστερα εγένετο και η παρέλασις των αρμάτων, που αν πιστεύσουμε τις περιγραφές, ήσαν και καλοβαλμένα αλλά προ παντός με σατυρικά και έξυπνα θέματα. Κάποια χρονιά, το πρώτο βραβείο πήρε ένα άρμα, χαρακτηριστικό ίσως για κάθε εποχή και για κάθε πόλη. Παρίστανε έναν αναμμένο φούρνο, όπου από τη μια μεριά έμπαιναν μεγάλα κούτσουρα και από την άλλη έβγαιναν έτοιμα τούβλα. Από πάνω μια πελώρια επιγραφή έγραφε: Πανεπιστήμιον!

Το γαϊτανάκι, αυτό το πτωχό και καταφρονεμένο υπόλειμμα κάποιου πανάρχαιου εθίμου, έδινεν το λαϊκό τόνο στην όλη αποκρηά, όπως και η γκαμήλα, σκεπασμένη με παληά τσουβάλια, που άφηναν κατά κανόνα ξεσκέπαστα τα πόδια των ανθρώπων, που την σχημάτιζαν, και που πολλές φορές ήσαν ξυπόλητοι και καταλερωμένοι από τη σκόνη των αθηναϊκών δρόμων.

Τα καφενεία και τότε, όπως και σήμερα, αφθονούσαν και ο παληός ποιητής με το παρακάτω ποίημά του δεν εξέφρασε, ασφαλώς, μόνον την ατομική του γνώμη. Συνέταξε την έμμετρη διαθήκη όλων των Ελλήνων όλων των εποχών:

Αντί μνημείων και μαυσωλείων

επί του τάφου μου καφενείον

ζητώ, ω φίλοι ν’ ανεγερθή

όταν θα πίνουν καφέ οι άλλοι

γυμνόν κρανίον θε να προβάλλη

το άρωμά του να οσφρανθή.

 

Και ο Σουρής, με το ασύγκριτο σατυρικό πνεύμα και την άφθαστη μετρική, εχρωμάτισε ζωντανά αυτή την επίμονη μανία του Έλληνα, με τους παρακάτω στίχους:

 

Στον καφενέ απ’ έξω

σαν μπέης ξαπλωμένος

του ήλιου τις ακτίνες

αχόρταγα ρουφώ

και στων εφημερίδων

τα νέα βυθισμένος

κανέναν δεν κυττάζω

κανέναν δεν ψηφώ.

 

Και συμπληρώνει ως εξής την εικόνα του καφενόβιου Έλληνα: Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι του τεντώνει το άλλο σε μιαν άλλη και λίγο παρεκεί αφήνει το καπέλο και αρχινά με τόνο τους υπουργούς να βρίζει και την πολιτική. Τώρα πια, η «Ωραία Ελλάς» το ηρωικό αυτό καφενείο, όπου ανάμεσα στη θολή ατμόσφαιρα του ναργιλέ, ανετράφησαν και εξήντλησαν όλην την ακατάσχετη πολιτικολογίαν τους, οι παλαιότερες γενεές των Ελλήνων, αποτελούσε ανάμνηση και τη θέση της, με τον καιρό, πήρε ο ιστορικός και αλησμόνητος Ζαχαράτος. Στου Ζαχαράτου οι Νεοέλληνες, κομψευόμενοι και μη, κατέστρωναν τα πιο απίθανα αλλά και τα πιο τολμηρά σχέδια.

Εκεί ανεβοκατέβαζαν τις κυβερνήσεις, εκεί έχριζαν τους πρωθυπουργούς, εκεί ο πάντοτε καλώς πληροφορημένος Έλλην μετέδιδεν εμπιστευτικώς, ενώπιον δεκάδος ακροατών, τα τελευταία, απόρρητα νέα! Εκεί ακόμη, επάνω στα μάρμαρα των τραπεζιών, στρατιωτικοί και μη, κατέστρωναν τα επιτελικά σχέδια όχι μόνον για τους πολέμους της πατρίδος μας αλλά πολλές φορές και για πολέμους μεταξύ ξένων Εθνών.

Και τα δυστυχισμένα γκαρσόνια, το άλλο πρωί ήσαν υποχρεωμένα να τα καθαρίσουν και για λόγους ευπρεπείας και ευκοσμίας του καταστήματος αλλά κυρίως διότι το ίδιο βράδυ, άλλοι θαμώνες, θα κατέστρωναν και πάλιν επάνω στα ίδια αυτά ταλαίπωρα μάρμαρα των τραπεζιών, τα νέα στρατηγικά σχέδια.

Εκεί μέσα ξεπήδησεν και το περίφημον, συμβουλευτικόν άρθρο τον «Καιρών» κατά τον Ρωσοϊαπωνικόν πόλεμον του 1905, προς τον αρχιστράτηγον των Ρώσων Κουροπάτκιν με τον φανταχτερό τίτλον: «Δεξιώτερα Κουροπάτκιν» και εκεί, αρχικά εσχολιάσθει, ύστερα από λίγες ημέρες μετά την ήττα των Ρώσων στο Μούκδεν, η δεινή τους φυγή, με την παρατήρησιν του ιδίου δημοσιογράφου προς τον Ρώσον Αρχιστράτηγον: «Εάν ήκουες ημάς Κουροπάτκιν και έκλινες προς τα δεξιά, θ’ απέφευγες την δεινή ήττα».

Εκεί, τέλος, στο ιστορικό αυτό καφενείον, συνεκεντρώνοντο μετά τις συζητήσεις της Βουλής, πολλοί πατέρες του Έθνους. Ήταν, τότε, ο Ζαχαράτος ένα είδος παρακοινοβουλίου ή μικρής Βουλής. Σήμερα, μετά την κατεδάφισίν του, δεν βρέθηκε ακόμα το ισάξιον του κέντρον πολιτικών συγκεντρώσεων, ίσως διότι δεν υπάρχει ανάγκη, αφού η ίδια η Βουλή έχει μεταβληθεί σε λαϊκόν καφενείον!

Ο ρυθμός της ζωής του Αθηναίου ήταν, τότε, βραδύς, ήταν πιο συγκρατημένος, γιατί τίποτε δεν τον εβίαζεν απόλυτα. Έπρεπε, άλλωστε, αυτός, να έχει απέραντη υπομονή. Υπομονή για το νερό, που διαρκώς το περίμενε και σπάνια το έβλεπε, σε σημείο που για να επαρκέσουν οι ανάγκες της πόλεως σε πόσιμον νερό, ανεφάνησαν και οι περίφημοι «νερουλάδες» με το νερό του Αμαρουσίου που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με το δίστιχο:

 

Κρύο, κρύο μπούζι

και γλυκό σαν το καρπούζι.

 

Και στην περίπτωση αυτή φανερώθηκε το κερδοσκοπικό δαιμόνιο του Έλληνος και η τάσις του προς την αισχροκέρδεια. Διά να προλαβαίνουν – μερικοί έφθασαν να πωλούν 500 στάμνες την ημέρα – διά να προλαβαίνουν λοιπόν την κατανάλωσιν δεν ανηφόριζαν ως το Μαρούσι αλλά κατέφευγαν γρήγορα – γρήγορα σε ωρισμένα πηγάδια των Πατησίων κι’ έτσι εξυπηρετούσαν καλύτερα όχι βέβαια το καταναλωτικόν κοινόν αλλά την ίδια τους την τσέπη.

Υπομονή ακόμη για τον ιπποτροχιόδρομο, που τον έσερναν μερικά καχεκτικά άλογα και που μια διαδρομή μερικών εκατοντάδων μέτρων την έκανεν σε απίθανο χρονικό διάστημα. Υπομονή για να μπορέσει να συνδεθεί ο τότε Αθηναίος τηλεφωνικώς με κάποιον συγγενή ή φίλον του, ή με κάποιαν υπηρεσίαν. Η τηλεφωνική συνδιάλεξις ήταν, τότε, μια μικρή Οδύσσεια, γιατί ο συνδρομητής έπρεπε πρώτα να πάρει το κέντρον, απ’ όπου θα τον συνέδεαν με τον ζητούμενον αριθμό, ο οποίος, τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρινόταν προς τον πραγματικόν.

Και οι παρεξηγήσεις ήσαν διαδοχικές και αλλεπάλληλες:

            ─ Εξήντα δύο εκεί παρακαλώ; Στην αρχή καμμία απάντησις. Επανάληψις της κλήσεως. Εξήντα δύο; – ένα θολό βουητό ακούγεται. Επί τέλους ο

τηλεφωνών πιστεύει ότι επέτυχεν τον αριθμόν που ζητούσε!

             ─ Αρσάκειον εκεί; Παρακαλώ η δεσποινίς άλφα επήρε το απολυτήριόν της; Και η απάντησις από την άλλη άκρη του σύρματος ήταν αναπάντεχη;

            ─ Ρωτήστε την στρατολογία, γιατί εδώ είναι το Φρουραρχείον.

            Η φοιτητική ζωή στην μικρή αλλά συμπαθητική Αθήνα, ήταν ζωηρή και έντονη, όπως και σήμερα άλλωστε. Γύρω από το Πανεπιστήμιον και προς την τότε γραφικήν Νεάπολιν, ήσαν διασκορπισμένα τα διάφορα μικρά ξενοδοχεία και τα ταπεινά εστιατόρια των φοιτητών. Το γνωστόν ξενοδοχείον του Αθηναίου Ξύδη, το απηθανάτισεν και η Μούσα του Σουρή:

 

Το ξενοδοχείον Ξύδη

Δύο στο λάδι, τρεις το ξύδι.

 

Η ρομβία ήταν άλλο χαρακτηριστικό και συστατικό, κυριολεκτικά, στοιχείον της ζωής του τότε Αθηναίου, που και σήμερα ακόμη, αραιά και σπάνια διασώζεται και ακούγεται, σαν μια απόκοσμη διαμαρτυρία, σε μερικές απόμακρες συνοικίες. Το μεσουράνημα της άρχισε από το 1907, και οι πρώτοι που έφεραν την Ρομβία στην Αθήνα ήταν ο Γιάννης ο Τσιώνης, από την ηρωική!  Συνοικία του Ψυρρή, ο Πέτρος ο Αντωνάκης, από το Βοτανικό, ο Κώστας Σκάρπας από την Κολοκυνθού και ο Βασίλης Σεγκούνης, από την Παληά Στρατώνα!  Στην αρχή η ρομβία έπαιζε ευρωπαϊκή μουσική, αργότερα όμως καθιερώθηκε και η εγχώρια.

Ένα από τα πρώτα κομμάτια της ελληνικής μουσικής που ακούσθηκε τότε άρχιζε μ’ αυτά τα λόγια: «στη στερηά δε ζει το ψάρι». Φαίνεται ότι ο σκοπός του ήταν καλός και με πατριωτικήν έξαρσιν αλλά αντίθετος προς την αθηναϊκήν πραγματικότητα, διότι στας Αθήνας το ψάρι, πάρα πολλές φορές ζει αρκετές ημέρες και πουλιέται σαν φρέσκο της ώρας!

Αυτής λοιπόν της κοινωνίας και αυτής, της ξένοιαστης ας πούμε εποχής, η ερωτική εκδήλωσις με το τραγούδι, αποτελούσε έναν από τους λίγους τρόπους επικοινωνίας των νεαρών ερωτευμένων. Κι’ αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η έκφρασις, το απαύγασμα και το αναγκαίο ξέσπασμα των αγνών αισθημάτων.

Μαζευόντουσαν, το απόβραδο συνήθως, οι ερασιτέχνες αυτοί του τραγουδιού, και αφού τακτοποιούσαν τις φωνές, ξεκινούσαν για την νυκτερινή εξόρμηση. Με τη κιθάρα στο χέρι ή και πολλές φόρες χωρίς αυτήν, οι τραγουδισταί το έλεγαν της πεντάμορφης από μακρυά.

Μια φθινοπωρινή βραδυά, 80 χρόνια πριν, στο γλυκό αθηναϊκό λυκόφως, μια παρέα γνωστών τροβαδούρων της Αθήνας, ανέπεμψε τον ύμνο προς την σελήνη:

 

Χαρά της πρώτης μου ζωής,

φεγγάρι αγαπημένο

συ δεν πονείς, εγώ πονώ,

γιατί ψηλά στον ουρανό

διαβαίνεις λυπημένο;

            Η Πλάκα, κατά πρώτον λόγο φημιζόταν για τους καλλίφωνους τραγουδιστάς της, γι’ αυτό με το δίκηο της πήρε την ονομασία της «Σχολής του τραγουδιού». Αλλά και η Νεάπολις αργότερα την συναγωνίσθηκε επάξια και από εκεί ξεπήδησαν τραγουδισταί που ετίμησαν το ελληνικό όνομα και στο εξωτερικό.

Ως και σ’ αυτή τη συνοικία του Ψυρρή, που πολλές φορές ζούσε κάτω από την τρομοκρατία, των ψευτοπαλληκαράδων, των γνωστών κουτσαβάκηδων, επέτυχε να εισχωρήσει η καντάδα.   «Σε ηγάπων, σε είχον θεά μου», βροντοφωνούσαν οι τότε τραγουδισταί, και στην μουσική τους αυτή εκδήλωση καμμιά δύναμις δεν ήταν ικανή ν’ αντισταθεί.

Πίστευε στην θεάν του ο τραγουδιστής, πίστευε όμως περισσότερο στην ομορφιά του τραγουδιού που την εξυμνούσε. Ήταν, αυτό, μια μυσταγωγία, μια ψυχική ανάτασις, ένα πήδημα του ατόμου προς το μεσουράνημα, μια επικοινωνία έξω από την φθηνή, ανθρώπινη αντίληψη. Ο τραγουδιστής μετουσιωνόταν, πετούσε, μαζί με την ψυχή του προς άλλο κόσμο, ψυχικά αγνό και συναισθηματικά χαρούμενο.

Την εποχήν εκείνην των πατέρων μας, τα γλυκά αυτά τραγούδια και οι αρμονικές καντάδες μόνο αυτές είναι αρκετές για να την χρωματίσουν. Να την χρωματίσουν και να την παρουσιάσουν όμορφη, γιατί οι άνθρωποί της ήταν, ανεξάρτητα από τις υλικές ελλείψεις, ψυχικά πιο νέοι και πιο δροσεροί στη διάθεση.

Τα αρμονικά αυτά τραγούδια είναι τα δείγματα μιας εποχής και οι αποδείξεις της μεταστροφής της αθηναϊκής και γενικώτερον της ελληνικής ζωής από την ανατολίτικην επίδρασιν και τον κακόηχον αμανέ προς την καθάριαν διάθεσιν της ελληνικής ψυχής.

Ξεχάστηκε πια ο βραχνάς του συρτού, αργού ανατολίτικου τραγουδιού, λησμονήθηκε η ένρινος μουσική εκδήλωσις και τη θέση της δικαιωματικά και άξια την κατέλαβαν τα τραγούδια των αγνών εκείνων συνθετών, όπως του Ροδίου, του Κοκκίνου, του Πολυκράτη, του Στρουμπούλη, του Λαυράγκα, του Ξύντα και τόσων άλλων γνωστών αλλά και αγνώστων, που τα τραγούδια τους σήμερα τα χαρακτηρίζουμε με την έκφραση «λαϊκά».

Με τα τραγούδια αυτά αναστήθηκαν γενεές ολόκληρες και στο άκουσμα τους οι ασημένιοι κρόταφοι και τα χιονάτα κεφάλια συγκινούνται και δακρύζουν. Είναι οι γενεές που μαζί με τους συνθέτες, έζησαν κι’ αυτές τις πρώτες άξιες εκδηλώσεις ενός καθαρού και αγνού τραγουδιού.

Η τότε Αθήνα, το είπαμε στην αρχή, είχε πολλές ελλείψεις, η σύστασις όμως της κοινωνίας της είχε ένα αναμφισβήτητο προτέρημα. Ζούσε με τον οραματισμό τον δικό της και βάδιζε με την πίστη τη δική της. Αυτής λοιπόν της κοινωνίας, ένα γλυκό, ένα θελκτικό, ένα πολύτιμο φυλλοκάρδι θα φέρει ξανά στην επιφάνεια και θα ξαναζωντανέψει σήμερα, με τη γνωστή χορωδία και μαντολινάτα ο μαέστρος κ. Διονύσιος Αποστολάτος, αφού προηγουμένως, η εκλεκτή, Αθηναία ηθοποιός Κα Μαρίκα Νέζερ, με τη νοσταλγική παρλάτα της «μια Κυρία στα πενήντα» μας χρωματίσει, με την υποκριτική της τέχνη, την γυναικεία αντίληψη περί της ηλικίας …